Συνέντευξη-Θωμάς Τσαλαπάτης: Ποίηση και Πολιτική σε συνθήκες υπαρκτού ρεφορμισμού

Φωτογραφία από το http://3pointmagazine.gr
Ο Θωμάς Τσαλαπάτης είναι απόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Αθηνών. Το 2007 έγραψε και συν-σκηνοθέτησε το θεατρικό έργο "Όλα τα ρολόγια της πόλης ή ο γέρος και η φωτοτυπία". Από το 2008, αρθρογραφεί στην εφημερίδα "Εποχή, ενώ συνεργάζεται με διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως το περιοδικό  "Unfollow". Ακόμα διατηρεί τη δική του στήλη στην  "Εφημερίδα των Συντακτών". Η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο "Το ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ" (εκδ. Εκάτη, Δεκέμβριος 2011), βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί, επίσης, ένα βιβλίο με ποίηση του W.B. Yeats, που μετέφρασε σε συνεργασία με τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο. Τον Μάιο του 2015 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, με τον τίτλο «ΑΛΜΠΑ», από τις εκδόσεις "Εκάτη". Το σύνολο των κειμένων και των άρθρων του διατίθενται  στο προσωπικό του ιστολόγιο, Groucho Marxism.

Συνέντευξη στην Σταματίνα Τσιμοπούλου

Σ.Τ.: Έχοντας αντιληφθεί την επιτακτικότητα της εν λόγω συγκυρίας  αλλά και αφουγκραστεί την απογοήτευση του κόσμου από τις πρόσφατες πολιτικές διαψεύσεις, ποιος θεωρείται ότι είναι ο ρόλος της αριστεράς; Ποιο το κύριο πολιτικό της πρόταγμα;

Θ.Τ.: Δεν ανήκω σε κάποιο κόμμα ώστε να απαντήσω με βεβαιότητα. Από την άλλη δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου εκτός της αριστεράς. Αυτό που νομίζω ότι αποδεικνύεται είναι πως η αριστερά δεν έχει βρει πειστικές λύσεις για μια εναλλακτική πρόταση μέσα στις συνθήκες τις παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Οι προτάσεις του απομονωτισμού από τη μία και της παραμονής σε διακρατικές συμμαχίες με σκληρά πλαίσια, όπου τα περιθώρια άσκησης αριστερής πολιτικής μοιάζουν από εξαιρετικά περιορισμένα έως ανέφικτα, δεν μου μοιάζουν ως ικανοποιητικές προτάσεις. Αλλά, ταυτόχρονα έχω την αίσθηση πως βρισκόμαστε στη αρχή μιας αλλαγής. Είναι πολλές οι διαψεύσεις και πολύ έντονη η ρευστότητα που βιώνουμε μέσα στην εποχή της κρίσης. Η αριστερά αν θέλει να συνεχίσει να υπάρχει πρέπει να αμφισβητήσει όλες της τις βεβαιότητες χωρίς να ξεχνά ποτέ το σταθερό της αξιακό πλαίσιο. Για μένα, το πλαίσιο αυτό, όπως κληροδοτήθηκε ως πυρήνας από τα επαναστατικά κινήματα του 18ου και του 19ου αιώνα, ταυτίζεται με τον λόγο ύπαρξης και την ίδια την ουσία της αριστεράς. Οι μορφές και οι προτάσεις πρέπει να αλλάζουν με βάση τα διδάγματα, τις απομυθοποιήσεις και τα συμπεράσματα της ιστορικής εμπειρίας. Αν η αριστερά είναι στάσιμη παύει να είναι αριστερά. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να κάνει εκπτώσεις στις βασικές τις αρχές, στις πάγιες θέσεις, στα κυρίαρχα προτάγματά της. Το ελληνικό παράδειγμα μέχρι στιγμής είναι πλήρες σε παραλλαγές και των δύο περιπτώσεων.

Σ.Τ.: : Αν διαισθανόμαστε όλοι σχεδόν ότι ολισθαίνουμε στο «φαλιμέντο αυτού του κόσμου», πώς εξηγείτε εσείς προσωπικά το γεγονός ότι δείχνουμε περισσότερο πρόθυμοι να φαντασιωθούμε το τέλος του κόσμου από το τέλος του καπιταλισμού;

Θ.Τ.: Ίσως γιατί σε μεγάλο βαθμό ταυτίζουμε τα δύο. Ο καπιταλισμός συγκροτεί τους όρους με τους οποίους υπάρχει η καθημερινότητά μας, το κάθε συνήθειο, η κάθε βιωμένη δομή, το υπερεγώ μας. Ο κόσμος μπορεί να περιέχει την πραγματικότητά μας, όσο και τις εναλλακτικές του, αλλά στην πραγματικότητα είναι έννοια αφηρημένη. Για να φανταστούμε το τέλος του πρέπει να δανειστούμε απλώς εικόνες αποκάλυψες, εικόνες φυσικών καταστροφών κτλ, εικόνες ξένες, μη βιωμένες. Ο καπιταλισμός έχει καταφέρει να ταυτιστεί με την πρακτική εκδοχή αυτού του κόσμου. Η αλλαγή του δεν θα μπορούσε να οριστεί (ακόμη και φαντασιακά) παρά μόνο με πρακτικούς απτούς και συγκεκριμένους όρους. Και όμως η πραγματικότητα αλλάζει πιο γρήγορα από τις προτάσεις και τις εναλλακτικές μας. Για να προσδιορίσουμε και για να πράξουμε την αλλαγή πρέπει να γίνουμε πρακτικοί και συγκεκριμένοι όσο και η πραγματικότητα. Χωρίς να ξεχνάμε φυσικά τους στόχους, τις επιθυμίες, τις αρχές μας.

Σ.Τ.:  Μήπως οι μεταρρυθμιστικές απόπειρες των τελευταίων κυβερνήσεων  είναι τελικά ο δούρειος ίππος της διαιώνισης και μεταμφίεσης των ήδη κυρίαρχων δομών; Είναι κρίσιμος ο ριζοσπαστισμός; Αν ναι, πώς αποτιμάται το ενδεχόμενο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό «κόστος»;

Θ.Τ.: Νομίζω πως ζούμε την περίοδο του υπαρκτού ρεφορμισμού για να τω πω λίγο χαριτωμένα. Το ελληνικό παράδειγμα μαζί με το Ισπανικό, το Πορτογαλικό και (τώρα πια) και το αγγλικό καλούνται όχι μόνο να κυβερνήσουν σε μια συγκεκριμένη συγκυρία αλλά να προσδιορίσουν (θετικά ή αρνητικά) τα όρια της αριστεράς στο συγκεκριμένο πλαίσιο και με τον συγκεκριμένο τρόπο. Μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα είναι ελάχιστα ορατά. Ο ριζοσπαστισμός πιστεύω πως είναι απαραίτητος, ειδικά λόγω του τόσο ασφυκτικού πλαισίου στο οποίο βρισκόμαστε και κινούμαστε. Για να μπορέσει όμως κανείς να διαχειριστεί το όποιο κόστος του ριζοσπαστισμού χρειάζεται μια ευρύτατη συμφωνία με την κοινωνία. Και κάτι τέτοιο προϋποθέτει γείωση στην κοινωνία, δουλειά και ζύμωση σε γειτονιές, χώρους εργασίας και κοινωνικούς χώρους, οργάνωση από τα κάτω. Μια συνθήκη που έχω τη αίσθηση πως η αριστερά έχει απολέσει τελείως.

Σ.Τ.:  Έχετε παρομοιάσει σε παλαιότερη συνέντευξή σας τις λέξεις αυτής της εποχής με δοχεία που αδειάζουν, αναφερόμενος στην απώλεια του ειδικού τους βάρους. Μήπως, ο δημόσιος λόγος αποφορτίστηκε προκειμένου να αυτονομιμοποιηθεί;  Η απαξίωση του πολιτικού λόγου που έχετε επισημάνει έχει προκύψει διεκδικώντας  απενοχοποίηση;

Θ.Τ.: Νομίζω πως είναι αρκετά σύνθετο φαινόμενο. Ο πολιτικός λόγος έχει να κάνει με την ιδεολογία. Όταν η πολιτική των δύο κυρίαρχων ευρωπαϊκών πολιτικών χώρων ταυτίστηκε (εννοώ τα δεξιά κόμματα και τη σοσιαλδημοκρατία) προς μία και μόνη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, ο λόγος έμεινε κενός. Αδύναμος να περιγράψει την ταύτιση, αδύνατος στο να βρει διαφορές. Η ιδεολογία περιεγράφηκε ως κάτι ανύπαρκτο ακριβώς λόγω της νίκης της μίας και μόνης ιδεολογίας. Έτσι ο λόγος υποβιβάστηκε από φορέας ιδεολογίας σε πεδίο ικανότητας. Μιας ρητορικής ικανότητας που βρίσκει (υποτίθεται) την αντιστοιχία του και στην πολιτική ικανότητα. Ένας ουσιαστικά διαφορετικός λόγος θα σήμαινε ταυτόχρονα και μια νέα αφήγηση ικανή να υπερπηδήσει την παραπάνω ταύτιση. Εγώ τέτοιο λόγο δεν έχω ακόμη συναντήσει.

