Η ηγεμονία, το πολιτικό και η λαϊκιστική ρήξη στη σκέψη του Ερνέστο Λακλάου
Του Ραφαήλ Παπαδόπουλου
Οι θεμελιακές αλλαγές που επέφερε διεθνώς σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως εναλλακτικού συστήματος διακυβέρνησης και η κρίση του κλασσικού μαρξισμού, έκαναν πολλούς ενθουσιώδεις υποστηρικτές του φιλελεύθερου καπιταλισμού, να σπεύσουν να προδικάσουν το «τέλος της Ιστορίας» και την έλευση ενός κόσμου ειρήνης και ευημερίας, απαλλαγμένου από βίαιες αντιπαραθέσεις, με εγγυητικούς μηχανισμούς την αγοραία οικονομία και την αστική δημοκρατία. Παράλληλα, μεγάλο μέρος της Αριστεράς, ωθούμενο από την αποτυχία του σοβιετικού μοντέλου και την κρίση του ιστορικού υλισμού, έχει στραφεί στην ανάδειξη των «μετα-υλιστικών αξιών», δηλαδή σε μια πολιτική της ταυτότητας, επικεντρωμένη στα δικαιώματα ποικίλλων μειονοτήτων (εθνικών, θρησκευτικών κτλ), και στην υπεράσπιση του αξιακού πλουραλισμού ως γνώμονα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής απελευθέρωσης. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η προσέγγιση της «μετα-μαρξιστικής» θεώρησης του Αργεντίνου θεωρητικού Ερνέστο Λακλάου για την ηγεμονία και το πολιτικό, που εντάσσεται ακριβώς σε αυτή τη «μετα-υλιστική στροφή» της ακαδημαϊκής και πολιτικής Αριστεράς.
Από τη θεωρία του Λόγου στη θεωρία της Ηγεμονίας
Με αφετηρία την αντιουσιοκρατία του κονστρουξιονισμού, οι Λακλάου-Μουφ, προβαίνουν σε μια κριτική του κλασσικού μαρξισμού, σε δύο σημεία. Αφενός, εντοπίζουν στο σχήμα του ιστορικού υλισμού, δηλαδή του καθορισμού του εποικοδομήματος (κράτος, πολιτισμός, δίκαιο, ιδεολογία κτλ) από τη βάση (οικονομία, σχέσεις παραγωγής-ιδιοκτησίας) μια αδυναμία να εξηγηθεί με ποια ακριβώς διαδικασία οι υποτελείς τάξεις, και κυρίως το προλεταριάτο, θα αμφισβητήσουν την κυρίαρχη ιδεολογία και θα αντιληφθούν τα πραγματικά τους συμφέροντα, ώστε να οργανωθούν πολιτικά και να ανατρέψουν τον καπιταλισμό, δεδομένου ότι οι ιδέες τους για τον κόσμο και την ύπαρξή τους καθορίζονται απόλυτα από την άρχουσα στο οικονομικό πεδίο τάξη. Η σχετική αυτονομία του πολιτικού στοιχείου που εισήχθη μεταγενέστερα από μαρξιστές διανοούμενους (Αλτουσέρ, Πεσέ, και κυρίως, η έννοια της «ηγεμονίας» στο Γκράμσι) κρίνεται ανεπαρκής για την εξήγηση αυτού του παράδοξου, καθώς διατηρείται ο οικονομικός αντικειμενισμός κι ο ταξικός αναγωγισμός (Phillips και Jorgensen, 2009: 67-71; Laclau, 1997: 21-3). Αφετέρου, σε άμεση σχέση με το προηγούμενο, ο Λακλάου, αναλύοντας τη σκέψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ ως προς τη σύνδεση οικονομικού και πολιτικού αγώνα των εργατών (Laclau και Mouffe, 2001: 4-8) επισημαίνει την ανεπίλυτη ένταση εντός του μαρξικού έργου, μεταξύ της λογικής της αναγκαιότητας, όπως αυτή εκφράζεται στο σχήμα βάσης-εποικοδομήματος, που χαρακτηρίζεται από οικονομικό ντετερμινισμό και της λογικής της ενδεχομενικότητας-αυθορμητισμού, μέσω της ταξικής πάλης, που διαμεσολαβείται από πολιτικές-ηγεμονικές διαδικασίες, οι οποίες για να τελεσφορήσουν προϋποθέτουν την υπέρβαση του αναγωγισμού (Butler κα, 2001: 44-6). Αυτή η καταστατική αντίφαση εξηγεί, για τον Λακλάου, και τη δομική ανεπάρκεια του κλασσικού μαρξισμού να ερμηνεύσει τις εξελίξεις στον ύστερο καπιταλισμό των τελευταίων δεκαετιών (αριθμητική μείωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης κι ενσωμάτωσή της στα μεσοστρώματα, διάδοση της καταναλωτικής ιδεολογίας και πρακτικής, εθνικές και πολιτισμικές διαιρέσεις εντός των εργατών) (Butler κα, 2001:298-300). Ως εκ τούτου, η αποδομιστική υπέρβαση του μαρξισμού στην οποία προβαίνουν οι Λακλάου-Μουφ, την οποία οι ίδιοι αποκαλούν «μετα-μαρξισμό», συνίσταται στην αντιστροφή της προτεραιότητας της οικονομίας επί της πολιτικής και στην έμφαση στην κατασκευή και την έννοια της ηγεμονίας, έννοιας σχετικά περιθωριακής στον ορθόδοξο μαρξισμό (Phillips και Jorgensen, 2009: 71-3· Laclau, 1997: 184).
Βασική θέση της θεωρίας του Λόγου των Λακλάου-Μουφ, είναι ότι το σύνολο των υλικών συνθηκών, των κοινωνικών πρακτικών και θεσμών είναι προϊόντα ρηματικής κατασκευής. Επειδή όμως η γλώσσα (δηλαδή το νόημα), διολισθαίνει συνεχώς σε ποικίλες κι ενδεχομενικές σημασίες, καθώς η γλώσσα είναι μια κοινωνική σύμβαση υποκείμενη σε αλλαγές και τροποποιήσεις, το νόημα δε μπορεί ποτέ να αποκτήσει ένα σταθερό και καθολικά αποδεκτό περιεχόμενο. Η κοινωνική πραγματικότητα απαρτίζεται από πληθώρα κενών σημαινόντων (στοιχείων), δηλαδή γενικών εννοιών χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο (ελευθερία, δημοκρατία ανάπτυξη κτλ). Η πραγματικότητα δομείται μέσω πολιτικών κι όχι οικονομικών διαδικασιών. Πολιτική είναι ο συνεχής κι ανεξάλειπτος ανταγωνισμός μεταξύ αντιτιθέμενων ομάδων και συμφερόντων να καθηλώσουν το νόημα των σημαινόντων σε συγκεκριμένα σημαινόμενα (π.χ στον φιλελευθερισμό η έννοια της δημοκρατίας ταυτίζεται με τον κοινοβουλευτισμό και την αντιπροσώπευση). Έτσι, στα πλαίσια ενός λόγου τα στοιχεία καθίστανται στιγμές αυτού του λόγου, αποκτώντας ορισμένο νόημα σε διαφορική σχέση με άλλα στοιχεία που έχουν καταστεί στιγμές, με άξονα ορισμένες κεντρικές έννοιες, με βάση τις οποίες νοηματοδοτούνται όλες οι υπόλοιπες εντός του λόγου, τα κομβικά σημεία (στο λόγο της οικολογίας π.χ κομβικό σημείο αποτελεί η έννοια «φύση»). Η ηγεμονική διαδικασία λοιπόν εδώ ταυτίζεται με την εδραίωση ενός λόγου, της συνάρθρωσης κάποιων κενών σημαινόντων -στοιχείων, και της μετατροπής τους σε στιγμές του λόγου, γύρω από κομβικά σημεία.
Δεδομένου ωστόσο ότι το νόημα είναι αδύνατον να καθοριστεί πλήρως, εξίσου αδύνατο είναι και το οριστικό του «κλείσιμο» από έναν ηγεμονικό λόγο. Καθώς κάθε λόγος επιβάλλει ορισμένες νοηματοδοτήσεις των εννοιών, αποκλείοντας όλες τις υπόλοιπες δυνατές νοηματοδοτήσεις (το σύνολο των οποίων καλείται «ρηματικό πεδίο»), έπεται ότι όλες οι ρηματικές συναρθρώσεις είναι εγγενώς ασταθείς, και μπορεί ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθούν από τις αποκλεισμένες δυνάμεις κι έννοιες. Αυτό συμβαίνει όταν εμφανίζονται φαινόμενα που ο ηγεμονικός λόγος δεν μπορεί να εξηγήσει και να ενσωματώσει, κι αν η αμφισβήτησή του πετύχει, καταρρέει, οι στιγμές του μετατρέπονται σε μετέωρα σημαίνοντα, που είναι και πάλι ανοιχτά στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η παραγωγική διάσταση της εξουσίας, συγκροτητική της κοινωνίας και της γνώσης. Πολιτικό λοιπόν είναι η καταστατική διάσταση της σύγκρουσης τη στιγμή της θέσμισης των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, και κοινωνικό είναι η εδραίωσή τους, που οδηγεί στην αντιμετώπισή τους ως αντικειμενικής πραγματικότητας και στην αγνόηση του ιστορικού ενδεχομενικού χαρακτήρα τους. Το πολιτικό προηγείται του κοινωνικού, κι η «αντικειμενικότητα» είναι προϊόν της εξουσίας κι αποτέλεσμα των ηγεμονικών-ρηματικών παρεμβάσεων που τη συγκροτούν (Phillips και Jorgensen, 2009: 73-84· Howarth, 2008: 145-152). Η στιγμή της αποδόμησης ενός ηγεμονεύοντος λόγου είναι η στιγμή της εξάρθρωσης, η οποία εκτός από αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα ενέχει και μια παραγωγική-δημιουργική διάσταση, διότι επιτρέπει την επινόηση-διερεύνηση εναλλακτικών προτύπων λόγου σκέψης και δράσης, που η φυσικοποιημένη ηγεμονία αποκλείει (Laclau, 1997:106-113; Κιουπκιολής, 2011: 36-9).
Αν κάθε ηγεμονικός λόγος, και κάθε παγιωμένη κοινωνική και πολιτική θέσμιση είναι εγγενώς ενδεχομενική κι απειλούμενη από ένα «καταστατικό έξωθεν», το οποίο έχει αποκλείσει προκειμένου να εδραιωθεί, συνάγεται ότι η ίδια ηγεμονική διαδικασία διέπει και τη συγκρότηση των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων. Τα υποκείμενα συγκροτούνται ως τέτοια από ιδεολογικούς λόγους που τα εγκαλούν, αποδίδοντάς τους συγκεκριμένη κοινωνική θέση και ιδιότητες. Σε αντίθεση όμως με την αλτουσεριανή ανάλυση, για τους Λακλάου-Μουφ, δεν υπάρχει μια κυρίαρχη ιδεολογία, η καπιταλιστική, που καθορίζει εκ των προτέρων αυτή την ταυτότητα, αλλά το υποκείμενο εγκαλείται ταυτοχρόνως από πολλαπλούς ανταγωνιζόμενους λόγους που προσπαθούν να ηγεμονεύσουν στην κοινωνία. Όπως κι η κοινωνία, το υποκείμενο είναι καταστατικά διχασμένο, κι οι κοινωνικοί πολιτικοί ανταγωνισμοί ξεσπούν όταν οι ταυτότητες που αποδίδουν σε ομάδες κι άτομα ανταγωνιστικοί λόγοι αλληλοαποκλείονται, οπότε ο ανταγωνισμός επιλύεται με ηγεμονική παρέμβαση στην οποία κατισχύει η μία από τις δύο. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η επικράτηση της ταυτότητας του πατριώτη επί αυτής του εργάτη, στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που κατά τον Hobsbawm, επέδρασε καταλυτικά στην έκβαση της αναμέτρησης (Phillips και Jorgensen, 2009: 96-100).
Η θεωρία του Λακλάου για τη συγκρότηση ηγεμονικών συνασπισμών, επηρεάζεται καθοριστικά από τη γκραμσιανή ανάλυση περί ηγεμονίας, κεντρικό σημείο της οποίας είναι ότι η άρχουσα τάξη δεν σταθεροποιεί την εξουσία της μόνο λόγω της κατοχής των μέσων παραγωγής ή του ελέγχου των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους (στρατός αστυνομία, δικαστήρια κτλ), αλλά αποσπώντας την οικειοθελή συναίνεση των υποτελών τάξεων, οι οποίες οδηγούνται, με την επίδραση ποικίλων θεσμών της κοινωνίας των πολιτών(σχολείο, εκκλησία ΜΜΕ), να ασπάζονται τις αξίες της κυρίαρχης τάξης και να της αναγνωρίζουν μια πνευματική κι ηθική ανωτερότητα, απαραίτητη για την εξυπηρέτηση του «κοινού συμφέροντος». Πρώτιστο καθήκον λοιπόν ενός αντιηγεμονικού μπλοκ είναι η σταδιακή κατάκτηση του έλεγχου των ιδεολογικών αυτών θεσμών κι όχι του κρατικού μηχανισμού με τη στενή έννοια. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορέσει η εργατική τάξη, ως επικεφαλής του συνασπισμού, να εμφανίσει το ιδιαίτερο ταξικό της συμφέρον, ως συμφέρον όλων των υποτελών τάξεων και της κοινωνίας συνολικά. Καθίσταται λοιπόν «καθολική τάξη», διαμορφώνοντας μια συλλογική «εθνική λαϊκή βούληση», έναντι του εχθρικού καθεστώτος, με εργαλεία το κόμμα και τους οργανικούς διανοούμενους, κύριο έργο των οποίων είναι η διαμόρφωση αυτής της βούλησης με τρόπο που να απηχεί το λεξιλόγιο, τις αξίες και τις διεκδικήσεις των συμμετεχόντων στο συνασπισμό (Howarth, 2008: 127-32).
Ο Λακλάου διαφοροποιείται από το πρότυπο της γκραμσιανής ηγεμονίας σε δύο κρίσιμα σημεία. Πρώτον, απορρίπτει, εκκινώντας από μια αντιουσιοκρατική θεώρηση, αυτό που κατονομάζει ως «οικονομικό αναγωγισμό», δηλαδή τη διατήρηση από τον Γκράμσι, του, σε τελική ανάλυση, καθοριστικού ρόλου της οικονομίας και των παραγωγικών δυνάμεων στη διαμόρφωση της κοινωνικής δομής. Αντίθετα, ο Λακλάου θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει κανένα τέτοιο σταθερό υπόβαθρο προς ανακάλυψη, δεδομένου ότι η ίδια η δομή καθορίζεται από την έκβαση των κοινωνικοπολιτικών ανταγωνισμών, και δεν τους καθορίζει ως κάτι εξωτερικό αυτών. Κατά συνέπεια, δεύτερον, δε γίνεται αποδεκτός κι ο «ταξικός αναγωγισμός», δηλαδή η παραδοχή του Γκράμσι ότι μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, το προλεταριάτο, είναι προορισμένη να καταστεί ο ηγεμονικός «γενικός εκπρόσωπος» του εκάστοτε αντικαθεστωτικού συνασπισμού, και προνομιακός φορέας υλοποίησης της δημοκρατικής-κοινωνικής απελευθέρωσης, καθώς το ποια στρώματα και αιτήματα θα παίξουν πολιτικά σημαντικό ρόλο, υπόκειται επίσης στις σε ποικίλους, ενδεχομενικούς κι μη εκ των προτέρων προσδιορίσιμους παράγοντες (κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς)(Laclau και Mouffe, 2001: 57-61).
Σε αυτό το πλαίσιο, αποδίδονται στις ηγεμονικές συναρθρώσεις-λόγους, τέσσερις θεμελιώδεις διαστάσεις (Butler κα, 2000: 54-9, 207-212, 301-6):
Α) Δομική ανισομέρεια ισχύος, σε δύο επίπεδα. Αφενός, μεταξύ του αντιηγεμονικού μπλοκ και του καθεστώτος που θέλει να ανατρέψει. Καθήκον του «γενικού εκπροσώπου» μέσα στο συνασπισμό, είναι να ενοποιήσει τα μερικά αιτήματα των επιμέρους συμμετεχόντων(αγροτών, φοιτητών, ανέργων κτλ), σε μια αλυσίδα ισοδυναμίας, εντός της οποίας αυτή η μερικότητα αίρεται και ταυτίζεται με το γενικό όραμα της χειραφέτησης του συνόλου της κοινωνίας. Για να υπάρξει όμως αυτή η καθολική χειραφέτηση προϋποτίθεται ο ορισμός μιας τάξης ή κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας η οποία ασκεί την εξουσία με τρόπο άδικο και καταπιεστικό, εμποδίζοντας τη χειραφέτηση και προκαλώντας όλα τα κοινωνικά δεινά, ως «γενικό έγκλημα» της κοινωνίας. Απέναντι σε αυτήν ενοποιείται ο αντιηγεμονικός συνασπισμός, κι επιδιώκει την ανατροπή της με όρους ισχύος, στρατιωτικής, οικονομικής, ιδεολογικής κτλ. Αφετέρου, ανισομέρεια ισχύος αναπτύσσεται και εντός του ίδιου του συνασπισμού, διότι ο ορισμός του φορέα ενός ιδιαίτερου συμφέροντος ως «γενικού εκπροσώπου» των υπολοίπων, σημαίνει ότι κατέχει ή του αναγνωρίζεται μια υπεροχή οργανωτική, οικονομική, ή πνευματική-ηθική, από τους συμμετέχοντες. Το υπό αμφισβήτηση καθεστώς, έχει τη δυνατότητα, προκειμένου να αμυνθεί, να προσεταιριστεί ορισμένες από τις ομάδες που συγκροτούν το αντικαθεστωτικό μπλοκ και να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, αναδεικνύοντας εκ νέου τη μερικότητά τους και «σπάζοντας» τη σχέση ισοδυναμίας που είχε προκύψει με άλλες ομάδες του συνασπισμού (λογική της διαφοράς).
Β) Η ηγεμονική σχέση προϋποθέτει την υπέρβαση του δίπολου καθολικότητα ιδιαιτερότητα, στο βαθμό που η καθολικότητα διαμεσολαβείται αναγκαστικά από τις μερικότητες που ενοποιεί κι εμπεριέχει, και ταυτόχρονα, καμιά ιδιαιτερότητα δεν μπορεί να λάβει πολιτική σημασία, αν δεν ενσωματωθεί σε ολοποιητικά σχήματα(αλυσίδες ισοδυναμίας), που αναπαριστούν και διεκδικούν την επανάκτηση της καθολικότητας.
Γ) Η διατήρηση της διάκρισης καθολικότητας ιδιαιτερότητας, με τρόπο ώστε η πρώτη να ενσωματώνει και να εκπροσωπεί τη δεύτερη, απαιτεί την κατασκευή κενών σημαινόντων, που αναπαριστούν, νοηματοδοτούν και διεκδικούν την απούσα φαντασιακή πληρότητα της κοινωνίας(ελευθερία, δικαιοσύνη, δημοκρατία κτλ), και μέσω των οποίων τα μερικά αιτήματα τάξεων και κοινωνικών ομάδων συναιρούνται και κατασκευάζουν αυτή την πληρότητα.
Δ) Τέταρτη και τελευταία διάσταση της ηγεμονίας είναι ο καταστατικά αντιπροσωπευτικός της χαρακτήρας. Εφόσον η χαμένη πληρότητα που διεκδικείται είναι φαντασιακή κι άρα αδύνατη να υλοποιηθεί, κι εφόσον η κοινωνική πολυπλοκότητα κι η ποικιλία των αιτημάτων και των αναγκών βαίνει αυξανόμενη, για να μπορέσει ένα μερικό συμφέρον να ηγεμονεύσει αναπαριστώντας αυτή την καθολικότητα, είναι αναγκαία μια αντιπροσωπευτική κι ως ένα βαθμό ιεραρχική δομή. Στην ηγεμονική θεωρία του Λακλάου, πολιτική σημαίνει αντιπροσώπευση. (Κιουπκιολής, 2011: 40)
Συνοπτικά, για τον Λακλάου και τη Μουφ, η ηγεμονία εμπεριέχει στην ουσία της ένα κεντρικό παράδοξο. Για να υπάρξει απαιτεί την κατασκευή συλλογικών κι ατομικών ταυτοτήτων στη βάση της αναπαράστασης μιας πληρότητας. Ταυτόχρονα όμως, καθώς η πληρότητα είναι αδύνατη, απαιτείται η διαμεσολάβησή της από ιδιαίτερα μερικά συμφέροντα, που απειλούν κάθε στιγμή να αναιρέσουν τον καθολικό της χαρακτήρα. Γι αυτό και κάθε ηγεμονική συνάρθρωση είναι εγγενώς ασταθής, επειδή εμπεριέχει τη διάσταση της επιβολής απόφασης, στο από τη φύση του μη οριστικά αποφασίσιμο κοινωνικό πεδίο (Butler κα, 2000: 66, 82-6; Laclau, 1997:217-226). Αυτή η μη αποφασισιμότητα είναι που εγγυάται και το δημοκρατικό και πλουραλιστικό χαρακτήρα του ηγεμονικού προτύπου του Λακλάου, στα πλαίσια του οποίου, καθώς δεν αναγνωρίζεται κανένα ύστατο θεμέλιο απόλυτης αλήθειας, μια πληθώρα υποκειμένων νομιμοποιούνται να δρουν και αμφισβητούν τους παγιωμένους λόγους και ιεραρχίες (Laclau, 1997:39-42, 171).
Η «λαϊκιστική ρήξη» ως κορύφωση της ηγεμονικής λογικής
Δεδομένου ότι για τον Λακλάου το κοινωνικό πεδίο κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου δια του λόγου, ο λόγος αποτελεί την ουσία του κοινωνικού, κι όχι ένα δευτερεύον στοιχείο της υπερδομής. Καθώς ο λόγος προσπαθεί πάντοτε να περιστείλει τις δυνατές εννοιολογήσεις του νοήματος, σταθεροποιώντας το γύρω από ορισμένα κομβικά σημεία, κάτι που πραγματοποιείται μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών, συνάγεται ότι ο ανταγωνισμός κι η εξουσία είναι ανεκρίζωτα στοιχεία της κοινωνίας(Σταυρακάκης, 2004). Τα υποκείμενα κι οι ατομικές ταυτότητες δεν συγκροτούνται από μια δεδομένη και καθολική ουσία, ταξική ή άλλη, αλλά από ανταγωνιστικές διαδικασίες ηγεμονικών συναρθρώσεων, στα πλαίσια των οποίων η σταθεροποίηση του νοήματος που επιτυγχάνεται είναι πάντοτε ενδεχομενική και προσωρινή, κι οι στόχοι που τίθενται βρίσκονται υπό συνεχή αναδιαπραγμάτευση, στη βάση βραχυπρόθεσμων τακτικών κι όχι μακροπρόθεσμων στρατηγικών(Λακλάου,1983:225-6, 239-241; Laclau, 2003).
Αν αποδεχτούμε ότι η μόνη βεβαιότητα που μπορεί να υπάρξει για την πολιτική είναι η καταστατική της αβεβαιότητα και αοριστία, τότε ανοίγει ο δρόμος για την θεσμοποίηση κι αναγνώριση αυτής της ουσίας, στο πρόταγμα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας (Κατσαμπέκης, 2011). Ιδιαίτερη στιγμή κι αρχέτυπο ηγεμονικής συνάρθρωσης για τον Λακλάου, είναι ο λόγος του λαϊκισμού.
Οι βασικές προϋποθέσεις ανάδυσης λαϊκιστικών ηγεμονικών συναρθρώσεων είναι οι εξής. 1) Κρίση του άρχοντος καπιταλιστικού συγκροτήματος εξουσίας, τόσο σε οικονομικό, όσο και, κυρίως, σε ιδεολογικό επίπεδο, δηλαδή εξάρθρωση των μέχρι τότε σταθερών εγκλήσεων που απέδιδε η κυρίαρχη ιδεολογία στα κοινωνικά υποκείμενα, οι οποίες δε γίνονται πια αποδεκτές, επέρχεται δηλαδή μια αποφυσικοποίηση των κοινωνικοπολιτικών ταυτίσεων (Λακλάου,1983:117) 2)Αποδυνάμωση, αριθμητική και πολιτική, της παραδοσιακής βιομηχανικής εργατικής τάξης (Laclau, 2010β), με αποτέλεσμα η κλασσική μαρξιστική ταξική ανάλυση, και οι αντίστοιχες προλεταριακές εγκλήσεις, εν όψει της διόγκωσης των μεσαίων τάξεων, να μη μπορούν να εκφράσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια έναντι της κυρίαρχης ιδεολογίας και να επωφεληθούν από την κρίση νομιμοποίησης του συστήματος εξουσίας, λόγω της εμμονής τους στον οικονομισμό και τον ταξικό αναγωγισμό. Η σύμπτωση αυτών των δύο συνθηκών(αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και διάθεση αμφισβήτησης του υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος εξουσίας, με ταυτόχρονη αδυναμία της εργατικής τάξης να ενσωματώσει και να εκφράσει αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση), είναι που οδήγησε, σύμφωνα με τον Λακλάου, στην άνοδο του φασισμού στη μεσοπολεμική Γερμανία, ο οποίος πέτυχε ακριβώς να κινητοποιήσει μαζικά αυτή την εξεγερτική διάθεση ιακωβίνικου τύπου, αποσυνδέοντάς την από σοσιαλιστικές διεκδικήσεις, και ταυτίζοντάς την με ρατσιστικά αιτήματα υπεράσπισης της φυλετικής κι εθνικής καθαρότητας, δια του κορπορατιστικού φασιστικού τύπου κράτους (Λακλάου, 1983:131-155).
Ο Λακλάου εισάγει μια διάκριση, η αγνόηση της οποίας θεωρεί ότι είναι η βασική αδυναμία του ταξικού αναγωγισμού που διακρίνει στον κλασσικό μαρξισμό. Εκκινώντας από τη θέση ότι η ιδεολογία ως έγκληση δεν έχει καμιά αναγκαία ταξική συνδήλωση, διακρίνει σαφώς μεταξύ ταξικής αντίφασης, δηλαδή του ανταγωνισμού που προκύπτει από την θέση των κοινωνικών δρώντων στις σχέσεις παραγωγής (ταξική πάλη), και της λαικοδημοκρατικής αντίφασης, δηλαδή της ιδεολογικής έκφρασης της ταξικής πάλης (λαικοδημοκρατική πάλη). Η λαικοδημοκρατική πάλη προϋποθέτει βέβαια τον ταξικό διαχωρισμό, αλλά δεν επικαθορίζεται από αυτόν, διαθέτει έναν αυτόνομο χαρακτήρα. Ενώ στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής, η κοινωνία συγκροτείται σε τάξεις, στο επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού συγκροτείται ιδεολογικά ως λαός, απέναντι στο κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας. Αν ισχύει ότι η λαικοδημοκρατική πάλη δεν είναι ευθέως αναγώγιμη στην ταξική πάλη, καθώς η έννοια του λαού συμπεριλαμβάνει πολλές κοινωνικές τάξεις με διαφορετικά συμφέροντα, συνάγεται πως οι λαικοδημοκρατικές εγκλήσεις δεν έχουν σαφές και προκαθορισμένο ταξικό περιεχόμενο, αλλά διαμορφώνονται σε επίπεδο ιδεολογικής διαπάλης και ηγεμονικών συναρθρώσεων στις οποίες αυτή καταλήγει. Συνεπώς, το σημαντικότερο πολιτικό επίδικο στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς είναι η συνάρθρωση των λαικοδημοκρατικών εγκλήσεων σε ανταγωνιστικούς ταξικούς ιδεολογικούς λόγους(αστικούς ή εργατικούς), προκειμένου αυτοί να καταστούν ηγεμονικοί (Λακλάου, 1983: 113-130, 160). Οι τάξεις λοιπόν δεν δομούνται με τρόπο αναγωγιστικό, αλλά μέσω της ηγεμονικής συνάρθρωσης μη ταξικών ιδεολογικών στοιχείων (π.χ το «έθνος» έχει διαφορετικά νοήματα σε έναν συντηρητικό-ακροδεξιό, σε έναν φιλελεύθερο-αστικό, και σε έναν σοσιαλιστικό λόγο). Γι αυτό και ο λαϊκισμός μπορεί να πάρει αντιδραστικό ή προοδευτικό πρόσημο, αναλόγως αν στοχεύει να «ουδετεροποιήσει» τον ταξικό ανταγωνισμό, που εκφράζεται ως αντιπαράθεση μεταξύ λαού και κυρίαρχης ιδεολογίας, με τρόπο ώστε να μην λάβει αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό (φασισμός), ή αν, αντίθετα, από τη μεριά των υποτελών τάξεων, στοχεύει να αναδείξει αυτό τον ταξικό ανταγωνισμό και μάλιστα σε οξυμένη μορφή, με απώτατο στόχο την ανατροπή του ίδιου του κράτους ως εξουσιαστικής-εκμεταλλευτικής δομής. Με την έννοια αυτή, η πληρέστερη μορφή λαϊκισμού, ως αντιπαράθεσης λαού-εξουσίας, δε μπορεί παρά να είναι σοσιαλιστική (Λακλάου, 1983:181-198, 221).
Από την παραπάνω ανάλυση, προκύπτει ότι τα χαρακτηριστικά της κατά Λακλάου θεώρησης του λαϊκισμού είναι τα εξής (Laclau, 2010α· Laclau, 2012)
Α) Όταν ένα θεσμικό σύστημα καθίσταται ανίκανο να ικανοποιήσει έναν αυξανόμενο αριθμό κοινωνικών αιτημάτων, τότε τα αιτήματα αυτά χάνουν σταδιακά τον συγκεκριμένο και θεσμικό χαρακτήρα τους, κι ενοποιούνται μεταξύ τους με αρνητικό τρόπο, στη βάση του γεγονότος ότι όλα παραμένουν ανικανοποίητα. Έτσι, σχηματίζεται μια «αλυσίδα ισοδυναμίας», στα πλαίσια της οποίας κάθε αίτημα, αν και διατηρεί εν μέρει την ιδιαιτερότητά του, εν τούτοις καθολικοποιείται ταυτιζόμενο με τα υπόλοιπα στο όνομα της απούσας ανικανοποίητης πληρότητας. Αυτή η αλυσίδα ισοδυναμίας, μπορεί να διασπαστεί από την αντίθετη «λογική της διαφοράς», όταν το θεσμικό σύστημα ικανοποιεί κάποια από τα αιτήματα, επαναφέροντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και τον διαχειριστικό-διοικητικό τρόπο επίλυσης προβλημάτων.
Β) Στα πλαίσια της «λογικής της ισοδυναμίας», κάθε κοινωνική ομάδα της οποίας το αίτημα δεν ικανοποιείται, ταυτίζεται με τις άλλες που βρίσκονται στην ίδια θέση, συγκροτώντας το ένα ευρύτερο διαταξικό λαϊκό υποκείμενο, την έννοια του λαού, ή των «μη προνομιούχων», η οποία καθίσταται κομβικό σημείο στο λαϊκιστικό λόγο.
Γ) Όπως κάθε λόγος που φιλοδοξεί να γίνει ηγεμονικός, ο λαϊκισμός νοηματοδοτεί «κενά σημαίνοντα», αποδίδοντάς τους συγκεκριμένο περιεχόμενο, διχοτόμει το κοινωνικό πεδίο ανάμεσα στο λαό, δηλαδή τη μεγάλη πλειοψηφία των «μη προνομιούχων», και το κατεστημένο, δηλαδή τις ελίτ της πολιτικής-οικονομικής ολιγαρχίας, που αδιαφορούν για τις λαϊκές ανάγκες, κι εμποδίζουν τη λαϊκή ευημερία για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Η χάραξη εσωτερικού συνόρου που διχοτομεί αυστηρά το κοινωνικό πεδίο, σημαίνει επίσης ότι όσο περισσότερο εκτείνεται η «αλυσίδα ισοδυναμίας» στην οποία βασίζεται ο λαϊκισμός, δηλαδή όσο περισσότερα είναι τα κοινωνικά αιτήματα που επιχειρεί να εκφράσει, τόσο δυσχερέστερη γίνεται η καθολικοποίησή τους, και τόσο πιο ασταθής είναι η λαϊκιστική συνάρθρωση. Από ένα σημείο πολλαπλασιασμού των αιτημάτων και πέρα, τα «κενά σημαίνοντα» στα οποία βασίζεται ο λαϊκισμός χάνουν το συγκεκριμένο περιεχόμενο που τους αποδίδει ο λαϊκιστικός λόγος, και ολισθαίνουν ξανά στην αοριστία, μετατρεπόμενα σε «μετέωρα σημαίνοντα».
Δ) Ο λαϊκιστικός λόγος επιχειρεί να εκπροσωπήσει μια πολλαπλότητα διαφορετικών αιτημάτων, ανάγοντάς τα σε μια καθολική κοινή ουσία, την αντιπαράθεση λαού-κατεστημένου, χωρίς το καθένα να χάνει ποτέ τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, καθώς η απόλυτη σύμπτωση μερικού-καθολικού είναι αδύνατη. Συνεπώς, η καθολίκευση αυτή επιτυγχάνεται με θεσμούς έμμεσης ιεραρχικής αντιπροσώπευσης, κι όχι αμεσοδημοκρατικά, κατά το ρουσσωικό πρότυπο, της γενικής βούλησης. Ο Λακλάου μάλιστα αναγορεύει τον λαϊκισμό ως ταυτόσημο με την πολιτική καθ’ αυτή, σημειώνοντας πως έχουν κοινές προϋποθέσεις: την κοινωνική διαίρεση και την αμφισημία της έννοιας του λαού. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, κανένα ηγεμονικό εγχείρημα δε μπορεί να μην έχει λαϊκιστικά στοιχεία, κι θα είναι περισσότερο ή λιγότερο λαϊκιστικό, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο διέπεται από τη λογική της ισοδυναμίας.
Ε) Μια τελευταία κι εξίσου σημαντική διάσταση του λαϊκιστικού φαινομένου είναι η εγγενής ροπή του προς τη θεσμοποίηση. Συγκεκριμένα, ενώ όλα τα λαϊκιστικά κινήματα ξεκινάνε με μια ρητορική ριζοσπαστικά αντιθεσμική, όταν καταλαμβάνουν την εξουσία, αυτό το χαρακτηριστικό τείνει σταδιακά να εκλείψει, προς όφελος μιας διαφορικής λογικής διαχειριστικής-διοικητικής αντιμετώπισης των κοινωνικών αιτημάτων. Η λογική της ισοδυναμίας γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί από τις κυρίαρχες ομάδες, μέσω της καταφυγής στην ξύλινη γλώσσα, που συνήθως είναι ανεπιτυχής. Η θεσμική και λαϊκιστική λογική λοιπόν είναι ορθότερο να αντιμετωπίζονται όχι ως αλληλοαποκλειόμενες, αλλά αντίθετα ως συμπληρωματικές, η αλληλεπίδραση μεταξύ των οποίων ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες (Laclau, 2008).
Η Αριστερά σήμερα και το πρόταγμα ενός προοδευτικού λαϊκισμού
Με υπόβαθρο την ανάλυση του λαϊκισμού ως ηγεμονικής στρατηγικής, η οποία μπορεί, ανάλογα με τις συνθήκες, να λάβει απελευθερωτικό ή αντιδραστικό χαρακτήρα, δεδομένης της αμφισημίας της έννοιας «λαός», ο Λακλάου και η Μουφ, αναδεικνύουν την αναγκαιότητα ενός νέου προτάγματος για την Αριστερά. Γι’ αυτούς, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σηματοδοτεί, πέρα από την παρακμή της παραδοσιακής εργατικής τάξης, και την διάψευση μιας θεμελιώδους παραδοχής του κλασσικού μαρξισμού, ότι τα θεμέλια των κοινωνικών συγκρούσεων είναι δεδομένα και αντικειμενικά προσδιορίσιμα, και κατά συνέπεια επιδέχονται μιας τελικής ορθολογικής επίλυσης σε μια κατεύθυνση πλήρους ελευθερίας κι ισότητας, με πρωταγωνιστικό ρόλο ενός ορισμένου υποκειμένου ιστορικής αλλαγής, του προλεταριάτου (Laclau και Mouffe, 1998). Η αναγνώριση της πολλαπλότητας των κοινωνικών δρώντων και του ενδεχομενικού χαρακτήρα πολιτικών συστημάτων και θεωριών, στα πλαίσια ηγεμονικών συναρθρώσεων ανοιχτών σε ανατροπή κι αμφισβήτηση, οδηγεί τους δύο διανοητές να προτείνουν ως εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο τόσο απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό, όσο και στον κευνσιανισμό, τη «ριζοσπαστική δημοκρατία».
Πρόκειται για ένα σύστημα που αναγνωρίζει τον ανεξάλειπτο χαρακτήρα της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού ως συστατικού στοιχείου του πολιτικού, επιχειρώντας να τον θεσμοποιήσει ως «αγωνιστικό πλουραλισμό», στα πλαίσια του οποίου οι αξίες της ελευθερίας και της ισότητας θα γίνονται καθολικά αποδεκτές, αλλά οι διαφωνίες ως προς το περιεχόμενό τους θα παραμένουν ισχυρές ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές-ιδεολογικές τάσεις (συντηρητικές, αστικές, σοσιαλιστικές). Ο ανταγωνισμός θα διέπεται από ένα φιλελεύθερο (κοινοβουλευτικό) σύστημα κοινά αποδεκτών θεσμικών κανόνων, το οποίο θα διασφαλίζει πως η εκάστοτε πλειοψηφία και μειοψηφία, θα δέχεται τη νομιμότητα των απόψεων του αντιπάλου, και δεν θα επιχειρεί να επιβληθεί δια της βίας (Μουφ, 2008:27-33). Γι’ αυτό κι ο Λακλάου ορίζει τη ριζοσπαστική δημοκρατία ως διαρκή επέκταση των αλυσίδων ισοδυναμίας πέρα από τα όρια που θέτει ένα δεδομένο πολιτικό σύστημα, ώστε να συμπεριλαμβάνει όλο και περισσότερα αιτήματα και κοινωνικούς αγώνες, με κεντρικό άξονα την ενίσχυση της ίσης ελευθερίας για όλους (Laclau, 2008).
Η μέθοδος που προτείνουν οι Λακλάου-Μουφ, προκειμένου η ιδέα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας να καταστεί ηγεμονική κι ικανή να αμφισβητήσει το νεοφιλελευθερισμό, είναι η ευρωπαϊκή Αριστερά να προτάξει ένα προγραμματικό σχέδιο αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος των μεσαίων κι κατώτερων στρωμάτων, και διεύρυνσης των κοινωνικών-δημοκρατικών δικαιωμάτων μέσω της δραστικής ενίσχυσης του κράτους πρόνοιας. Αυτό προϋποθέτει τη ρήξη με την κυρίαρχη στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας στρατηγική αποδοχής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ως μονοδρόμου, η οποία έχει το ολέθριο αποτέλεσμα, καθώς οι πολίτες δεν έχουν διαθέτουν ριζικά διαφορετικές επιλογές, οι οποίες να μπορούν να τους διεγείρουν συναισθηματικά και να τους κινητοποιήσουν μαζικά σε δημοκρατική κατεύθυνση, είτε να αποσύρονται από την πολιτική διαδικασία και να επιλέγουν την ιδιώτευση, είτε να κινητοποιούνται από τον ακροδεξιό-ρατσιστικό λαϊκισμό, ο οποίος ενισχύεται ραγδαία εκλογικά στον ευρωπαϊκό χώρο, εμφανιζόμενος ως η μόνη εναλλακτική απέναντι στο νεοφιλελεύθερο κατεστημένο (Μουφ, 2008:33-9· Laclau και Mouffe, 1998).
Aπέναντι στην άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού, ο οποίος καλύπτει το κενό εκπροσώπησης που αφήνει η σύγκλιση των κομμάτων εξουσίας στην «κεντρώα» νεοφιλελεύθερη συναίνεση, ο Λακλάου τονίζει πως η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να επενδύσει σε έναν προοδευτικό λαϊκισμό, ο οποίος θα συσπειρώνει τις κοινωνικές δυνάμεις που πλήττονται από τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, με τρόπο ο οποίος θα συνδυάζει δύο συμπληρωματικές λογικές. Πρώτον, την μαζική κινητοποίηση μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, απέναντι στο κυρίαρχο σύστημα εξουσίας, με αμεσοδημοκρατικές κι αντιιεραρχικές δομές (κινήματα των πλατειών, οριζόντια οργάνωση). Δεύτερον, τη μετατροπή των διάσπαρτων αιτημάτων αυτής της κινητοποίησης σε συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα, με βάση την κατάληψη της κρατικής εξουσίας για την υλοποίησή του, μέσω ενός ηγεμονικού αντιπροσωπευτικού θεσμού, μιας πολιτικής-κομματικής οντότητας (κάθετη οργάνωση). Οι δύο αυτοί τύποι οργάνωσης (κοινωνικό κίνημα και πολιτικό κόμμα), θα πρέπει να διατηρήσουν την αυτονομία τους συνεργαζόμενοι, γιατί κανένας από τους δύο δε μπορεί από μόνος τους να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Το αντινεοφιλελεύθερο ηγεμονικό σχέδιο θα πρέπει να στηριχτεί αφενός στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της τοπικής εξουσίας κι αφετέρου στην αναμόρφωση των θεσμών του κεντρικού κράτους (Λακλάου, 2013α, Λακλάου, 2013β). Στα καθ’ ημάς, η ανάγκη λαϊκιστικής στροφής την ευρωπαϊκής αριστεράς επιβεβαιώνεται κι από τους τεχνοκράτες και υποστηρικτές του «εκσυγχρονισμού» της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής, οι οποίοι υιοθετούν συστηματικά ένα λόγο δαιμονοποίησης του λαϊκισμού, ως ρίζας της «ελληνικής κακοδαιμονίας», με σαφή στόχο να καταδικάσουν συλλήβδην τις κοινωνικές αντιδράσεις στην εφαρμοζόμενη πολιτική, ως εκφράσεις «ανορθολογισμού», «καθυστέρησης», «ανομίας» και «συντεχνιασμού» (Σεβαστάκης, 2012).
Συμπέρασμα
Η επεξεργασία από τον Λακλάου της έννοιας του λαού και του λαϊκισμού ως ηγεμονικής στρατηγικής απέναντι στο μεταδημοκρατικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, έχει το προσόν να συνδυάζει την πληρότητα και την αναλυτική ενάργεια σε θεωρητικό επίπεδο, με την ισχυρή κι άμεση αναφορά σε πραγματικούς πολιτικούς αγώνες που διεξάγονται διεθνώς. Ταυτόχρονα, έχει διατυπωθεί η κριτική ότι η αυστηρά τυπική-μορφική προσέγγιση του λαϊκισμού στο πρώιμο έργο του, όπου θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη σαφή αναφορά στο «λαό», είναι πολύ περιοριστική. Η κριτική αυτή τον οδήγησε μεταγενέστερα να διευρύνει την κατηγορία του λαϊκισμού σε οποιαδήποτε σημαίνοντα γύρω από τα οποία σχηματίζονται αλυσίδες ισοδυναμίας κι όχι αποκλειστικά στο λαό. Αυτή η διεύρυνση όμως εγκυμονεί τον κίνδυνο διολίσθησης στην απροσδιοριστία και την αδυναμία διαχωρισμού λαϊκιστικών και μη λαϊκιστικών λόγων, ενώ ταυτοχρόνως δεν δίνεται η αναγκαία έμφαση στη λιμπιντική-συναισθηματική επένδυση ως παράγοντα μαζικής πολιτικής κινητοποίησης (Σταυρακάκης, 2004). Με όλα τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα και τις αναγκαίες ή μη τροποποιήσεις της, η κατά Λακλάου θεώρηση του πολιτικού, της ηγεμονίας, κι ιδιαίτερα του λαϊκισμού, με την έμφαση που δίνει στον πλουραλισμό και την ενδεχομενικότητα των κοινωνικοπολιτικών αγώνων, αποτελεί ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο, στην πολιτική θεωρία και πράξη, που μας βοηθάει να διευρύνουμε την οπτική και τους ορίζοντές μας, σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (Μακρής, 2015).
Βιβλιογραφία
Butler, J., ; Laclau, E., ; Zizek, S.,(2000), Contigency, Hegemony, Universality: Contemporary dialogues on the Left, London-New York: Verso
Howarth, D.,(2008), H έννοια του Λόγου, μτφρ. Καναούτη, Σ., επιμ. Σταυρακάκης, Γ., Αθήνα: Εκδόσεις Πολύτροπον
Κατσαμπέκης, Γ.,(2011), «Θεωρητικο-πολιτικές διαμάχες στον ορίζοντα του ενδεχομενικού: ηγεμονία, μετα-ηγεμονία και η ανάδυση του “νέου”: εισαγωγικές σημειώσεις», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 114, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2011, σσ. 25-30, http://www.frenchphilosophy.gr/wp-content/uploads/2014/04/Katsambekis-Theoritiko-politikes-diamaches-ston-orizonta-tou-endechomenikou.pdf (Πρόσβαση, 11-12-2015)
Κιουπκιολής, Α.,(2011), Πολιτικές της ελευθερίας: αγωνιστική δημοκρατία, μετα-αναρχικές ουτοπίες και η ανάδυση του πλήθους, Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές
Λακλάου, Ε.,(1983), Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία: καπιταλισμός, λαϊκισμός, φασισμός, μτφρ-επίμ. Ανανιάδης, Γρ., Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα
Laclau, E.,(1997), Για την επανάσταση της εποχής μας, μτφρ-επίμ. Σταυρακάκης, Γ., Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος
Laclau, E.,(2003), «Είναι δυνατόν να εξηγηθούν οι κοινωνικοί αγώνες εμμενώς;» (Βιβλιοκριτικό δοκίμιο για το βιβλίο των Μ. Hardt & A. Negri, Αυτοκρατορία), Σύγχρονα Θέματα, τχ. 82, Ιούνιος 2003, σσ. 89-94.
Laclau, E.,(2008), «Ernesto Laclau: Ο υπερασπιστής της ενδεχομενικότητας» (Συνέντευξη στην Αθηνά Αυγητίδου και την Ελένη Κούκου), Intellectum, τχ. 5, Δεκέμβριος 2008, σσ. 85-95. http://www.intellectum.org/articles/issues/intellectum5/ITL05P085095_Yperaspistis_Endexomenikotitas.pdf (Πρόσβαση 11-12-2015)
Laclau, E.,(2010α), «Λαϊκισμός: Τι σημασία έχει το όνομα», μτφρ. Γιώργος Κατσαμπέκης, Γρηγόρης Ανανιάδης, Σύγχρονα Θέματα, τχ. 110, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2010, σσ. 70-79. http://www.frenchphilosophy.gr/wp-content/uploads/2014/04/Laclau-E.-Laikismos.-Ti-simasia-echei-to-onoma.pdf (Πρόσβαση 11-12-2015)
Laclau, E.,(2010β), «Ο αναγκαίος λαϊκισμός» (Συνέντευξη του Ernesto Laclau στον Νίκο Χρυσολωρά), Σύγχρονα Θέματα, τχ. 110, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2010, σσ. 80-83 http://www.frenchphilosophy.gr/wp-content/uploads/2014/04/Laclau-E.-O-anagkaios-laikismos.pdf (Πρόσβαση 1-12-2015)
Laclau, E.,(2011), «Hardt και Negri: Έχει ο Θεός!» μτφρ. Χρήστος Ηλιάδης, Σύγχρονα Θέματα, τχ. 114, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2011, σσ. 31-34. http://www.frenchphilosophy.gr/wp-content/uploads/2013/11/Laclau-E.-Hardt-kai-Negri.-Echei-o-Theos-2011.pdf (Πρόσβαση 11-12-2015)
Laclau, E.,(2012), στο Τόποι Ζωής, Τόποι Ιδεών, επεισόδιο 6: Λαϊκισμός: χειραγώγηση ή χειραφέτηση; https://www.youtube.com/watch?v=zYp7lLA7Qak (Πρόσβαση 11-12-2015)
Λακλάου, Ε.,(2013α), «Η αριστερά στην Ευρώπη πρέπει να γίνει πιο λαϊκιστική» (Συνέντευξη στη Αναστασία Γιάμαλη), Η Αυγή, 10 Νοεμβρίου 2013. http://www.avgi.gr/article/1275756/ernesto-laklaou-i-aristera-stin-europi-prepei-na-ginei-pio-laikistiki (Πρόσβαση 11-12-2015)
Λακλάου, Ε.,(2013β), «Θετικό σημάδι για την αλλαγή η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ» (Συνέντευξη στον Τάσο Τσακίρογλου), Η Εφημερίδα των Συντακτών, 27 Οκτωβρίου 2013. http://archive.efsyn.gr/?p=139031 (Πρόσβαση 11-12-2015)
Laclau, E., Mouffe, C.,(1998), «Οι καρδιές, τα μυαλά και η ριζοσπαστική δημοκρατία» (Συνέντευξη των Λακλάου και Μουφ στο περιοδικό Red Pepper, Ιούνιος 1998), μτφρ. Θώμη Γάκη, Ιστοχώρος Κοίτα τον ουρανό (ημερ. ανάρτησης: 2 Μαρτίου 2015) http://afterhistory.blogspot.gr/2015/05/blog-post.html (Πρόσβαση 11-12-2015)
Laclau, E., Mouffe, C.,(2001), Hegemony and Socialist Strategy(2nd Edition), London-New York: Verso Publications
Μακρής, Σ.,(2015), Ο Ernesto Laclau(1935-2014) και η μετανεωτερική προσέγγιση του πολιτικού και της δημοκρατίας, περιοδικό Θέσεις, τχ. 130, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015 http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1291&Itemid=29 (Πρόσβαση 11-12-2015)
Mouffe, C.,(2004), To δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Κιουπκιολής, Α., επίμ. Σταυρακάκης, Γ., Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις
Μουφ, Σ.,(2008), Επί του Πολιτικού, μτφρ. Κιουπκιολής, Α., Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές
Phillips, L., Jorgensen, M.,(2009),Ανάλυση Λόγου, Θεωρία και Μέθοδος, μτφρ. Κιουπκιολής, Α., επίμ. Σταυρακάκης, Γ., Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
Σεβαστάκης, Ν.,(2012)., στο Τόποι Ζωής, Τόποι Ιδεών, επεισόδιο 6: Λαϊκισμός: χειραγώγηση ή χειραφέτηση; https://www.youtube.com/watch?v=9A8hEbJMhgs (Πρόσβαση 11-12-2015)
Σταυρακάκης, Γ.,(2004), «Αντινομίες του φορμαλισμού: η κατά Laclau θεώρηση του λαϊκισμού και ο ελληνικός θρησκευτικός λαϊκισμός», Επιστήμη και κοινωνία, τχ 12 http://www.frenchphilosophy.gr/wp-content/uploads/2014/04/Stavrakakis-G.-Antinomies-tou-formalismou.-i-kata-Laclau...2004.pdf (Πρόσβαση 11-12-2015)
Η ηγεμονία, το πολιτικό και η λαϊκιστική ρήξη στη σκέψη του Ερνέστο Λακλάου
Reviewed by Antonisgal
on
8:54:00 μ.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου