Κώστας Βάρναλης, ο ποιητής των "Μοιραίων"


Στις 16 Δεκεμβρίου του 1974 ο Κώστας Βάρναλης άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 90 ετών. Η αποδοχή προς το πρόσωπό του ήταν τόσο μεγάλη που χιλιάδες κόσμου ακολούθησαν την πομπή της κηδείας και μετέτρεψαν την τελετή σε μια μεγάλη διαδήλωση. Ανατρέξαμε σε δύο ντοκουμέντα για τον μεγάλο Λογοτέχνη δάσκαλο και ποιητή, τα οποία και σας παραθέτουμε. Το ένα αφορά την παρουσία του στην δίκη του Μενέλαου Λουντέμη που δικάστηκε το 1956 για “εσχάτη προδοσία”, λόγω μιας συλλογής διηγημάτων του. Η πηγή μας είναι το αξιόλογο βιβλίο του Λάμπρου Ζιώγα "Η Δίκη του Μενέλαου Λουντέμη".  Το δεύτερο θα αποτελεί απόσπασμα από τον τρόπο που κλείνει ο Βάρναλης το πρώτο του διήγημα που δημοσιεύτηκε ποτέ, το έργο ο “Λαός των Μουνούχων”. Καλή σας ανάγνωση

" Το διάλειμμα είχε τελειώσει. Ο Πρόεδρος χτύπησε μερικές φορές το κουδούνι για να γίνει ησυχία και είπε με βαριά. Βραχνιασμένη φωνή.
-Να περάσει ο επόμενος μάρτυρας. Κωνσταντίνος Βάρναλης.
-Κωνσταντίνος Βάρναλης!...επανέλαβε ο κλητήρας με ακόμα πιο δυνατή φωνή.
Ο δάσκαλος, που μόλις είχε μπει στην αίθουσα κοιτούσε με χλευασμό και απάθεια. Δεν περίμενε να τον ειδοποιήσουν. Μόλις το πληροφορήθηκε απ'τις εφημερίδες ντύθηκε τα γιορτινά του και ήρθε να υπερασπιστεί το συγγραφέα και το βιβλίο του. Δεν λογάριασε ούτε γηρατειά, ούτε φόβο, ούτε κρύο, ούτε κούραση. Διέσχισε τα πυκνά στίφη των πραιτοριανών πούχαν κυκλώσει ολόκληρο το τετράγωνο και μπήκε στην αίθουσα.

 -Κωνσταντίνος Βάρναλης!.. ξανακούστηκε η φωνή του κλητήρα.

-Δάσκαλε εσένα φωνάζουν, του λέει ο Νίκος Παπάς.

 -Εμένα; Τότε τι Κωνσταντίνος λέει αυτός ο... άιντε ας μη το πω...

 -Περάστε κύριε Βάρναλη, είπε με κάποια ευγένεια ο Πρόεδρος που έκανε το διανοούμενο.

Ο δάσκαλος πλησίασε στην έδρα των δικαστών ορκίστηκε και άρχισε να μιλά:

-Δεν ήρθα εδώ για να υποστηρίξω απλώς το Λουντέμη. Ήρθα για να υπερασπίσω τη λειτουργία της σκέψης. Γιατί αν οι αστυνομικές αρχές εξακολουθήσουν να επεμβαίνουν σε ξένα εδάφη, τότε δεν αποκλείεται να συλληφθεί και ένας επιστήμονας που μπορεί να πει π.χ. “η ατομική βόμβα θα καταργήσει τα σύνορα...”

-Βλέπω την αίθουσα του δικαστηρίου γεμάτη από άγνωστους νέους! Τη χαρά και την ελπίδα του καλύτερου Αύριον!
Δεν χάνεται η Ελλάδα όταν έχει τέτοια νεολαία, διάδοχο εκείνης που κατέβαζε τον αγκυλωτό σταυρό απ'την Ακρόπολη και εκείνης που βάδιζε στο Σκοπευτήριο τραγουδώντας: “Έχε για καημένε κόσμε...” Τι έτρεξε να δει και ν'ακούσει εδώ μέσα η νεολαία- η πνευματική και πολιτιστική ηγεσία ενός καλύτερου Αύριον; Δεν έτρεξε ν'ακούσει και να δει. Να συμπαρασταθεί ήρθε. Να δώσει τον παλμό της και τη σκέψη της βοήθημα και στήριγμα του Λόγου του Ελεύθερου, που τον έχετε καθίσει στο σκαμνί. Να σώσει το χρέος του Λόγου να ελέγχει και να φρονηματίζει και να οδηγεί το σύνολο στο δρόμο της εθνικής κάθαρσης της Πολιτείας. Γιατί αυτή είναι η κοινωνική αποστολή της Τέχνης γενικά, να διδάσκει την αλήθεια, το δίκιο, το καλύτερο. Τόπε κι ο μέγας Ευρυπίδης με το στόμα του Αριστοφάνη: Βελτίους τε ποιούμεν τους πολίτας εν ταις πόλεσι”. Τι σημαίνει τούτο. Χτυπάμε το κακό και εξαιρούμε το καλό. Αυτό δε μπορεί να γίνει χωρίς έλεγχο του κακού. Κι αυτόν τον έλεγχο θέλησε να εμποδίσει η κατηγορούσα αρχή. Γιατί τον φοβάται. Έμμεσα υποστηρίζει τους αιτίους του κακού. Όλη σχεδόν η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας (τι εύκολη κατηγορία σε καιρό παρακμής!) στηρίζεται σε μια μόνο φράση. Τη Ρηνούλα, την ηρωίδα του πρώτου διηγήματος του Λουντέμη, την κυνηγάν οι σάτυροι χαρτοπαίκτες, αλλά τη σώζουν οι εργάτες που δουλεύουν στο γειτονικό γιαπί. Και της λένε: “Μη φοβάσαι όσο βρίσκεσαι στα χέρια της εργατιάς”. Μ'αυτή τη φράση ο συγγραφέας συκοφαντεί όλην την αστικήν τάξην και υπογραμμίζει την αρετή της λαϊκής τάξης...
Μα τι να γίνει. Ο συγγραφέας έχει χρέος να λέει την αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι πως, πάντα στα χρόνια της παρακμής , η διαφθορά είναι προνόμιο εκείνων που έχουν τη δύναμη της “ευπόρου τάξεως”. Και ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι οι λαοί (ευτυχώς) διεφθαρμένοι. Αυτό είναι αλήθεια- κι αυτήν την αλήθεια είχε χρέος ο λογοτέχνης να μη τη διαστρέψει για λόγους “εξωτερικούς” (ας πούμε έτσι). Ένα έργο Τέχνης, κύριοι για νάναι έργο τέχνης πρέπει να απαντά στα εξής ερωτήματα: Είναι καλογραμμένο; Λέει την αλήθεια; Ποια είναι η κοινωνική του αποτελεσματικότητα; Γιατί ένα έργο τέχνης πρέπει να ανεβάζει τον άνθρωπο και να τον κάνει καλύτερο. Ο Λουντέμης απαντά σωστά και στα τρία αυτά ερωτήματα...

-Είμαστε σύμφωνοι μ' όλα αυτά, κύριε Βάρναλη, λέει διακόπτοντας το δάσκαλο ο Εισαγγελέας Κατεβαίνης. Πράγματι ένα έργο Τέχνης πρέπει να απαντά στα τρία αυτά ερωτήματα. Όταν όμως παραμορφώνεται η αλήθεια;

-Ποια αλήθεια; ρωτά όλο απορία ο δάσκαλος.

-Στο βιβλίο του Λουντέμη παραμορφώθηκε η αλήθεια και μάλιστα κατά τον χειρότερο τρόπο.

-Όχι!... φώναξε ο Βάρναλης. Δεν παραμορφώθηκε καμιά αλήθεια! Και μάλιστα ο Λουντέμης δεν είπε απ'αυτήν την αλήθεια στα βιβλία του παρά μόνο ελάχιστα ψίχουλα!

-Όταν γενικεύει μεμονωμένα περιστατικά και παρουσιάζει ολόκληρη την αστική τάξη διεφθαρμένη δεν είναι παραμόρφωση; είπε όλο θυμό ο Εισαγγελέας.

-Όχι!.. απάντησε κοφτά ο δάσκαλος. Δικαίωμά του είναι να γενικεύει! Δικαίωμα και καθήκον του! Σ'όλη την ιστορία της ανθρωπότητας διεφθαρμένος δεν είναι ποτέ ο λαός...

Εδώ επεμβαίνει ο Πρόεδρος και ρωτά κάτι.
-Πιο δυνατά! Φώναξε ο Βάρναλης φέρνοντας το χέρι στο αυτί του, σημάδι ότι δεν άκουσε την ερώτηση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ... Κύριε μάρτυς είναι ένοχος ο κατηγορούμενος..

ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! Για να 'ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραννισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος. (...)

[...] Έγινε ησυχία. Στην έδρα έτριξε αμήχανα κάποιο κάθισμα. Ένας σύνεδρος σηκώθηκε, στράφηκε κατά το μέρος που βρισκόταν ο δάσκαλος και λέει:
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε, έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων;
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…

ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν΄ αποσυρθείτε.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε «λόγω αμφιβολιών»! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!.

[...] Κάποτε το Δικαστήριο διέκοψε κι ο κόσμος άρχισε να βγαίνει. Ο δάσκαλος έτρεξε μέσα για να δει το Λουντέμη. Μάταια. Μόλις τελείωσε η δίκη τον φευγάτισαν κρυφά από μία μυστική θύρα του εσωτερικού της στοάς. Κανείς δεν τον αντιλήφθηκε. Μόνο ο Φώτης ο Πολυμέρης κάτι μυρίστηκε και έτρεξε μαζί με τον αδερφό του, σφουγκίζοντας τα μάτια τους. Τι θέαμα ήταν αυτό! Ο “αδερφός τους ο Μέλιος” δεμένος στα βαριά σίδερα σαν τον ληστή. Ο δάσκαλος καταστεναχωρημένος, βγήκε στο δρόμο όπου τα πλήθη περίμεναν άδικα να δουν τον αλυσοδεμένο συγγραφέα και χάθηκε μέσα σ'αυτά."

Ο Λαός των Μουνούχων







Κώστας Βάρναλης, ο ποιητής των "Μοιραίων" Κώστας Βάρναλης, ο ποιητής των "Μοιραίων" Reviewed by Afterhistory on 12:52:00 π.μ. Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.