Σ.Τ.: Αν αναγνωρίζουμε ψήγματα αλήθειας σε μια θεώρηση που εντοπίζει στον σύγχρονο αιώνα την προτεραιότητα στο χώρο εις βάρος του χρόνου, στην αμεσότητα εις βάρος της διάρκειας, την ιλιγγιώδη διεύρυνση των οριζόντων και τη δραστική συστολή του πλανήτη, υπάρχει ο κίνδυνος ότι όσο πιο γρήγορα «μετακινούμαστε» άλλο τόσο γρήγορα αποϊστορικοποιούμαστε;

Θ.Τ.: Η ταχύτητα είναι η βασική συνθήκη της εποχής. Σήμερα όλα συνορεύουν. Για να παραφράσουμε τον Μπλέηκ μπορούμε να πούμε πως ‘’κρατούμε το άπειρο στην παλάμη μας’’ σε ότι αφορά την πληροφορία. Δεν είμαι από αυτούς που θα απορρίψουν γρήγορα τη σημερινή συνθήκη. Ίσα ίσα θεωρώ πως είναι καλό να την αποδεχόμαστε κριτικά και να ορίζουμε τις παραμέτρους που επιθυμούμε μέσα σε αυτή. Προσπαθώ να εντοπίσω τα θετικά που προκύπτουν από τις αλλαγές. Στην ποίηση ας πούμε. έχω την αίσθηση πως η επιστροφή στον γραπτό λόγο που επιβάλει η εκτίναξη των κοινωνικών μέσων δικτύωσης σε συνδυασμό με την πυκνότητα του λόγου που επιβάλει η ταχύτητα του διαδικτύου, μπορούν να λειτουργήσουν θετικά σε σχέση με το κατεξοχήν πυκνότερο είδος κειμενικού λόγου που είναι η ποίηση. Νέα προβλήματα θα προκύψουν σίγουρα και νέες λαθραναγνώσεις. Αλλά και πάλι το γεγονός πως τα προβλήματα αυτά θα είναι νέα τα καθιστά πολύ πιο συμπαθή από τα παλαιά.

Σ.Τ.:  Όταν ο μηχανισμός κουρδίζει την καθημερινή ζωή, πώς πιστεύετε ότι μπορούμε να οχυρωθούμε, πώς να λιμάρουμε τις αντιστάσεις μας σε πείσμα των καιρών;

Θ.Τ.: Η κυρίαρχη αφήγηση προκύπτει πάντα ενιαία και χωρίς ουσιαστικές ρωγμές. Αυτό που οφείλουμε (και πρέπει βέβαια πρώτα να ορίσουμε αυτόν τον πληθυντικό) είναι να αμφιβάλουμε, να αναρωτιόμαστε, να αμφισβητούμε. Και τελικά να ενσαρκώνουμε αυτή τη στάση μας σε όλες τις της πτυχές. Στην καθημερινότητα, στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε, ακόμα και στη γλώσσα που χειριζόμαστε και που είμαστε.

Σ.Τ.:  Πώς αντιμετωπίζετε τον ρόλο σας στη σύγχρονη συγκυρία; Μπορεί η πένα να γίνει ξίφος, η ποίηση εδώλιο να δικάσει τα κακώς κείμενα της πραγματικότητας και συνάμα πεδίο άφεσης αμαρτιών και προσωπικής και κοινωνικής  αναγέννησης;

Θ.Τ.: Η ποίηση μπορεί να γίνει αυτό που η ποίηση επιθυμεί. Δεν πιστεύω πως ακολουθεί τις προθέσεις του υποκειμένου που προσπαθεί να την πλάσει. Η ποίηση στρατεύεται πάντα στον εαυτό της –χωρίς αυτό φυσικά να αποκλείει το πολιτικό περιεχόμενο- αυτό που έχει σημασία είναι η ειλικρίνεια του δημιουργού και η ικανότητά του, η επιμονή του στο σμίλευμα. Αν ο ποιητής είναι ειλικρινής ο γύρω κόσμος θα βρεθεί στα ποιήματά του ατόφιος.

Σ.Τ.:  Ποια η γνώμη σας για τον Λογοτεχνικό Κανόνα; Παίζει ρόλο στη  διαλογή και κατηγοριοποίηση των καλλιτεχνών του σύγχρονου λογοτεχνικού σύμπαντος;

Θ.Τ.: Νομίζω πως Κανόνες θα υπάρχουν πάντα και πάντα υπήρχαν. Διαφορετικοί, αλληλεπικαλυπτόμενοι και αποκλίνοντες Κανόνες. Αυτό που περιγράφουμε ως ‘’κανόνα’’ στον δημόσιο λόγο είναι στην πραγματικότητα ένα πολύ κλειστό σύστημα με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια που συχνά ξεπερνούν το ποιητικό πεδίο (εμπορικά, πολιτικά, κοινωνικά κριτήρια). Νομίζω πως στην Ελλάδα δεν πάσχουμε από έλλειψη Κανόνα αλλά από την έλλειψη ενός συγκροτημένου κριτικού λόγου που θα συνδιαλέγεται, θα προτείνει και θα προσφέρει. Και από την έλλειψη αυτή ζημιώνεται τόσο η ποιητική παραγωγή όσο και το κοινό της ποίησης. 
 

Συνέντευξη-Θωμάς Τσαλαπάτης: Ποίηση και Πολιτική σε συνθήκες υπαρκτού ρεφορμισμού Συνέντευξη-Θωμάς Τσαλαπάτης: Ποίηση και Πολιτική σε συνθήκες υπαρκτού ρεφορμισμού Reviewed by Antonisgal on 7:04:00 μ.μ. Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.