Η διαιρετική τομή «Μνημόνιο - Αντιμνημόνιο»: οριοθέτηση, πολιτικές δυνάμεις και ανακατατάξεις στους δύο πυλώνες.
Του Λάζαρου Καραβασίλη
Η ύπαρξη διαιρετικών τομών αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία στη πολιτική ανάλυση με σχεδόν καθολικό αντίκτυπο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι μυημένοι γνωρίζουν την σχετική θεωρία χωρίς ωστόσο αυτή να είναι δυσνόητη προς κάποιον εκτός του χώρου των πολιτικών επιστημών. Η θεωρία είναι απλή: σύμφωνα με τους Lipset και Rokkan με αφορμή την ανάλυση των εκλογικών σωμάτων στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο, η εκλογική συμπεριφορά φαίνεται να είναι παγιωμένη με βάση συγκεκριμένους άξονες για τουλάχιστον σαράντα χρόνια. Αυτοί οι άξονες έχουν είτε πολιτική είτε οικονομική αλλά και κοινωνική η πολιτισμική ορίζουσα (π.χ. η διαιρετική τομή πόλη-ύπαιθρος) που με τη σειρά τους διαμορφώνουν τις εκάστοτε εκλογικές επιλογές των πολιτών [1] και διαρρηγνύονται η αναδιαμορφώνονται μόνο από βαρύνουσας σημασίας γεγονότα.
Με τη σειρά της, η ελληνική περίπτωση έχει αποδείξει ότι αποτελεί μια περίπτωση ισχυρών διαιρετικών τομών πολιτικού χαρακτήρα για τουλάχιστον έναν αιώνα: Βενιζελικοί- Αντιβενιζελικοί/μοναρχικοί, Δεξιά- Αριστερά στον ελληνικό εμφύλιο, Εθνικόφρονες- Αντεθνικόφρονες στην Μεταπολεμικό περίοδο [2], για να καταλήξει στη δεσπόζουσα διαιρετική τομή της Μεταπολίτευσης, αυτήν της Δεξιάς- Αντιδεξιάς [3]. Η οικονομική κρίση στην οποία περιήλθε η Ελλάδα μετά το 2010 με άμεσες και καταλυτικές συνέπειες στη κοινωνία και στη πολιτική έφερε νέες αναδιατάξεις σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων και χάραξε νέες διαιρετικές τομές που είτε υπερκάλυψαν είτε εξαφάνισαν τις προηγούμενες. Η βασική τομή που τέθηκε αρχής εξαρχής της κρίσης και πρακτικά συνεχίζει να υπάρχει πέντε χρόνια μετά, είναι η διαίρεση «Μνημόνιο- Αντιμνημόνιο» [4] που με τη σειρά της έχει τρείς συνιστώσες: τον κατά αντιστοιχία διαχωρισμό μεταξύ «Φιλοευρωπαϊκών» και «Αντιευρωπαϊκών» δυνάμεων, το δίλλημα «Ευρώ η Δραχμή» και τον διαχωρισμό σε «Μεταρρυθμιστές» και «Αντιμεταρρυθμιστές» [5]. Βασιζόμενοι σε αυτήν την θεωρητική τομή θα ασχοληθούμε με το λεγόμενο «Αντιμνημονιακό Μέτωπο» και τις πολιτικές δυνάμεις που το απαρτίζουν αρχής γενομένης της κρίσης αλλά και ενόψει των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου.
2010-2011: Η ψήφιση του πακέτου βοήθειας από το μηχανισμό στήριξης (ΕΚΤ, ΕΕ,ΔΝΤ) το 2010 έθεσε το πρώτο διαχωρισμό μεταξύ «Μνημονιακών» και «Αντιμνημονιακών» δυνάμεων: στο πρώτο μπλοκ εντάσσονταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο ΛΑΟΣ και η νεοϊδρυθείσα ΔΗ.ΣΥ. με τον αντίποδα να αποτελείται από τη ΝΔ, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ που αντιδρούσαν έντονα στη ψήφιση του «Μνημονίου», όπως κατέληξε να αποκαλείται συνοπτικά το πακέτο στήριξης. Μέχρι και τα τέλη του 2011, ο παραπάνω διαχωρισμός θα βρίσκεται σε ισχύ με βασικό πόλο του αντιμνημονιακού μετώπου τη ΝΔ, η οποία σε συνδυασμό με τη πρόσφατη εκλογή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία, θα τείνει ολοένα και περισσότερο προς μια λαϊκιστική ρητορική [6] προκειμένου να συσπειρώσει γύρω της τη λαϊκή δυσφορία που προκαλούσαν τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι προσπάθειες της κομματικής ηγεσίας της ΝΔ να πείσει ως μια αντιμνημονιακή δύναμη κατέρρευσαν ολοκληρωτικά μετά τη σύμπραξη του κόμματος στη κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό το Λουκά Παπαδήμο, πράγμα που οδήγησε σε κενό ηγεσίας του αντιμνημονιακού μετώπου και ταυτόχρονα στην ανάγκη δημιουργίας μιας πολιτικής δύναμης ικανής να αναλάβει αυτό το ρόλο.
2012- 2015: Την απάντηση στο παραπάνω προβληματισμό την έδωσαν οι «κρίσιμες» εκλογές της 6ης Μαϊου [7] που αποτύπωσαν σε εκλογικό επίπεδο την αναδιάρθρωση των πολιτικών δυνάμεων. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με ποσοστό 16% απέδειξε πως μετά από πέντε μήνες που μεσολάβησαν από το σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου, οι πολίτες ανέδειξαν το ΣΥΡΙΖΑ στην κύρια θέση του αντιμνημονιακού μετώπου και επιβεβαίωσαν αυτή την επιλογή τους στις επαναληπτικές εκλογές της 17 Ιουνίου του ίδιου έτους [8]. Παράλληλα, το αντιμνημονιακό μέτωπο ενισχύθηκε και από τους ΑΝΕΛ, ένα ακροδεξιό κόμμα που προερχόταν κυρίως από το κομμάτι της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς» της ΝΔ. Η αντίθεση στο Μνημόνιο αποτέλεσε τη βασική συνιστώσα και των δύο κομμάτων, γεγονός που εκφράστηκε μέσω μιας λαϊκιστικής ρητορικής (διαφορετικής μορφής από το εκάστοτε κόμμα). Με τη σειρά της, αυτή η ρητορική λειτούργησε προς όφελος της ενίσχυσης του αντιμνημονιακού μετώπου κατά τη περίοδο της τρικομματικής διακυβέρνησης και μετέπειτα δικομματικής (αποτελούμενες από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα), ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω του λαϊκισμού του θα καταφέρει να επηρεάσει θετικά το εκλογικό σώμα και να αποδείξει πως αποτελεί την εναλλακτική λύση, όχι μόνο σε επίπεδο κομματικής προτίμησης, αλλά και σε οικονομικό επίπεδο, καθώς πρότεινε μια βιώσιμη αντιμνημονιακή λύση. Απόρροια αυτής της διεργασίας αποτέλεσε η ανέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ στη πρώτη θέση [9], όπου μαζί με τους ΑΝΕΛ σχημάτισαν τη πρώτη κυβέρνηση που αποτελούνταν από αντιμνημονιακά κόμματα, θέτοντας αυτομάτως ένα τμήμα του αντιμνημονιακού μετώπου σε θέση εξουσίας.
2015: Αναπόφευκτα, το κυβερνητικό έργο των δύο κομμάτων θα ήταν ιδιαίτερα δυσχερές από τη στιγμή που πρωτεύον στόχος τους ήταν η κατάργηση του Μνημονίου. Στη πράξη μια τέτοια ενέργεια απέβη μη- υλοποιήσιμη, πράγμα που επιβεβαίωσε την άρρηκτη σχέση Ευρώπη-Ευρώ-Μνημόνιο-Μεταρρυθμίσεις. Πιο απλά: για να μπορέσει η χώρα να παραμείνει στο Ευρώ και στην Ευρώπη [10] έπρεπε να ακολουθήσει το μονόδρομο του Μνημονίου και να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων. Σε αυτό ακριβώς το σημείο συμπυκνώθηκαν όλες οι δυσκολίες της νεοσυσταθείσας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η προσπάθεια αποδέσμευσης του Μνημονίου από τις επιμέρους συνιστώσες που προαναφέραμε, οδήγησε σε μια κυβέρνηση που προσπαθούσε να μείνει στην Ε.Ε., να παραμείνει στο ενιαίο νόμισμα, να κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, χωρίς όμως να εφαρμόσει το Μνημόνιο, γεγονός που θόλωσε τη διαιρετική τομή «Μνημόνιο- Αντιμνημόνιο». Η απόδειξη της ματαιότητας της παραπάνω προσπάθειας αποτυπώθηκε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και στη ριζική αλλαγή στάσης της κυβέρνησης που κατέληξε να υπογράψει ένα τρίτο Μνημόνιο από κοινού με τα λεγόμενα «φιλοευρωπαϊκά» κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ποια είναι όμως τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε και τι δηλώνουν αυτά για την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση; Αρχικά η κύρια διαιρετική τομή επανέρχεται ακέραια στο πολιτικό προσκήνιο, με το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ να εισέρχονται ουσιαστικά στο λεγόμενο «μνημονιακό στρατόπεδο». Σε αντίθεση με δημοσκοπήσεις που δείχνουν πως η διαιρετική τομή «Μνημόνιο- Αντιμνημόνιο» δεν έχει σημασία για ένα μέρος των πολιτών, η παραπάνω τομή εξακολουθεί να έχει βαρύνοντα ρόλο στην πολιτική ζωή και να καθορίζει τη πολιτική συμμετοχή, τις πορείες διαμαρτυρίας και την εκλογική συμπεριφορά. Το καλύτερο παράδειγμα που δείχνει τη καίρια σημασία της παραπάνω τομής, είναι οι συγκεντρώσεις υπέρ του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Παρόλο που το δίλλημα του δημοψηφίσματος δεν ήταν ακριβώς το «ναι» ή «όχι» στο Μνημόνιο, η αντιπαράθεση έλαβε αυτόν ακριβώς το χαρακτήρα, δηλαδή είτε την αντίθεση απέναντι στο Μνημόνιο η τη συνέχεια της εφαρμογής του. Η μαζική συμμετοχή ενάντια σε επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας απλώς επιβεβαιώνει πως η τομή «Μνημόνιο- Αντιμνημόνιο» βρίσκεται ακόμη σε ισχύ ακόμη και στη προεκλογική περίοδο, με τη μόνη διαφορά πως ο λαός του «ΌΧΙ» πλέον δεν εκπροσωπείται πολιτικά από κάποια μεγάλη δύναμη μετά τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Οι πολιτικοί φορείς που αντιτίθενται στο Μνημόνιο υπάρχουν και μπορούν να καλύψουν το κενό εκπροσώπησης χωρίς αυτό φυσικά να αποτρέπει την ανάδυση νέων πολιτικών δυνάμεων. Ποιες όμως είναι οι δυνάμεις που ανήκουν στο αντιμνημονιακό μέτωπο; Σε αυτές πλέον κατατάσσονται ο ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΕΠΑΜ, το ΚΚΕ και ο νέος κομματικός φορέας ΛΑΕ ως οι μόνες πολιτικές αντιμνημονιακές δυνάμεις. Ωστόσο, μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, καμία δεν έχει καταφέρει να αναδειχθεί σε βασικό πόλο του μετώπου (πράγμα που θα αποδειχθεί ξεκάθαρα μόνο μετά το εκλογικό αποτέλεσμα) και καμία επίσης δεν έχει δείξει έντονα στοιχεία λαϊκισμού στο βαθμό τουλάχιστον που έδειξαν οι προηγούμενες πολιτικές δυνάμεις ως προμετωπίδες του αντιμνημονιακού μετώπου. Ίσως να είναι και αυτός ένας βασικός αν όχι ο κύριος παράγοντας που αυτές οι εκλογές είναι αρκετά απρόβλεπτες και ως προς το αποτέλεσμα, αλλά και ως προς την επόμενη μέρα σε παρόμοιο βαθμό με τις εκλογές της 6ης Μαϊου 2012. Πάντως, αυτό που είναι ξεκάθαρο εδώ και αρκετό καιρό, είναι πως μετά το 2010 ολόκληρη η πολιτική ζωή εξελίσσεται πάνω στη τομή που έχουμε παραθέσει. Ο λαός που αντιτίθεται απέναντι στο Μνημόνιο επίσης υπάρχει και ο μόνος ευμετάβλητος παράγοντας είναι ο πολιτικός φορέας εκπροσώπησης των αντιμνημονιακών αιτημάτων. Επομένως, ο τερματισμός της λιτότητας, ήτοι η εφαρμογή του Μνημονίου, παραμένει ένα επίκαιρο αίτημα που θα συνεχίζει να κερδίζει έδαφος και φυσικά θα προκύπτουν και οι ανάλογες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα έχουν ως στόχο την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής και θα αγωνίζονται μέχρι την εκπλήρωση αυτού του στόχου.
Σημειώσεις:
[1] Συγκεκριμένα μέσα από την έρευνα που διεξήχθη σε συλλογικό επίπεδο διαπιστώθηκε πως οι άξονες πάνω στους οποίους τοποθετούνταν το εκλογικό σώμα ήταν σταθεροί ήδη από τη δεκαετία του 1920 με ελάχιστες διακυμάνσεις. Για περισσότερα δείτε το κομβικής σημασίας έργο S.M. Lipset- St. Rokkan (επιμ.), Party Systems and Voter Alignments, Free Press, New York, 1967.
[2] Ηλίας Νικολακόπουλος, Η Καχεκτική Δημοκρατία. Κόμματα και Εκλογές 1946-1967, Πατάκη, Αθήνα, 2001.
[3] Μοσχονάς Γ., Η διαιρετική τομή Δεξιάς-Αντιδεξιάς στη Μεταπολίτευση (1974-1990). Το περιεχόμενο της τομής και όψεις της στρατηγικής των κομμάτων του «αντιδεξιού υποσυστήματος», στο Δεμερτζής Ν., επιμ., Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1994.
[4] Γιάννης Βούλγαρης- Ηλίας Νικολακόπουλος, «Εισαγωγή: ο εκλογικός σεισμός του 2012», στο Γιάννης Βούλγαρης- Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), 2012. Ο διπλός εκλογικός σεισμός, Θεμέλιο, Αθήνα, 2014.
[5] Τάκης Παππάς, Λαϊκισμός και Κρίση στην Ελλάδα, Ίκαρος, Αθήνα, 2015.
[6] Γιάννης Λούλης, Που Οδηγείται η Ελλάδα, Καστανιώτη, Αθήνα, 2012.
[7] Αναφέρονται ως κρίσιμες και έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοιες με βάση την ανάλυση του V.O. Key για τις εκλογές οι οποίες έχουν καταλυτικό ρόλο σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο στην ιστορία μιας χώρας. Ο Key παραθέτει ως παράδειγμα αυτής της θεωρίας τις εκλογές στις Η.Π.Α. του 1932 και την άνοδο του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ενώ στην Ελλάδα ως αντίστοιχο παράδειγμα αυτής της θεωρίας θα μπορούσαμε να παραθέσουμε τις εκλογές του 1981. Για περισσότερα σχετικά με τη προαναφερθείσα θεωρία βλ. V.O. Key, «A Theory of Critical Elections», Journal of Politics, τχ. 17, 1955.
[8] Όπου ο ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε το υψηλό ποσοστό για κόμμα της αριστεράς της τάξης του 26,9%.
[9] Με ποσοστό- ρεκόρ για κόμμα της ελληνικής αριστεράς, 36,3%.
[10] Κάτι το οποίο παραμένει αρκετά ασαφές, όπως απέδειξε η κινητοποίηση του «Μένουμε Ευρώπη» στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου. Οι διαδηλωτές σε αυτή τη περίπτωση εννοούσαν περισσότερο την παραμονή στην Ε.Ε. και στο Ευρώ παρά τον προσανατολισμό της χώρας προς τις λεγόμενες «Δυτικές Αξίες», έστω και φιλελεύθερου χαρακτήρα. Η επιπρόσθετη υποστήριξη που έχαιρε η συγκεκριμένη κινητοποίηση από το σύνολο του παλαιού πολιτικού προσωπικού λειτούργησε προς αυτήν την νοηματοδότηση της κινητοποίησης και μάλλον είχε αντίστροφα αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα, όπως έδειξε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Η διαιρετική τομή «Μνημόνιο - Αντιμνημόνιο»: οριοθέτηση, πολιτικές δυνάμεις και ανακατατάξεις στους δύο πυλώνες.
Reviewed by Afterhistory
on
1:39:00 μ.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου