Ένας Οδηγός 12 Βημάτων για τη Κρίση Πολιτικής Υπευθυνότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Της Ντονατέλα Ντέλα Πόρτα
Τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα έχουν από καιρό εκφράσει τη στήριξη τους για μια «Άλλη Ευρώπη». Η σχεδόν καθολική υποστήριξη που έδειξαν στο «ΟΧΙ» του ελληνικού δημοψηφίσματος έναντι της πρότασης της Τρόικας για περαιτέρω πολιτικές λιτότητας, λέει πολλά για την απογοήτευση της οικοδόμηση μιας Ευρώπης από τα κάτω. Συγκεκριμένα, οι διαδηλώσεις κατά της λιτότητας δείχνουν πως η εξέλιξη των ευρωπαϊκών θεσμών κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση: γίνεται δηλαδή όλο και περισσότερο μια Ευρώπη της (οικονομικής) αγοράς, στην οποία θεσμοί που δεν είναι δημοκρατικά υπόλογοι λαμβάνουν αποφάσεις και μετά τις επιβάλλουν με εκβιασμό και φόβο στις επιμέρους κυβερνήσεις και στους ευρωπαίους πολίτες. Η διάγνωση τους συνάδει με πρόσφατες έρευνες σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση που τονίζουν πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κατέληξαν από ένα αρχικό δημοκρατικό έλλειμμα, σε μια κρίση πολιτικής υπευθυνότητας. Εν συντομία υπάρχει μια θεμελιώδης αδυναμία να τεθούν σε εφαρμογή οι αξίες της αδελφοσύνης, της αλληλεγγύης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
1. Η κρίση αντιμετωπίστηκε με λανθασμένο τρόπο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια κρίση δημοσιονομικής ανηθικότητας των χωρών της περιφέρειας.
Στη πραγματικότητα, μόνο η Ελλάδα είχε υψηλό χρέος στην αρχή της κρίσης, ενώ σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, το χρέος προέκυψε από τα οικονομικά σοκ. Οι διάφορες αποφάσεις της Τρόικας, που αποτελείται από αντιπροσώπους θεσμών δανεισμού, συμπεριλαμβανομένης της Ε.Ε., φαίνεται να βασίζονται σε μια προκατειλημμένη (αν όχι ρατσιστική) άποψη για τις χώρες της περιφέρειας ως σπάταλες και αναξιόπιστες.
2. Οι επιλογές της Ε.Ε. για τις πολιτικές λιτότητας έχουν μειώσει τις προοπτικές για ανάπτυξη.
Οι ευρέως εφαρμοζόμενες πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, με στόχο την μείωση των τιμών μέσω περικοπών σε μισθούς και προσλήψεις, υπήρξαν αντιπαραγωγικές, καθώς όχι μόνο τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα παρέμειναν οριακά, αλλά επίσης η ονομαστική ανάπτυξη συμπιέστηκε με αποτέλεσμα ένα διευρυμένο πεσιμισμό που εξαπλώθηκε από τους οίκους αξιολόγησης. Παρομοίως, η ευελιξία στην αγορά εργασίας, μείωσε τα κίνητρα για την αύξηση της παραγωγικότητας.
3. Η δυναμική της κρίσης στη περιφέρεια ενισχύθηκε από την ανισσόροπη αρχιτεκτονική του Ευρώ.
Δεδομένων των μεγάλων διαφορών στο θέμα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, το σύστημα του Ευρώ, αν και βασιζόμενο σε άνισες μεταξύ τους εθνικές οικονομίες, εξακολούθησε να μην έχει ένα όργανο που να ρυθμίζει αυτές τις διαφορές σε περίπτωση κρίσης. Μπορεί, το νόμισμα να είναι ίδιο για όλους αλλά το δημόσιο χρέος παραμένει σε εθνικό επίπεδο. Αυτές οι διαφορές έχουν εντείνει τις ανισότητες, οι οποίες προέκυψαν από την απροθυμία των κρατών μελών να ανεχθούν δημοσιονομικές μεταβιβάσεις που θα στόχευαν στον έλεγχο των ασύμμετρων αναταραχών και της οικονομικής ανομοιογένειας των χωρών που βρίσκονται στην νομισματική ένωση. Κατά τη διάρκεια της κρίσης η διαφοροποίηση στην ανταγωνιστικότητα αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς η συμπίεση των μισθών και η εργασιακή ελαστικότητα μείωσαν την ύπαρξη κινήτρων για επενδύσεις στην παραγωγικότητα.
4. Η κρίση επιδεινώθηκε από τα κράτη-μέλη που στερούνταν τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές δυσκολίες.
Δεν είχαν τις δυνατότητες να υποτιμήσουν τα εθνικά νομίσματα τους, ούτε τη δυνατότητα να βασιστούν στους δικούς τους δανειστές ως τελευταίο μέτρο. Όταν η ζήτηση μειώθηκε στις χώρες της περιφέρειας, ως αποτέλεσμα του περιορισμού της ρευστότητας, τότε το εμπορικό ισοζύγιο θα έπρεπε να ισορροπηθεί μέσω της αύξησης των εξαγωγών, η οποία συνήθως διευκολύνεται από την υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτή η πρακτική δεν ήταν διαθέσιμη στην Ε.Ε. (σε αντίθεση με την περίπτωση της Ισλανδίας), καθώς θα αντιτίθονταν στα συμφέροντα της Γερμανίας ως χώρας εξαγωγών.
5. Η Ε.Ε. έγινε ολοένα και περισσότερο μια Ένωση «από πάνω προς τα κάτω».
Ενώ αυτές οι πολιτικές επιλογές ωθούσαν την Ε.Ε. περισσότερο σε μια κατεύθυνση μιας «Ευρώπης της αγοράς», ταυτόχρονα την ώθησαν και σε μια κατεύθυνση «από πάνω προς τα κάτω». Η χρηματοπιστωτική κρίση πυροδότησε μια κρίση δημοκρατίας. Καταρχάς, η διαχείριση της κρίσης στις χώρες της Ευρωζώνης από την Ε.Ε., αύξησε το δημοκρατικό έλλειμμα και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πράγμα που έγινε μέσα από διάφορους μηχανισμούς.
6. Η κρίση αντιμετωπίστηκε με την επιβολή πολιτικών αποφάσεων προερχόμενων από μη εκλεγμένους θεσμούς.
Παρόλο που επίσημα οι εθνικές κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες για την χάραξη πολιτικής, ουσιαστικά έχουν χάσει την ικανότητα να επιλέξουν εναλλακτικές επιλογές και έχουν εξαναγκασθεί να εφαρμόσουν μη δημοφιλή μέτρα λιτότητας. Η επιβολή όρων αποδυνάμωσε την εθνική δημοκρατία και κυριαρχία. Όπως τα προγράμματα δομικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν από διεθνείς δανειστές στον νότο σε παγκόσμιο επίπεδο, έτσι και τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που υπέγραψαν η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος με αντάλλαγμα δάνεια και η Ιταλία και η Ισπανία που εξωθήθηκαν να υιοθετήσουν προκειμένου να αποφύγουν την επιβολή κυρώσεων, αναμένονται να αποφέρουν τα ίδια απογοητευτικά αποτελέσματα.
7. Οι αποπληθωριστικές πολιτικές είναι ενσωματωμένες στην αρχιτεκτονική της Ε.Ε., πράγμα που περιορίζει την δυνατότητα επιλογής διαφορετικών πολιτικών σε εγχώριο επίπεδο.
Οι αποπληθωριστικές πολιτικές αντανακλούσαν ένα σύστημα της Ευρωζώνης, στο οποίο το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προωθούσε την δημοσιονομική αυστηρότητα ήδη από την Συμφωνία του Μάαστριχτ. Οι αποπληθωριστικές πολιτικές έχουν πράγματι καταστρέψει τη δυνατότητα για ανάπτυξη σε χώρες όπως οι Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία, καθώς όχι μόνο δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμα τους, αλλά αυτές οι πολιτικές έχουν επιτείνει την περαιτέρω σμίκρυνση των αγορών αυτών των χωρών μέσα από περικοπές σε μισθούς και εργασιακά δικαιώματα.
8. Η Ε.Ε. έχει περιορίσει τον δημοκρατικό διάλογο μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης
Σε πολιτικό επίπεδο, η Ε.Ε. έχει πετύχει μια αδιαμφισβήτητη υποστήριξη σχετικά τις δικές τις πολιτικές στις αδύναμες οικονομίες. Συχνά εξαναγκάζει –σε κάποιες περιπτώσεις επίσημα με δανεισμό υπό όρους, σε κάποιες περιπτώσεις ανεπίσημα με διάφορους τρόπους πιέσεων- κόμματα που βρίσκονται στη κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση να υποστηρίξουν αυτές τις πολιτικές. Αυτό συνέβη με την Ισπανία όταν το PSOE που ήταν στην κυβέρνηση αντιμετώπισε την κρίση το 2008 με επενδύσεις, αλλά πολύ γρήγορα εξωθήθηκε προς την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τη λιτότητα. Στη Πορτογαλία ζήτησαν ρητά από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να υπογράψουν τρία πακέτα λιτότητας. Στην Ιρλανδία μετά την εκλογική ήττα του Fianna Fail (που έπεσε από τις 77 έδρες στις 20) οι ίδιες πολιτικές εφαρμόστηκαν από ένα νέο κυβερνητικό σχηματισμό, συναποτελούμενο από το Fine Gail και τους Εργατικούς. Στην Ελλάδα μετά τη νίκη των σοσιαλιστών το 2009, οι υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ για την αύξηση της κοινωνικής ασφάλισης παρέμειναν ανεκπλήρωτες και η κυβέρνηση του αντικαταστάθηκε από μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, η οποία με την υποστήριξη ενός ευρύ σχηματισμού είχε ως στόχο να εφαρμόσει τις πολιτικές λιτότητας που απαιτούσαν το ΔΝΤ και η Ε.Ε.
Στην Ιταλία που άργησε να εμφανιστεί η κρίση χρέους, η κεντροαριστερά αρχικά υποστήριξε το κρίσιμο πακέτο λιτότητας της κεντροδεξιάς κυβέρνησης. Μετά υποστήριξε (μαζί με την κεντροδεξιά) μια νέα κυβέρνηση που έθεσε σε εφαρμογή τους στόχους της Ε.Ε. για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας που είχαν καταγραφεί σε ένα υποτιθέμενο εμπιστευτικό γράμμα από τους επερχόμενους και απερχόμενους προέδρους της ΕΚΤ.
Ενώ τα πολιτικά αποτελέσματα διέφεραν ως ένα βαθμό κατά τη πρώτη φάση της κρίσης, το κύριο συμπέρασμα από την παρέμβαση της Ε.Ε. είναι πως παρέκαμψε τις διαφορές στην άσκηση πολιτικής μεταξύ δεξιάς και αριστεράς και κατ’ επέκταση την δημοκρατική δυναμική μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Ακόμη και αν η κρίση προκαλούσε ήττες των κομμάτων που βρίσκονταν στην κυβέρνηση και πρόωρες εκλογές στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν θα παρέμεναν απαράλλακτες. Για την ακρίβεια, μεγάλοι συνασπισμοί και τεχνοκρατικές κυβερνήσεις κλήθηκαν να αναλάβουν.
9. Η Ε.Ε. εισήγαγε πολιτικές απελευθέρωσης που αύξησαν την δύναμη των αγορών έναντι των κρατών και του (χρηματιστηριακού) κεφαλαίου έναντι των εργατών.
Η μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας κατά τη διάρκεια της κρίσης μπορεί να ερμηνευτεί ως παράδειγμα απελευθέρωσης, δηλαδή την εξάπλωση της λογικής της αγοράς σε τομείς που διευθετούνταν μέχρι πρότινος μέσω πολιτικών αποφάσεων. Με την αποδυνάμωση των εργατών, και στη φιλελεύθερη αγορά αλλά και στο συντεταγμένο καπιταλισμό της αγοράς, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η μείωση των μισθών παρουσιάζονταν ως οι μόνες επιλογές για την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας που βρίσκονταν και σε συμφωνία με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, όπως αυτοί επεβλήθησαν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
10. Η Ε.Ε. έχει ενδυναμώσει την εγχώρια δύναμη συγκεκριμένων ομάδων και τάξεων που προωθούν αντι-εργατικές πολιτικές.
Οι πολιτικές της Ε.Ε. έχουν αποδυναμώσει τα συνδικάτα, τα οποία χειραγωγήθηκαν- και επέτρεψαν τα ίδια να χειραγωγηθούν- να υπογράψουν κορπορατιστικές συμφωνίες, ευρισκόμενα σε μια κατάσταση αδυναμίας. Όταν τα συνδικάτα δεν μπορούσαν να πεισθούν ώστε να δεχθούν τα μέτρα λιτότητας, η επιλογή της Ε.Ε. ήταν να δράσει εναντίον τους. Οι κοινωνικές συμφωνίες που συνετάχθησαν (όπως αυτή για την μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό στην Ισπανία τον Φεβρουάριο του 2011, ή στην Ιρλανδία η συμφωνία που έγινε με τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα ονόματι Croke Park το 2010) ήταν συμφωνίες με ευνοϊκούς όρους που αποδυνάμωσαν περαιτέρω τα συνδικάτα, έτσι ώστε ακόμη και αν οι επιπτώσεις στο εκλογικό επίπεδο ήταν ως ένα βαθμό περιορισμένες, πήραν πολύ περιορισμένες παραχωρήσεις από άποψη πολιτικής, όπως επίσης και δέσμευσης συνεργασίας για το μέλλον. Όταν τα συνδικάτα διαφωνούσαν με τις πολιτικές λιτότητας, η Ε.Ε. πίεζε ώστε να εφαρμοστούν τα μέτρα μονομερώς.
11. Η Ε.Ε. μείωσε την ευθύνη των κοινοβουλίων απέναντι στο εκλογικό σώμα μεταφέροντας την ισχύ τους σε εκτελεστικές και ανεξάρτητες αρχές.
Οι κλειστοί, αυτοτροφοδοτούμενοι και ανέλεγκτοι υπεύθυνοι για τις λήψεις αποφάσεων είδαν την δύναμη τους να αυξάνεται κατά τη διάρκεια της κρίσης, συμπεριλαμβανομένων και των γραφειοκρατών της ΕΚΤ. Υπό αυτήν την άποψη, το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε. ενισχύεται από το γεγονός πως οι επίσημοι και ανεπίσημοι θεσμοί της Ε.Ε. δεν είναι πουθενά υπόλογοι και μάλιστα θέτουν ευθέως προκλήσεις απέναντι στις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις σε εγχώριο επίπεδο. Η επίσης ασύδοτη ΕΚΤ έχει μια συνεχώς αυξανόμενη, αυτοδύναμη εξουσία να αποφασίζει πότε να παράγει καινούργιο χρήμα και με βάση ποιες συνθήκες να το αναδιανέμει, μαζί με τη δυνατότητα να χειραγωγεί τον πανικό των αγορών και τους φόβους των πολιτών με στόχο να επιβάλει την πολιτική της.
12. Η δημοσιονομική αυτονομία και η εθνική κυριαρχία έχουν μειωθεί δραματικά μέσω των νέων θεσμών της Ε.Ε. που επιβάλουν την δημοσιονομική αξιοπιστία.
Οι πρόσφατες αλλαγές στη διαχείριση της κρίσης έχουν αυξήσει το δημοκρατικό έλλειμμα όχι μόνο στην Ε.Ε. αλλά και στα κράτη-μέλη, με την επιβολή πολιτικών κυκλικού χαρακτήρα και μάλιστα με πιο αυστηρό τρόπο απ’ ότι με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Η ικανότητα των ευρωπαϊκών θεσμών να εφαρμόσουν αποφάσεις χωρίς καμιά λογοδοσία έχει αυξηθεί δραματικά κατά την περίοδο της κρίσης. Στο επίπεδο της Ε.Ε. έχουν τεθεί αυξημένοι έλεγχοι από το Πακέτο-6, από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και από το Πακέτο-2. Ήδη από το 1997, το ΣΣΑ τροφοδότησε μια διαδικασία συντονισμού πολιτικών, έτσι ώστε η Ε.Ε. να μπορεί να επιβάλει διορθωτικούς μηχανισμούς σε περίπτωση απόκλισης από τις προσταγές της ΟΝΕ με περιορισμούς ειδικά στις δημόσιες δαπάνες. Αυτό επιδεινώθηκε από το γεγονός πως η διακυβέρνηση της ΟΝΕ αποκεντρώνεται σταδιακά σε οικονομικά προσανατολιζόμενους δρώντες, όπως η Κομισιόν, το ECOFIN, το Συμβούλιο για Οικονομικά και Χρηματιστηριακά Θέματα και η ΕΚΤ, τα οποία λειτουργούν με βάση ένα μονεταριστικό παράδειγμα, ζητώντας την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και περικοπές σε συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη.
Η αναποτελεσματικότητα του ΣΣΑ αποδόθηκε στην αδυναμία του να επιβάλει αυτές τις πολιτικές, αλλά στην διάρκεια της κρίσης αναπτύχθηκαν νέα και πιο αυστηρά όργανα. Αρχικά το Δεκέμβρη του 2011, το Πακέτο-6 αύξησε τη δύναμη και την εμβέλεια της επιτήρησης, όπως επίσης και τις πιθανές κυρώσεις για όλα τα κράτη-μέλη και ακόμη πιο αυστηρά για τα μέλη της Ευρωζώνης. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που τέθηκε σε εφαρμογή το 2012 είναι ακόμη περισσότερο δεσμευτικό για τις χώρες του Ευρώ, καθώς απαιτεί τα κράτη-μέλη να δίνουν αναφορά για το εθνικό τους χρέος και στη Κομισιόν και στο Συμβούλιο. Τέλος, το Πακέτο-2 που εφαρμόστηκε το Μάιο του 2013, είχε περαιτέρω ειδικούς σκοπούς για την πολιτική των προϋπολογισμών, δημιουργώντας υψηλούς μηχανισμούς επιτήρησης και επιβολής με την προϋπόθεση πως τα εκάστοτε κράτη-μέλη θα στέλνουν εκ των προτέρων τις προτάσεις τους για τον προϋπολογισμό, ώστε να έχουν μια πρώτη έγκριση από την Ε.Ε. και το Eurogroup. Όλα αυτά τα όργανα έβαλαν πρωτοφανείς περιορισμούς στις δαπάνες για τις κοινωνικές δαπάνες.
Αυτές οι εξελίξεις δεν έχουν επηρεάσει απλώς τα κοινωνικά κινήματα στην εποχή της λιτότητας, αλλά κινδυνεύουν να παραμείνουν μόνιμες προκλήσεις για το μέλλον. Παρόλο που τα προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής είχαν ένα χρονικό όριο, η στροφή των θεσμών της Ε.Ε. που είναι όλο και περισσότερο προσανατολισμένοι προς την αγορά και λιγότερο προς την δημοκρατία, έχει ενσωματωθεί μέσα στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που έχουν μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Εάν πριν 15 χρόνια η Ε.Ε. παρουσίαζε ένα μείγμα ευκαιριών αλλά και απειλών για τα κοινωνικά κινήματα, τώρα και για το κοντινό μέλλον οι θεσμοί της Ε.Ε. έχουν καταλήξει περισσότερο να λειτουργούν ως αναπόφευκτος στόχος των πυρών των κινημάτων παρά ως πιθανοί σύμμαχοι. Ενώ στην αρχή της μεγάλης ύφεσης οι διαδηλώσεις ενάντια στην λιτότητα εντοπίζονταν στο εγχώριο επίπεδο δηλαδή σε κάθε χώρα χωριστά, οι πρόσφατες δραματικές περιπέτειες που σχετίζονται με την ελληνική κρίση και το ρόλο της Ε.Ε. σε αυτήν, φανερώνει πως για τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα η δυσκολία και ταυτόχρονα η απαραίτητη αναγκαιότητα, έγκειται στο γεγονός της συλλογικής δράσης που να ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα και να αγγίζει ολόκληρη την Ευρώπη.
Μετάφραση: Λάζαρος Καραβασίλης
Πηγή: Open Democracy
Τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα έχουν από καιρό εκφράσει τη στήριξη τους για μια «Άλλη Ευρώπη». Η σχεδόν καθολική υποστήριξη που έδειξαν στο «ΟΧΙ» του ελληνικού δημοψηφίσματος έναντι της πρότασης της Τρόικας για περαιτέρω πολιτικές λιτότητας, λέει πολλά για την απογοήτευση της οικοδόμηση μιας Ευρώπης από τα κάτω. Συγκεκριμένα, οι διαδηλώσεις κατά της λιτότητας δείχνουν πως η εξέλιξη των ευρωπαϊκών θεσμών κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση: γίνεται δηλαδή όλο και περισσότερο μια Ευρώπη της (οικονομικής) αγοράς, στην οποία θεσμοί που δεν είναι δημοκρατικά υπόλογοι λαμβάνουν αποφάσεις και μετά τις επιβάλλουν με εκβιασμό και φόβο στις επιμέρους κυβερνήσεις και στους ευρωπαίους πολίτες. Η διάγνωση τους συνάδει με πρόσφατες έρευνες σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση που τονίζουν πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κατέληξαν από ένα αρχικό δημοκρατικό έλλειμμα, σε μια κρίση πολιτικής υπευθυνότητας. Εν συντομία υπάρχει μια θεμελιώδης αδυναμία να τεθούν σε εφαρμογή οι αξίες της αδελφοσύνης, της αλληλεγγύης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
1. Η κρίση αντιμετωπίστηκε με λανθασμένο τρόπο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια κρίση δημοσιονομικής ανηθικότητας των χωρών της περιφέρειας.
Στη πραγματικότητα, μόνο η Ελλάδα είχε υψηλό χρέος στην αρχή της κρίσης, ενώ σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, το χρέος προέκυψε από τα οικονομικά σοκ. Οι διάφορες αποφάσεις της Τρόικας, που αποτελείται από αντιπροσώπους θεσμών δανεισμού, συμπεριλαμβανομένης της Ε.Ε., φαίνεται να βασίζονται σε μια προκατειλημμένη (αν όχι ρατσιστική) άποψη για τις χώρες της περιφέρειας ως σπάταλες και αναξιόπιστες.
2. Οι επιλογές της Ε.Ε. για τις πολιτικές λιτότητας έχουν μειώσει τις προοπτικές για ανάπτυξη.
Οι ευρέως εφαρμοζόμενες πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, με στόχο την μείωση των τιμών μέσω περικοπών σε μισθούς και προσλήψεις, υπήρξαν αντιπαραγωγικές, καθώς όχι μόνο τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα παρέμειναν οριακά, αλλά επίσης η ονομαστική ανάπτυξη συμπιέστηκε με αποτέλεσμα ένα διευρυμένο πεσιμισμό που εξαπλώθηκε από τους οίκους αξιολόγησης. Παρομοίως, η ευελιξία στην αγορά εργασίας, μείωσε τα κίνητρα για την αύξηση της παραγωγικότητας.
3. Η δυναμική της κρίσης στη περιφέρεια ενισχύθηκε από την ανισσόροπη αρχιτεκτονική του Ευρώ.
Δεδομένων των μεγάλων διαφορών στο θέμα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, το σύστημα του Ευρώ, αν και βασιζόμενο σε άνισες μεταξύ τους εθνικές οικονομίες, εξακολούθησε να μην έχει ένα όργανο που να ρυθμίζει αυτές τις διαφορές σε περίπτωση κρίσης. Μπορεί, το νόμισμα να είναι ίδιο για όλους αλλά το δημόσιο χρέος παραμένει σε εθνικό επίπεδο. Αυτές οι διαφορές έχουν εντείνει τις ανισότητες, οι οποίες προέκυψαν από την απροθυμία των κρατών μελών να ανεχθούν δημοσιονομικές μεταβιβάσεις που θα στόχευαν στον έλεγχο των ασύμμετρων αναταραχών και της οικονομικής ανομοιογένειας των χωρών που βρίσκονται στην νομισματική ένωση. Κατά τη διάρκεια της κρίσης η διαφοροποίηση στην ανταγωνιστικότητα αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς η συμπίεση των μισθών και η εργασιακή ελαστικότητα μείωσαν την ύπαρξη κινήτρων για επενδύσεις στην παραγωγικότητα.
4. Η κρίση επιδεινώθηκε από τα κράτη-μέλη που στερούνταν τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές δυσκολίες.
Δεν είχαν τις δυνατότητες να υποτιμήσουν τα εθνικά νομίσματα τους, ούτε τη δυνατότητα να βασιστούν στους δικούς τους δανειστές ως τελευταίο μέτρο. Όταν η ζήτηση μειώθηκε στις χώρες της περιφέρειας, ως αποτέλεσμα του περιορισμού της ρευστότητας, τότε το εμπορικό ισοζύγιο θα έπρεπε να ισορροπηθεί μέσω της αύξησης των εξαγωγών, η οποία συνήθως διευκολύνεται από την υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτή η πρακτική δεν ήταν διαθέσιμη στην Ε.Ε. (σε αντίθεση με την περίπτωση της Ισλανδίας), καθώς θα αντιτίθονταν στα συμφέροντα της Γερμανίας ως χώρας εξαγωγών.
5. Η Ε.Ε. έγινε ολοένα και περισσότερο μια Ένωση «από πάνω προς τα κάτω».
Ενώ αυτές οι πολιτικές επιλογές ωθούσαν την Ε.Ε. περισσότερο σε μια κατεύθυνση μιας «Ευρώπης της αγοράς», ταυτόχρονα την ώθησαν και σε μια κατεύθυνση «από πάνω προς τα κάτω». Η χρηματοπιστωτική κρίση πυροδότησε μια κρίση δημοκρατίας. Καταρχάς, η διαχείριση της κρίσης στις χώρες της Ευρωζώνης από την Ε.Ε., αύξησε το δημοκρατικό έλλειμμα και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πράγμα που έγινε μέσα από διάφορους μηχανισμούς.
6. Η κρίση αντιμετωπίστηκε με την επιβολή πολιτικών αποφάσεων προερχόμενων από μη εκλεγμένους θεσμούς.
Παρόλο που επίσημα οι εθνικές κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες για την χάραξη πολιτικής, ουσιαστικά έχουν χάσει την ικανότητα να επιλέξουν εναλλακτικές επιλογές και έχουν εξαναγκασθεί να εφαρμόσουν μη δημοφιλή μέτρα λιτότητας. Η επιβολή όρων αποδυνάμωσε την εθνική δημοκρατία και κυριαρχία. Όπως τα προγράμματα δομικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν από διεθνείς δανειστές στον νότο σε παγκόσμιο επίπεδο, έτσι και τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που υπέγραψαν η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος με αντάλλαγμα δάνεια και η Ιταλία και η Ισπανία που εξωθήθηκαν να υιοθετήσουν προκειμένου να αποφύγουν την επιβολή κυρώσεων, αναμένονται να αποφέρουν τα ίδια απογοητευτικά αποτελέσματα.
7. Οι αποπληθωριστικές πολιτικές είναι ενσωματωμένες στην αρχιτεκτονική της Ε.Ε., πράγμα που περιορίζει την δυνατότητα επιλογής διαφορετικών πολιτικών σε εγχώριο επίπεδο.
Οι αποπληθωριστικές πολιτικές αντανακλούσαν ένα σύστημα της Ευρωζώνης, στο οποίο το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προωθούσε την δημοσιονομική αυστηρότητα ήδη από την Συμφωνία του Μάαστριχτ. Οι αποπληθωριστικές πολιτικές έχουν πράγματι καταστρέψει τη δυνατότητα για ανάπτυξη σε χώρες όπως οι Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία, καθώς όχι μόνο δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμα τους, αλλά αυτές οι πολιτικές έχουν επιτείνει την περαιτέρω σμίκρυνση των αγορών αυτών των χωρών μέσα από περικοπές σε μισθούς και εργασιακά δικαιώματα.
8. Η Ε.Ε. έχει περιορίσει τον δημοκρατικό διάλογο μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης
Σε πολιτικό επίπεδο, η Ε.Ε. έχει πετύχει μια αδιαμφισβήτητη υποστήριξη σχετικά τις δικές τις πολιτικές στις αδύναμες οικονομίες. Συχνά εξαναγκάζει –σε κάποιες περιπτώσεις επίσημα με δανεισμό υπό όρους, σε κάποιες περιπτώσεις ανεπίσημα με διάφορους τρόπους πιέσεων- κόμματα που βρίσκονται στη κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση να υποστηρίξουν αυτές τις πολιτικές. Αυτό συνέβη με την Ισπανία όταν το PSOE που ήταν στην κυβέρνηση αντιμετώπισε την κρίση το 2008 με επενδύσεις, αλλά πολύ γρήγορα εξωθήθηκε προς την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τη λιτότητα. Στη Πορτογαλία ζήτησαν ρητά από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να υπογράψουν τρία πακέτα λιτότητας. Στην Ιρλανδία μετά την εκλογική ήττα του Fianna Fail (που έπεσε από τις 77 έδρες στις 20) οι ίδιες πολιτικές εφαρμόστηκαν από ένα νέο κυβερνητικό σχηματισμό, συναποτελούμενο από το Fine Gail και τους Εργατικούς. Στην Ελλάδα μετά τη νίκη των σοσιαλιστών το 2009, οι υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ για την αύξηση της κοινωνικής ασφάλισης παρέμειναν ανεκπλήρωτες και η κυβέρνηση του αντικαταστάθηκε από μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, η οποία με την υποστήριξη ενός ευρύ σχηματισμού είχε ως στόχο να εφαρμόσει τις πολιτικές λιτότητας που απαιτούσαν το ΔΝΤ και η Ε.Ε.
Στην Ιταλία που άργησε να εμφανιστεί η κρίση χρέους, η κεντροαριστερά αρχικά υποστήριξε το κρίσιμο πακέτο λιτότητας της κεντροδεξιάς κυβέρνησης. Μετά υποστήριξε (μαζί με την κεντροδεξιά) μια νέα κυβέρνηση που έθεσε σε εφαρμογή τους στόχους της Ε.Ε. για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας που είχαν καταγραφεί σε ένα υποτιθέμενο εμπιστευτικό γράμμα από τους επερχόμενους και απερχόμενους προέδρους της ΕΚΤ.
Ενώ τα πολιτικά αποτελέσματα διέφεραν ως ένα βαθμό κατά τη πρώτη φάση της κρίσης, το κύριο συμπέρασμα από την παρέμβαση της Ε.Ε. είναι πως παρέκαμψε τις διαφορές στην άσκηση πολιτικής μεταξύ δεξιάς και αριστεράς και κατ’ επέκταση την δημοκρατική δυναμική μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Ακόμη και αν η κρίση προκαλούσε ήττες των κομμάτων που βρίσκονταν στην κυβέρνηση και πρόωρες εκλογές στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν θα παρέμεναν απαράλλακτες. Για την ακρίβεια, μεγάλοι συνασπισμοί και τεχνοκρατικές κυβερνήσεις κλήθηκαν να αναλάβουν.
9. Η Ε.Ε. εισήγαγε πολιτικές απελευθέρωσης που αύξησαν την δύναμη των αγορών έναντι των κρατών και του (χρηματιστηριακού) κεφαλαίου έναντι των εργατών.
Η μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας κατά τη διάρκεια της κρίσης μπορεί να ερμηνευτεί ως παράδειγμα απελευθέρωσης, δηλαδή την εξάπλωση της λογικής της αγοράς σε τομείς που διευθετούνταν μέχρι πρότινος μέσω πολιτικών αποφάσεων. Με την αποδυνάμωση των εργατών, και στη φιλελεύθερη αγορά αλλά και στο συντεταγμένο καπιταλισμό της αγοράς, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η μείωση των μισθών παρουσιάζονταν ως οι μόνες επιλογές για την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας που βρίσκονταν και σε συμφωνία με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, όπως αυτοί επεβλήθησαν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
10. Η Ε.Ε. έχει ενδυναμώσει την εγχώρια δύναμη συγκεκριμένων ομάδων και τάξεων που προωθούν αντι-εργατικές πολιτικές.
Οι πολιτικές της Ε.Ε. έχουν αποδυναμώσει τα συνδικάτα, τα οποία χειραγωγήθηκαν- και επέτρεψαν τα ίδια να χειραγωγηθούν- να υπογράψουν κορπορατιστικές συμφωνίες, ευρισκόμενα σε μια κατάσταση αδυναμίας. Όταν τα συνδικάτα δεν μπορούσαν να πεισθούν ώστε να δεχθούν τα μέτρα λιτότητας, η επιλογή της Ε.Ε. ήταν να δράσει εναντίον τους. Οι κοινωνικές συμφωνίες που συνετάχθησαν (όπως αυτή για την μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό στην Ισπανία τον Φεβρουάριο του 2011, ή στην Ιρλανδία η συμφωνία που έγινε με τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα ονόματι Croke Park το 2010) ήταν συμφωνίες με ευνοϊκούς όρους που αποδυνάμωσαν περαιτέρω τα συνδικάτα, έτσι ώστε ακόμη και αν οι επιπτώσεις στο εκλογικό επίπεδο ήταν ως ένα βαθμό περιορισμένες, πήραν πολύ περιορισμένες παραχωρήσεις από άποψη πολιτικής, όπως επίσης και δέσμευσης συνεργασίας για το μέλλον. Όταν τα συνδικάτα διαφωνούσαν με τις πολιτικές λιτότητας, η Ε.Ε. πίεζε ώστε να εφαρμοστούν τα μέτρα μονομερώς.
11. Η Ε.Ε. μείωσε την ευθύνη των κοινοβουλίων απέναντι στο εκλογικό σώμα μεταφέροντας την ισχύ τους σε εκτελεστικές και ανεξάρτητες αρχές.
Οι κλειστοί, αυτοτροφοδοτούμενοι και ανέλεγκτοι υπεύθυνοι για τις λήψεις αποφάσεων είδαν την δύναμη τους να αυξάνεται κατά τη διάρκεια της κρίσης, συμπεριλαμβανομένων και των γραφειοκρατών της ΕΚΤ. Υπό αυτήν την άποψη, το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε. ενισχύεται από το γεγονός πως οι επίσημοι και ανεπίσημοι θεσμοί της Ε.Ε. δεν είναι πουθενά υπόλογοι και μάλιστα θέτουν ευθέως προκλήσεις απέναντι στις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις σε εγχώριο επίπεδο. Η επίσης ασύδοτη ΕΚΤ έχει μια συνεχώς αυξανόμενη, αυτοδύναμη εξουσία να αποφασίζει πότε να παράγει καινούργιο χρήμα και με βάση ποιες συνθήκες να το αναδιανέμει, μαζί με τη δυνατότητα να χειραγωγεί τον πανικό των αγορών και τους φόβους των πολιτών με στόχο να επιβάλει την πολιτική της.
12. Η δημοσιονομική αυτονομία και η εθνική κυριαρχία έχουν μειωθεί δραματικά μέσω των νέων θεσμών της Ε.Ε. που επιβάλουν την δημοσιονομική αξιοπιστία.
Οι πρόσφατες αλλαγές στη διαχείριση της κρίσης έχουν αυξήσει το δημοκρατικό έλλειμμα όχι μόνο στην Ε.Ε. αλλά και στα κράτη-μέλη, με την επιβολή πολιτικών κυκλικού χαρακτήρα και μάλιστα με πιο αυστηρό τρόπο απ’ ότι με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Η ικανότητα των ευρωπαϊκών θεσμών να εφαρμόσουν αποφάσεις χωρίς καμιά λογοδοσία έχει αυξηθεί δραματικά κατά την περίοδο της κρίσης. Στο επίπεδο της Ε.Ε. έχουν τεθεί αυξημένοι έλεγχοι από το Πακέτο-6, από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και από το Πακέτο-2. Ήδη από το 1997, το ΣΣΑ τροφοδότησε μια διαδικασία συντονισμού πολιτικών, έτσι ώστε η Ε.Ε. να μπορεί να επιβάλει διορθωτικούς μηχανισμούς σε περίπτωση απόκλισης από τις προσταγές της ΟΝΕ με περιορισμούς ειδικά στις δημόσιες δαπάνες. Αυτό επιδεινώθηκε από το γεγονός πως η διακυβέρνηση της ΟΝΕ αποκεντρώνεται σταδιακά σε οικονομικά προσανατολιζόμενους δρώντες, όπως η Κομισιόν, το ECOFIN, το Συμβούλιο για Οικονομικά και Χρηματιστηριακά Θέματα και η ΕΚΤ, τα οποία λειτουργούν με βάση ένα μονεταριστικό παράδειγμα, ζητώντας την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και περικοπές σε συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη.
Η αναποτελεσματικότητα του ΣΣΑ αποδόθηκε στην αδυναμία του να επιβάλει αυτές τις πολιτικές, αλλά στην διάρκεια της κρίσης αναπτύχθηκαν νέα και πιο αυστηρά όργανα. Αρχικά το Δεκέμβρη του 2011, το Πακέτο-6 αύξησε τη δύναμη και την εμβέλεια της επιτήρησης, όπως επίσης και τις πιθανές κυρώσεις για όλα τα κράτη-μέλη και ακόμη πιο αυστηρά για τα μέλη της Ευρωζώνης. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που τέθηκε σε εφαρμογή το 2012 είναι ακόμη περισσότερο δεσμευτικό για τις χώρες του Ευρώ, καθώς απαιτεί τα κράτη-μέλη να δίνουν αναφορά για το εθνικό τους χρέος και στη Κομισιόν και στο Συμβούλιο. Τέλος, το Πακέτο-2 που εφαρμόστηκε το Μάιο του 2013, είχε περαιτέρω ειδικούς σκοπούς για την πολιτική των προϋπολογισμών, δημιουργώντας υψηλούς μηχανισμούς επιτήρησης και επιβολής με την προϋπόθεση πως τα εκάστοτε κράτη-μέλη θα στέλνουν εκ των προτέρων τις προτάσεις τους για τον προϋπολογισμό, ώστε να έχουν μια πρώτη έγκριση από την Ε.Ε. και το Eurogroup. Όλα αυτά τα όργανα έβαλαν πρωτοφανείς περιορισμούς στις δαπάνες για τις κοινωνικές δαπάνες.
Αυτές οι εξελίξεις δεν έχουν επηρεάσει απλώς τα κοινωνικά κινήματα στην εποχή της λιτότητας, αλλά κινδυνεύουν να παραμείνουν μόνιμες προκλήσεις για το μέλλον. Παρόλο που τα προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής είχαν ένα χρονικό όριο, η στροφή των θεσμών της Ε.Ε. που είναι όλο και περισσότερο προσανατολισμένοι προς την αγορά και λιγότερο προς την δημοκρατία, έχει ενσωματωθεί μέσα στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που έχουν μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Εάν πριν 15 χρόνια η Ε.Ε. παρουσίαζε ένα μείγμα ευκαιριών αλλά και απειλών για τα κοινωνικά κινήματα, τώρα και για το κοντινό μέλλον οι θεσμοί της Ε.Ε. έχουν καταλήξει περισσότερο να λειτουργούν ως αναπόφευκτος στόχος των πυρών των κινημάτων παρά ως πιθανοί σύμμαχοι. Ενώ στην αρχή της μεγάλης ύφεσης οι διαδηλώσεις ενάντια στην λιτότητα εντοπίζονταν στο εγχώριο επίπεδο δηλαδή σε κάθε χώρα χωριστά, οι πρόσφατες δραματικές περιπέτειες που σχετίζονται με την ελληνική κρίση και το ρόλο της Ε.Ε. σε αυτήν, φανερώνει πως για τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα η δυσκολία και ταυτόχρονα η απαραίτητη αναγκαιότητα, έγκειται στο γεγονός της συλλογικής δράσης που να ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα και να αγγίζει ολόκληρη την Ευρώπη.
Μετάφραση: Λάζαρος Καραβασίλης
Πηγή: Open Democracy
Ένας Οδηγός 12 Βημάτων για τη Κρίση Πολιτικής Υπευθυνότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Reviewed by Antonisgal
on
10:46:00 π.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου