Κάλεσμα για διαδηλώσεις από την Τζούντιθ Μπάτλερ
Tου Gildas Le Dem
Η πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα σημαδεύτηκε από την ανάδυση μεγάλων λαϊκών συγκεντρώσεων. Η Τζούντιθ Μπάτλερ, συνεχίζοντας την κριτική θεωρία, διερωτάται για την σημασία των διαδηλώσεων και την λαϊκή κυριαρχία. Τι συνέβη με την οικονομική κρίση του 2008 και την «άνοιξη των λαών» το 2011; Ποιός νέος πολιτικός κύκλος άνοιξε με τις λαϊκές διαδηλώσεις και τις καταλήψεις των πλατειών στην Μέση Ανατολή, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη; Και, πιο κοντά σε μας, με το κίνημα Nuit debout; Με αυτά τα ζητήματα καταπιάνεται η αμερικανίδα φιλόσοφος Τζούντιθ Μπάτλερ στο τελευταίο της έργο με τίτλο Συγκέντρωση (Rassemblement. ΣτΜ: Ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Νotes toward a performative theory of assembly»).
Στην κριτική παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης
Είναι αλήθεια πως αυτά τα ερωτήματα μπορεί να προκαλέσουν έκπληξη. Πράγματι, γνωρίζουμε περισσότερο την Τζούντιθ Μπάτλερ, τουλάχιστον στη Γαλλία, για την κριτική της δουλειά πάνω στο φύλο και την σεξουαλικότητα. Ξεχνάται, ωστόσο, πως η Τζούντιθ Μπάτλερ εγγράφεται αρχικά σε έναν θεωρητικό χώρο που οφείλει τόσο στην κριτική εβραϊκή σκέψη (Χάνα Άρεντ, Λεβινάς) όσο και στην μαρξιστική και κριτική παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης. Το -εξαιρετικό- τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι εξάλλου ο λόγος που εκφώνησε κατά την παραλαβή του βραβείου Αντόρνο, το 2012. Τέλος, το προηγούμενο βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ μελετούσε το ισραηλινο-παλαιστινιακό ζήτημα, τοποθετώντας στο κέντρο της σκέψης της και της κριτικής της για τον σιωνισμό, την έννοια της συνύπαρξης, ως συνθήκη κάθε πολιτικής. Η Τζούντιθ Μπάτλερ, διερωτώμενη για την θέση των μεταναστών, των προσφύγων, των απάτριδων, ακολουθεί στην πραγματικότητα, την φράση της Χάνα Άρεντ «κανείς δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει ποιος μπορεί να ζήσει σε αυτήν τη γη».
Θα ειπωθεί ίσως ότι η εκλογή του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο ακροδεξιός λαϊκισμός του, οι ξενοφοβικοί του στόχοι έρχονται ακριβώς να διακόψουν αυτόν τον κύκλο λαϊκών κινητοποιήσεων και τα ζητήματα που εγείρουν. Όλα αυτά τα ζητήματα μένουν ανοιχτά εφόσον η Χίλαρι Κλίντον, ό,τι κι αν σκεφτόμαστε γι’ αυτήν, κέρδισε το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής ψήφου. Κι απ’ την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν ένα κύμα διαδηλώσεων « αντίστασης » χωρίς προηγούμενο, πρωτοφανές φαινόμενο σε αυτήν την χώρα, αν εξαιρέσουμε τις πορείες της δεκαετίας του ‘60 για τα ατομικά δικαιώματα (είναι ήδη προγραμματισμένη μια πορεία γυναικών στην Ουάσινγκτον για το Σάββατο 21 Γενάρη, την επομένη της ορκομωσίας του Ντόναλντ Τραμπ).
Συγκέντρωση και λαϊκή βούληση
Όλα αυτά μας υποχρεώνουν να ξαναδούμε Τι εννοούμε όταν μιλάμε για «λαό», τι σκεφτόμαστε όταν μιλάμε για λαϊκή κυριαρχία, λαϊκή ψήφο, λαϊκές κινητοποιήσεις. Αν είναι αλήθεια πως υπάρχει ένταση μεταξύ της πολιτικής μορφής της δημοκρατίας και της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας όπως το μαρτυρούν αυτές οι διαδηλώσεις, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε για τον τρόπο με τον οποίο η έκφραση της λαϊκής βούλησης μπορεί, και μάλιστα οφείλει, να αμφισβητήσει την υπάρχουσα, επίσημη μορφή της δημοκρατίας – όχι, βεβαίως, στο όνομα μιας μειωμένης μορφής της δημοκρατίας, αλλά, αντιθέτως, για την ριζοσπαστικοποίηση και την διεύρυνσή της.
Το τελευταίο βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ είναι λοιπόν απολύτως πολιτικό. Ο λόγος της εγγράφεται εξαρχής στην προοπτική του Ερνέστο Λακλάου και της Σάνταλ Μουφ. Βασικά, παίρνει υπόψη αυτό που ονόμασε η Σάνταλ Μουφ «λαϊκιστική στιγμή». Και μαζί την ιδέα ενός αριστερού ή προοδευτικού λαϊκισμού, που βλέπει στις λαϊκές διαδηλώσεις μια δυνατότητα ριζοσπαστικοποίησης της δημοκρατίας, εγγράφοντάς την εκ νέου στην κατεύθυνση του αιτήματος για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Εξάλλου, με αυτήν την διάσταση της έκφρασης της λαϊκής βούλησης καταπιάνεται το βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ. Τι συμβαίνει όταν τα σώματα ενώνονται, συγκεντρώνονται; Τι εκφράζουν, τι δηλώνουν;
Πολιτική, μια υπόθεση του σώματος
Φυσικά, μπορούμε να ανατρέξουμε στη λίστα των διεκδικήσεων που παρουσιάζονται από ένα σύνολο διαδηλωτών. Αλλά, η ουσία δεν βρίσκεται εκεί. Μια διαδήλωση, μια συγκέντρωση μπορεί να είναι σιωπηρή ή ακόμα και να παρουσιάζει αντιφατικές διεκδικήσεις. Πρέπει, λοιπόν, αρχικά, να σημειώσουμε το γεγονός πως μια κινητοποίηση, και μόνο από το γεγονός ότι τα σώματα συγκεντρώνονται, πραγματοποιεί μια μορφή συνύπαρξης και πρωτοφανούς πολιτικού αιτήματος. Για να το πούμε διαφορετικά, μια μορφή πολιτικού αιτήματος, που -όπως τονίζει η Τζούντιθ Μπάτλερ- δεν προϋπήρχε στον ουρανό των ιδεών, γεννάται, όταν τα σώματα ενώνονται, από το γεγονός και μόνο της συγκέντρωσής τους. Αυτή ακριβώς η επιτελεστική διάσταση, το γεγονός ότι η υλικότητα των συγκεντρωμένων σωμάτων κάνει να συμβεί ένα πολιτικό αίτημα στον δημόσιο χώρο, είναι αυτό ακριβώς που συνθέτει την ύπαρξη του.
Μια συγκέντρωση, γράφει η Μπάτλερ, «μιλάει πριν ακόμα προφέρει μια λέξη» και «η συγκέντρωση, είναι ήδη ενεργοποίηση της λαϊκής βούλησης». Δεν μπορούμε, λοιπόν, να περιορίσουμε την σημασία μιας συγκέντρωσης, μιας διαδήλωσης, μόνο στις διεκδικήσεις της, ρητές ή σχηματισμένες σε γλωσσικές πράξεις. Μια συγκέντρωση σωμάτων στον δημόσιο χώρο έχει αξία, έχει επιτελεστική δύναμη. Και αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη δύναμη του βιβλίου της Μπάτλερ· παρουσιάζει την επιτελεστική διάσταση των σωμάτων, όταν θυμίζει τις συγκεντρώσεις σιωπηλών σωμάτων που απλώς ξαπλώνουν ή στέκονται στο δημόσιο χώρο ή ακόμα καταλαμβάνουν μια πλατεία, όπως ήταν η περίπτωση στην Αίγυπτο, στην Τουρκία ή ακόμα στις Η.Π.Α, μπροστά στην Wall Street.
Αμφισβήτηση των συνόρων του δημόσιου χώρου
Δεν είναι, λοιπόν, αλήθεια ότι η πολιτική περιορίζεται σε γλωσσικές πράξεις μέσα στον δημόσιο χώρο. Μάλλον η Άρεντ, που αρνούνταν επίσης να διαχωρίσει την σκέψη από την πράξη, είχε δίκιο να επιμένει ότι η πολιτική είναι γλωσσική υπόθεση, της οποίας η επιτελεστική ισχύ κάνει τις - πρωτοφανείς κάποιες φορές- διεκδικήσεις να υπάρχουν μέσα στο δημόσιο χώρο. Όπως σημειώνει όμως η Μπάτλερ, η Άρεντ παραλείπει συχνά να αναρωτηθεί για τα όρια του δημόσιου χώρου και τους αποκλεισμούς που είναι σύμφυτοι μ’ αυτόν. Γιατί, μια διαδήλωση είναι πρώτα-πρώτα ένας τρόπος κατάληψης του δημόσιου χώρου· ακόμα περισσότερο, μετασχηματισμού του δημόσιου χώρου, των πολιτικών και μιντιακών του ορίων. Ότι σώματα, συνήθως αποκλεισμένα από τον δημόσιο χώρο, συγκεντρώνονται, η εμφάνισή τους και μόνο, τείνει να αμφισβητήσει το ποιός δικαιούται να εμφανίζεται και να εκφράζεται δημοσίως.
Η Τζούντιθ Μπάτλερ σκέφτεται εδώ, βεβαίως, την εμφάνιση στο δημόσιο χώρο, του σώματος των γυναικών, των Μαύρων στις ΗΠΑ ή ακόμα των ομοφυλοφίλων, που αποσταθεροποίησαν τα σύνορα ιδιωτικού και δημόσιου. Αλλά, επίσης, τις διαδηλώσεις των πληθυσμών σε επισφάλεια, που βρίσκονται στο περιθώριο του επίσημου δημόσιου χώρου, και που όσο οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, καταστρέφοντας την ικανότητά τους για κινητοποίηση, εργάζονται για να ιδιωτικοποιήσουν και να εξατομικεύσουν τα δεινά τους, τόσο περισσότερο θα περιθωριοποιούνται. Υπό αυτήν την έννοια, κάθε λαϊκή εκδήλωση είναι ένας τρόπος να πολιτικοποιηθούν, να εκτεθούν πολιτικά αυτά τα δεινά στον δημόσιο χώρο, να πραγματοποιηθεί η ικανότητα για συλλογική δράση και να αμφισβητηθούν τα σύνορα δημόσιου και ιδιωτικού.
Δήλωση της ικανότητας για συλλογική δράση
Το δικαίωμα στην διαδήλωση, στην κατάληψη δημόσιου χώρου δεν είναι ένα δικαίωμα σαν τα άλλα, αφού πρόκειται για δικαίωμα που υπάρχει μόνο όταν το ασκούμε, και το ασκούμε συλλογικά. Θα είχαμε άδικο, υπό αυτήν την έννοια, να πιστέψουμε ότι το βιβλίο της Μπάτλερ εγγράφεται σε μια νατουραλιστική προοπτική. Αν σώματα που συγκεντρώνονται, αλλάζουν, βεβαίως, τον δημόσιο χώρο και μόνο με το γεγονός της εμφάνισής τους, χρειάζεται ακόμα να μετασχηματίσουν τον δημόσιο χώρο και τα πλαίσιά του, με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν τον έλεγχο αυτής της εμφάνισης και να την διευρύνουν στο σύνολο του δημόσιου χώρου, επεκτείνοντας τον. Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την Τζούντιθ Μπάτλερ, οι λαϊκές διαδηλώσεις είναι εφεξής αδιαχώριστες από την εικόνα τους και την μιντιακή τους διάχυση. Αλλά και τα σώματα που διαδηλώνουν είναι αδιαχώριστα από τις νέες τεχνολογίες που, μέσω των κοινωνικών δικτύων και των κινητών τηλεφώνων, σπρώχνουν τα σύνορα του δημόσιου και του επιτρεπτού μιντιακού χώρου.
Από την άλλη, τέλος, αυτές οι παρουσιάσεις του εαυτού, που προσφέρουν οι λαϊκές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, είναι αδιαχώριστες από την διαπραγμάτευση μιας συλλογικής παρουσίασης, που αναγκαστικά προκαλούν συγκρουσιακές συνυπάρξεις, ένα «εμείς» του οποίου τα όρια οφείλουν διαρκώς να επαναδιαπραγματεύονται. Και πράγματι, με το να διαδηλώνουμε, ήδη δεχόμαστε να διαδηλώνουμε στο πλευρό ανθρώπων που δεν αγαπάμε και με τους οποίους δεν έχουμε επιλέξει να είμαστε αλληλέγγυοι. Διαδηλώνοντας, δεν σημαίνει πως αγαπάμε αυτούς που, όπως εμείς, διαδηλώνουν, αλλά δηλώνουμε πως «εμείς» -εργαζόμενοι, επισφαλώς εργαζόμενοι, γυναίκες, Μαύροι, ομοφυλόφιλοι- έχουμε, ωστόσο, πολιτικό συμφέρον να νιώθουμε αλληλέγγυοι.
Μετάφραση: Ρούλα Λαμπράκη
Πηγή: Regards
Η πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα σημαδεύτηκε από την ανάδυση μεγάλων λαϊκών συγκεντρώσεων. Η Τζούντιθ Μπάτλερ, συνεχίζοντας την κριτική θεωρία, διερωτάται για την σημασία των διαδηλώσεων και την λαϊκή κυριαρχία. Τι συνέβη με την οικονομική κρίση του 2008 και την «άνοιξη των λαών» το 2011; Ποιός νέος πολιτικός κύκλος άνοιξε με τις λαϊκές διαδηλώσεις και τις καταλήψεις των πλατειών στην Μέση Ανατολή, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη; Και, πιο κοντά σε μας, με το κίνημα Nuit debout; Με αυτά τα ζητήματα καταπιάνεται η αμερικανίδα φιλόσοφος Τζούντιθ Μπάτλερ στο τελευταίο της έργο με τίτλο Συγκέντρωση (Rassemblement. ΣτΜ: Ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Νotes toward a performative theory of assembly»).
Στην κριτική παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης
Είναι αλήθεια πως αυτά τα ερωτήματα μπορεί να προκαλέσουν έκπληξη. Πράγματι, γνωρίζουμε περισσότερο την Τζούντιθ Μπάτλερ, τουλάχιστον στη Γαλλία, για την κριτική της δουλειά πάνω στο φύλο και την σεξουαλικότητα. Ξεχνάται, ωστόσο, πως η Τζούντιθ Μπάτλερ εγγράφεται αρχικά σε έναν θεωρητικό χώρο που οφείλει τόσο στην κριτική εβραϊκή σκέψη (Χάνα Άρεντ, Λεβινάς) όσο και στην μαρξιστική και κριτική παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης. Το -εξαιρετικό- τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι εξάλλου ο λόγος που εκφώνησε κατά την παραλαβή του βραβείου Αντόρνο, το 2012. Τέλος, το προηγούμενο βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ μελετούσε το ισραηλινο-παλαιστινιακό ζήτημα, τοποθετώντας στο κέντρο της σκέψης της και της κριτικής της για τον σιωνισμό, την έννοια της συνύπαρξης, ως συνθήκη κάθε πολιτικής. Η Τζούντιθ Μπάτλερ, διερωτώμενη για την θέση των μεταναστών, των προσφύγων, των απάτριδων, ακολουθεί στην πραγματικότητα, την φράση της Χάνα Άρεντ «κανείς δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει ποιος μπορεί να ζήσει σε αυτήν τη γη».
Θα ειπωθεί ίσως ότι η εκλογή του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο ακροδεξιός λαϊκισμός του, οι ξενοφοβικοί του στόχοι έρχονται ακριβώς να διακόψουν αυτόν τον κύκλο λαϊκών κινητοποιήσεων και τα ζητήματα που εγείρουν. Όλα αυτά τα ζητήματα μένουν ανοιχτά εφόσον η Χίλαρι Κλίντον, ό,τι κι αν σκεφτόμαστε γι’ αυτήν, κέρδισε το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής ψήφου. Κι απ’ την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν ένα κύμα διαδηλώσεων « αντίστασης » χωρίς προηγούμενο, πρωτοφανές φαινόμενο σε αυτήν την χώρα, αν εξαιρέσουμε τις πορείες της δεκαετίας του ‘60 για τα ατομικά δικαιώματα (είναι ήδη προγραμματισμένη μια πορεία γυναικών στην Ουάσινγκτον για το Σάββατο 21 Γενάρη, την επομένη της ορκομωσίας του Ντόναλντ Τραμπ).
Συγκέντρωση και λαϊκή βούληση
Όλα αυτά μας υποχρεώνουν να ξαναδούμε Τι εννοούμε όταν μιλάμε για «λαό», τι σκεφτόμαστε όταν μιλάμε για λαϊκή κυριαρχία, λαϊκή ψήφο, λαϊκές κινητοποιήσεις. Αν είναι αλήθεια πως υπάρχει ένταση μεταξύ της πολιτικής μορφής της δημοκρατίας και της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας όπως το μαρτυρούν αυτές οι διαδηλώσεις, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε για τον τρόπο με τον οποίο η έκφραση της λαϊκής βούλησης μπορεί, και μάλιστα οφείλει, να αμφισβητήσει την υπάρχουσα, επίσημη μορφή της δημοκρατίας – όχι, βεβαίως, στο όνομα μιας μειωμένης μορφής της δημοκρατίας, αλλά, αντιθέτως, για την ριζοσπαστικοποίηση και την διεύρυνσή της.
Το τελευταίο βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ είναι λοιπόν απολύτως πολιτικό. Ο λόγος της εγγράφεται εξαρχής στην προοπτική του Ερνέστο Λακλάου και της Σάνταλ Μουφ. Βασικά, παίρνει υπόψη αυτό που ονόμασε η Σάνταλ Μουφ «λαϊκιστική στιγμή». Και μαζί την ιδέα ενός αριστερού ή προοδευτικού λαϊκισμού, που βλέπει στις λαϊκές διαδηλώσεις μια δυνατότητα ριζοσπαστικοποίησης της δημοκρατίας, εγγράφοντάς την εκ νέου στην κατεύθυνση του αιτήματος για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Εξάλλου, με αυτήν την διάσταση της έκφρασης της λαϊκής βούλησης καταπιάνεται το βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ. Τι συμβαίνει όταν τα σώματα ενώνονται, συγκεντρώνονται; Τι εκφράζουν, τι δηλώνουν;
Πολιτική, μια υπόθεση του σώματος
Φυσικά, μπορούμε να ανατρέξουμε στη λίστα των διεκδικήσεων που παρουσιάζονται από ένα σύνολο διαδηλωτών. Αλλά, η ουσία δεν βρίσκεται εκεί. Μια διαδήλωση, μια συγκέντρωση μπορεί να είναι σιωπηρή ή ακόμα και να παρουσιάζει αντιφατικές διεκδικήσεις. Πρέπει, λοιπόν, αρχικά, να σημειώσουμε το γεγονός πως μια κινητοποίηση, και μόνο από το γεγονός ότι τα σώματα συγκεντρώνονται, πραγματοποιεί μια μορφή συνύπαρξης και πρωτοφανούς πολιτικού αιτήματος. Για να το πούμε διαφορετικά, μια μορφή πολιτικού αιτήματος, που -όπως τονίζει η Τζούντιθ Μπάτλερ- δεν προϋπήρχε στον ουρανό των ιδεών, γεννάται, όταν τα σώματα ενώνονται, από το γεγονός και μόνο της συγκέντρωσής τους. Αυτή ακριβώς η επιτελεστική διάσταση, το γεγονός ότι η υλικότητα των συγκεντρωμένων σωμάτων κάνει να συμβεί ένα πολιτικό αίτημα στον δημόσιο χώρο, είναι αυτό ακριβώς που συνθέτει την ύπαρξη του.
Μια συγκέντρωση, γράφει η Μπάτλερ, «μιλάει πριν ακόμα προφέρει μια λέξη» και «η συγκέντρωση, είναι ήδη ενεργοποίηση της λαϊκής βούλησης». Δεν μπορούμε, λοιπόν, να περιορίσουμε την σημασία μιας συγκέντρωσης, μιας διαδήλωσης, μόνο στις διεκδικήσεις της, ρητές ή σχηματισμένες σε γλωσσικές πράξεις. Μια συγκέντρωση σωμάτων στον δημόσιο χώρο έχει αξία, έχει επιτελεστική δύναμη. Και αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη δύναμη του βιβλίου της Μπάτλερ· παρουσιάζει την επιτελεστική διάσταση των σωμάτων, όταν θυμίζει τις συγκεντρώσεις σιωπηλών σωμάτων που απλώς ξαπλώνουν ή στέκονται στο δημόσιο χώρο ή ακόμα καταλαμβάνουν μια πλατεία, όπως ήταν η περίπτωση στην Αίγυπτο, στην Τουρκία ή ακόμα στις Η.Π.Α, μπροστά στην Wall Street.
Αμφισβήτηση των συνόρων του δημόσιου χώρου
Δεν είναι, λοιπόν, αλήθεια ότι η πολιτική περιορίζεται σε γλωσσικές πράξεις μέσα στον δημόσιο χώρο. Μάλλον η Άρεντ, που αρνούνταν επίσης να διαχωρίσει την σκέψη από την πράξη, είχε δίκιο να επιμένει ότι η πολιτική είναι γλωσσική υπόθεση, της οποίας η επιτελεστική ισχύ κάνει τις - πρωτοφανείς κάποιες φορές- διεκδικήσεις να υπάρχουν μέσα στο δημόσιο χώρο. Όπως σημειώνει όμως η Μπάτλερ, η Άρεντ παραλείπει συχνά να αναρωτηθεί για τα όρια του δημόσιου χώρου και τους αποκλεισμούς που είναι σύμφυτοι μ’ αυτόν. Γιατί, μια διαδήλωση είναι πρώτα-πρώτα ένας τρόπος κατάληψης του δημόσιου χώρου· ακόμα περισσότερο, μετασχηματισμού του δημόσιου χώρου, των πολιτικών και μιντιακών του ορίων. Ότι σώματα, συνήθως αποκλεισμένα από τον δημόσιο χώρο, συγκεντρώνονται, η εμφάνισή τους και μόνο, τείνει να αμφισβητήσει το ποιός δικαιούται να εμφανίζεται και να εκφράζεται δημοσίως.
Η Τζούντιθ Μπάτλερ σκέφτεται εδώ, βεβαίως, την εμφάνιση στο δημόσιο χώρο, του σώματος των γυναικών, των Μαύρων στις ΗΠΑ ή ακόμα των ομοφυλοφίλων, που αποσταθεροποίησαν τα σύνορα ιδιωτικού και δημόσιου. Αλλά, επίσης, τις διαδηλώσεις των πληθυσμών σε επισφάλεια, που βρίσκονται στο περιθώριο του επίσημου δημόσιου χώρου, και που όσο οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, καταστρέφοντας την ικανότητά τους για κινητοποίηση, εργάζονται για να ιδιωτικοποιήσουν και να εξατομικεύσουν τα δεινά τους, τόσο περισσότερο θα περιθωριοποιούνται. Υπό αυτήν την έννοια, κάθε λαϊκή εκδήλωση είναι ένας τρόπος να πολιτικοποιηθούν, να εκτεθούν πολιτικά αυτά τα δεινά στον δημόσιο χώρο, να πραγματοποιηθεί η ικανότητα για συλλογική δράση και να αμφισβητηθούν τα σύνορα δημόσιου και ιδιωτικού.
Δήλωση της ικανότητας για συλλογική δράση
Το δικαίωμα στην διαδήλωση, στην κατάληψη δημόσιου χώρου δεν είναι ένα δικαίωμα σαν τα άλλα, αφού πρόκειται για δικαίωμα που υπάρχει μόνο όταν το ασκούμε, και το ασκούμε συλλογικά. Θα είχαμε άδικο, υπό αυτήν την έννοια, να πιστέψουμε ότι το βιβλίο της Μπάτλερ εγγράφεται σε μια νατουραλιστική προοπτική. Αν σώματα που συγκεντρώνονται, αλλάζουν, βεβαίως, τον δημόσιο χώρο και μόνο με το γεγονός της εμφάνισής τους, χρειάζεται ακόμα να μετασχηματίσουν τον δημόσιο χώρο και τα πλαίσιά του, με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν τον έλεγχο αυτής της εμφάνισης και να την διευρύνουν στο σύνολο του δημόσιου χώρου, επεκτείνοντας τον. Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την Τζούντιθ Μπάτλερ, οι λαϊκές διαδηλώσεις είναι εφεξής αδιαχώριστες από την εικόνα τους και την μιντιακή τους διάχυση. Αλλά και τα σώματα που διαδηλώνουν είναι αδιαχώριστα από τις νέες τεχνολογίες που, μέσω των κοινωνικών δικτύων και των κινητών τηλεφώνων, σπρώχνουν τα σύνορα του δημόσιου και του επιτρεπτού μιντιακού χώρου.
Από την άλλη, τέλος, αυτές οι παρουσιάσεις του εαυτού, που προσφέρουν οι λαϊκές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, είναι αδιαχώριστες από την διαπραγμάτευση μιας συλλογικής παρουσίασης, που αναγκαστικά προκαλούν συγκρουσιακές συνυπάρξεις, ένα «εμείς» του οποίου τα όρια οφείλουν διαρκώς να επαναδιαπραγματεύονται. Και πράγματι, με το να διαδηλώνουμε, ήδη δεχόμαστε να διαδηλώνουμε στο πλευρό ανθρώπων που δεν αγαπάμε και με τους οποίους δεν έχουμε επιλέξει να είμαστε αλληλέγγυοι. Διαδηλώνοντας, δεν σημαίνει πως αγαπάμε αυτούς που, όπως εμείς, διαδηλώνουν, αλλά δηλώνουμε πως «εμείς» -εργαζόμενοι, επισφαλώς εργαζόμενοι, γυναίκες, Μαύροι, ομοφυλόφιλοι- έχουμε, ωστόσο, πολιτικό συμφέρον να νιώθουμε αλληλέγγυοι.
Μετάφραση: Ρούλα Λαμπράκη
Πηγή: Regards
Κάλεσμα για διαδηλώσεις από την Τζούντιθ Μπάτλερ
Reviewed by Antonisgal
on
11:27:00 π.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου