Η οικονομια δοκιμαζει τις αντοχες της πολιτικης
Του λόγου δ΄ εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν (αλλά παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν ως να έχουν προσωπική κατανόηση)
Ηράκλειτος: Diels 195.
Είναι γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή που ο Λόγος δεν είναι κοινός, αλλά πολυδιασπασμένος. Οι πολλοί –και οι πολλές ομάδες ή άτομα– καλλιεργούν και κατέχουν διαφορετικές «αλήθειες» και κατανόηση του γίγνεσθαι. Δεν είναι εύκολο, και είναι μάλλον αδύνατο, να γίνει μια σύνθεση των λόγων των πολλών σε έναν κατανοητό σε όλους, εφόσον η ανάλυση δεν μπορεί να πραγματώσει μια σύνθεση πέραν της ατομικής, όσο αυτή είναι εφικτή. Το ιδιωτικό και το δημόσιο, τομείς ή όψεις του φαντασιακού, παραμένουν τεχνητά διαχωρισμένα: «Την ελευθερία της προσωπικής ζωής επικαλέστηκαν οι κρατούντες για να ξεθεμελιώσουν το δημόσιο χώρο» .
Σε αυτή την τροπή του νοητικού τοπίου μας οι έννοιες όπως του γενικού καλού, του λαού, του έθνους, της κοινωνίας, πάσχουν και από οντολογικό και από γνωσιολογικό καθορισμό. Σήμερα ακούγονται βαριές κατηγορίες και εκφράζονται απόλυτες τοποθετήσεις στο όνομα μιας κάποιας γενικής αρχής, η οποία εν πολλοίς είναι μια προσωπική ιδεοληψία, ή μια κρυφή επιθυμία, ειλικρινής τις περισσότερες φορές, υστερόβουλη κάποιες άλλες, για το καθάρισμα του τραπεζίου και ένα νέο ξεκίνημα.
Η πιο προφανής κατάτμηση του Λόγου είναι ο πολιτικός λόγος και αυτό δεν έχει μεγαλύτερο εύρος πουθενά όσο στην Ελλάδα. Ο λόγος της πολιτικής, και δικαίως, σε μια μεταμοντέρνα κοινωνία, δεν μπορεί παρά εξ ορισμού να είναι κατατετμημένος αλλά κυρίως αυτοπραγματούμενος (για να μην προχωρήσουμε στο ότι είναι και… αυτοαναφορικός).
Αυτό δεν απέχει πολύ από τη γενικότερη εικόνα η οποία παρουσιάζεται στο διεθνές σκηνικό, και ιδιαίτερα στον τομέα της οικονομίας και τι μέλλει γενέσθαι στον κυκεώνα στον οποίον βρίσκεται η παρούσα φάση της καπιταλιστικής, μετακαπιταλιστικής, υβριδικής ή ακόμη και ακαθόριστης σε ουσία οικονομικής πρακτικής.
ΙΙ.
Μετά την αναγόρευση της απειλής των εκλογών σε «μπλόφα», δηλαδή, την εισβολή της πολιτικής στην οικονομία, από την επαύριον των εκλογών –και πριν τον τερματισμό τους– η οικονομία επέστρεψε καθοριστικά στο προσκήνιο να ορίσει τους κανόνες του παιγνιδιού.
Στις 16/11, η Ελλάδα περιμένει την απόφαση της Eurostat για το έλλειμμα του 2009. Το 13,6% από τις διαρροές φαίνεται ότι θα βρεθεί στο 15,5%. Είναι αλήθεια ότι η στατιστική αρχή για πρώτη φορά και μόνον για την Ελλάδα θα υπολογίσει τα χρέη των ΔΕΚΟ στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης. (Για όσες ΔΕΚΟ επιδοτούνται με πάνω από το 50% του προϋπολογισμού τους.) Αυτό είναι ένα ακόμη θέμα που η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν το θέτει υπό συζήτηση αλλά το δέχεται αδιαμαρτύρητα.
Μετά από την προγραμματισμένη μείωση του ελλείμματος κατά 5,5% για το 2010, το έλλειμμα αυτού του έτους θα φτάσει ίσως και το 10%. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση ψάχνει για επιπλέον 4 δις για να κλείσει τις απαιτήσεις του Μνημονίου. Είναι πέραν ή βέβαιον ότι δεν θα τα βρει. Το έλλειμμα των εσόδων είναι 1,75 δις έως σήμερα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι το 2011 θα υπάρξουν νέα δημοσιονομικά μέτρα. Και εφόσον ο ΥΠΟΙΚ έχει αποκλείσει νέους φόρους και μειώσεις μισθών δεν απομένει παρά συρρίκνωση του Δημοσίου, μείωση των δημοσίων επενδύσεων, καθώς βέβαια και αύξηση του ΦΠΑ.
Όλα αυτά συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν μέσα σε ένα κλίμα γενικής επιχειρηματικής απραξίας και φυγής πολλών επιχειρήσεων, κυρίως λόγω φορολογίας, από τη χώρα τους τελευταίους δέκα μήνες. (Ο αριθμός 1500 ο οποίος αναφέρθηκε ως αριθμός επιχειρήσεων οι οποίες μετέφεραν την παραγωγική τους δραστηριότητα εκτός Ελλάδος, είναι υπερβολικός και σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.)
Η κυβέρνηση παρουσιάζεται βέβαιη για την πραγματοποίηση των στόχων του Μνημονίου, αλλά και την ίδια στιγμή, μέλη της ζητούν αλλαγή των όρων της συμφωνίας, τουλάχιστον ως προς το χρόνο εκπλήρωσης της συμφωνίας.
Η οικονομία, δηλαδή τα επίπονα μέτρα τα οποία πρέπει να παρθούν για τον ερχόμενο χρόνο, έχουν τις ανάλογες πολιτικές επιπτώσεις στην κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ καθώς και στα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η συμπεριφορά των διεθνών αναλυτών, αγορών, καθώς και της ΕΕ πιέζουν μετά τις εκλογές την κυβέρνηση, η οποία με την μπλόφα των εκλογών αποσταθεροποίησε τις αγορές των ελληνικών ομολόγων την προηγούμενη εβδομάδα. Υπάρχει, θα λέγαμε μια διελκυστίνδα αντοχής νεύρων μεταξύ αγορών, ΕΕ και ελληνικής κυβέρνησης η οποία δεν μπορεί να έχει ευτυχή κατάληξη.
Το ερώτημα τίθεται όχι για το αν η Ελλάδα πτωχεύσει αλλά πότε και με ποιόν τρόπο. Ήδη ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ Σόιμπλε, στη συνέντευξή του στο περιοδικό Spiegel έθεσε το θέμα: «Στο μέλλον οι ιδιώτες επενδυτές, οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικοί επενδυτές θα έχουν ένα μερίδιο στις ζημίες όταν οι χώρες δεν θα μπορούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους. Αυτοί οι οποίοι συλλέγουν υψηλά πρίμιουμ από κρατικά ομόλογα θα πρέπει να πάρουν το ρίσκο όταν τα πράγματα σοβαρέψουν […] Είναι ξεκάθαρο ότι ο νέος μηχανισμός δεν θα έχει εφαρμογή στα παλαιά χρέη αλλά στο νέο χρέος […] Σκέπτομαι μια διαδικασία σε δύο στάδια. Στην πρώτη φάση η ΕΕ θα επιβάλει ένα πρόγραμμα λιτότητας και δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης, όπως εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα με το Μνημόνιο. Στο πρώτο βήμα οι λήξεις των ομολόγων θα μπορούσαν να παραταθούν. Εάν αυτό δεν βοηθήσει, τότε οι πιστωτές θα πρέπει να δεχτούν μείωση των απαιτήσεών τους ως δεύτερο βήμα. Για τα υπόλοιπα θα λάβουν εγγυήσεις […] Αλλά πρέπει όλοι να αναγνωρίσουμε ότι το να κρατήσουμε το ευρώ σταθερό είναι προς το συμφέρον μας. Κανείς δεν επωφελείται περισσότερο από αυτό από ότι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία».
Σε αυτό το σχέδιο αντέδρασε ο Πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ. Ο Τρισέ αντέτεινε τα εξής: «Εάν οι επενδυτές υποχρεωθούν να μοιραστούν το βάρος μιας διάσωσης με τους φορολογούμενους, αυτό θα τους απέτρεπε να επενδύσουν στην Ευρώπη και αυτό θα έβαζε σε δοκιμασία την ανάκαμψη της περιοχής, μια παρατήρηση την οποία απέρριψε η Μέρκελ» (European Voice, 4 Νοεμβρίου 2010).
Οι σκέψεις του Σόιμπλε και του Τρισέ δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει σχετικά με τις λεπτομέρειες και τις επιπτώσεις ενός τέτοιου σχεδίου σε μόνιμη βάση για τις χώρες της ΕΕ. Εδώ δεν υπάρχει καμία σκέψη για «ευρώ δύο ταχυτήτων», αλλά σχεδιασμός για μια ελεγχόμενη πτώχευση και επαναφορά της χώρας σε μια σταθερή πορεία .
Η αντίρρηση του Τρισέ θα μπορούσε να ήταν και μια αντίρρηση εκ μέρους των συμφερόντων των επενδυτών–τραπεζών, αλλά υπάρχει μια οικονομική λογική, εφόσον οι δανειστές της ευρωζώνης θα είχαν να αντιμετωπίσουν τη βάσιμη πιθανότητα να χάσουν μέρος των χρημάτων τους, εάν η χώρα δεν πετύχαινε τους στόχους της. Άλλωστε, οι αγορές δεν έχουν ακόμη κάτι χειροπιαστό αλλά μόνο τον ακαθόριστο φόβο του ψαλιδίσματος του χρέους.
Ο τραπεζίτης Παπαδήμος σε εκδήλωση της ΕΕΤ δήλωσε: «Η αναδιάρθρωση ούτε είναι αναγκαία ούτε αναπόφευκτη […] Τώρα πρέπει να προχωρήσουμε σε ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ, μείωση των δημοσίων οργανισμών, αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας» (Capital, 10 Νοεμβρίου 2010).
Η δήλωση Παπαδήμου έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι ευχολόγιο. Η αναδιάρθρωση δεν θα ήταν αναγκαία αν υπήρχε ένα κράτος σε λειτουργία και μια οικονομία με μεγαλύτερη παραγωγική βάση. Ακόμη, δεν θα ήταν ίσως αναγκαία αν η πολιτική ηγεσία είχε αποφασιστικότητα και γνώσεις και δεν υπολόγιζε το κομματικό κόστος. Αυτά τα προαπαιτούμενα δεν υφίστανται και ως εκ τούτου η αναδιάρθρωση είναι αναγκαία.
Το δεύτερο σκέλος είναι αποκαλυπτικό. Η αναδιάρθρωση δεν είναι αναπόφευκτη, και αυτή είναι μια δήλωση η οποία διαφοροποιεί τη μέχρι τώρα στάση της κυβέρνησης. Επίσης, δεν αναφέρεται στην ανάγκη ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος και μέσω αυτού στη σωστή κατανομή των φορολογικών βαρών. Ακόμη περισσότερο αποσιωπά τη φοροδιαφυγή αλλά και ποιες ομάδες φοροδιαφεύγουν με αποτέλεσμα τα αναλογούντα βάρη τους να τα σηκώνουν άλλοι.
Ο Παπαδήμος πάντως θεώρησε ότι η αναδιάρθρωση δεν θα βοηθήσει ούτε την Ελλάδα ούτε την ΕΕ.
Το πρακτορείο Bloomberg (10 Νοεμβρίου 2010) σε άρθρο του για την ελληνική οικονομία σε σύγκριση με την οικονομία της Αργεντινής γράφει: «Η Ελλάδα σίγουρα πρόκειται να αναδιαρθρώσει το χρέος της. Το μόνο ερώτημα είναι ο χρόνος. Εξαρτώνται απόλυτα από την ΕΕ». Η αναδιάρθρωση πάντως έχει πολλές λεπτομέρειες οι οποίες δεν έχουν διευκρινιστεί. Το περιοδικό Economist στην ηλεκτρονική του έκδοση στις 10/11 έχει ένα εκτενές άρθρο για την Ιρλανδία αλλά και για την ουσία και πρακτική της αναδιάρθρωσης.
ΙII.
Υπάρχει μια ανάγκη για τους πολλούς και για τους μη ειδικούς να αποσαφηνιστούν ορισμένα σημεία και να τεθούν ορισμένες ερωτήσεις μέσα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου Λόγου, ο οποίος περικλείει όχι αγανάκτηση και θυμό αλλά το χώρο και τη θέση του σε αυτόν της ελληνικής οικονομίας.
Υπάρχουν συζητήσεις περί χρεοκοπίας. Η λύση αυτή είναι αναπόφευκτη εάν η κυβέρνηση δεν αντιδράσει με οργανωμένο και αποφασιστικό τρόπο.
Οι συζητήσεις αυτές εμπεριέχουν και την έξοδο από το ευρώ και την εισαγωγή της δραχμής. Όσοι συζητούν αυτές τις λύσεις θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους την πραγματική οικονομία, τις τράπεζες, τις καταθέσεις, τις επιχειρήσεις και την δανειακή ικανότητα της χώρας να συνεχίσει μετά από μια τέτοια κίνηση. Όποιοι πιστεύουν ότι με την επιστροφή της δραχμής και το τυπογραφείο του Χολαργού θα βγούμε από το αδιέξοδο, πρέπει να σκεφτούν πολλές φορές και να κάνουν πολλούς υπολογισμούς και συγκρίσεις για το τότε και το τώρα.
Υπάρχουν προτάσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους εντός του ευρώ με μηχανισμούς της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Αυτή η λύση δεν είναι μια εύκολη λύση, ούτε πανάκεια στα προβλήματά μας. Η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δόσεων ως πρώτη φάση είναι ανακούφιση, αλλά όχι λύση.
Η δεύτερη φάση –το ψαλίδισμα του χρέους– είναι λύση, αλλά και αυτή βαδίζει σε μια λεπτή γραμμή ισορροπίας· το πώς θα γίνει και πόσο γρήγορα θα γίνει. Το πρώτο ερώτημα που γεννιέται, και είναι φυσικό να γεννιέται, είναι αν όλοι θα βγούμε αλώβητοι από αυτήν τη διευθέτηση. Οι ελληνικές τράπεζες δεν θα βγουν αλώβητες. Σύμφωνα με άρθρο των Financial Time (10 Νοεμβρίου 2010) και από έρευνα της Citigroup προκύπτει ότι οι ξένοι επενδυτές φεύγουν από την ευρω-περιφέρεια: «Σύμφωνα με αρκετούς επενδυτές, η κρίση χρεών της ευρωζώνης έχει εισέλθει σε νέα φάση, καθώς αυξάνονται οι φόβοι ότι πολλές αδύναμες οικονομίες της Ευρώπης θα χρειαστεί να κάνουν αναδιάρθρωση χρεών […] Τα κρατικά ομόλογα που κατείχαν ξένες τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οίκοι μειώθηκαν στο β΄ τρίμηνο κατά 14% στην Ελλάδα, 12% στην Πορτογαλία, 8% στην Ισπανία και 5% στην Ιρλανδία. Τα ξένα ενεργητικά στα ομόλογα της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας μειώθηκαν στο 65% του συνολικού ανοίγματος από το β΄ τρίμηνο, έναντι 85% το 2009. Μειώθηκαν στο 55% από 70% στην Ελλάδα και 38% από 43% στην Ισπανία, την ίδια περίοδο. Οι εγχώριες τράπεζες αγόρασαν το 75% της ελληνικής έκδοσης βραχυπροθέσμων εντόκων γραμματίων, χθες» (9/11/2010, ύψους 390 εκατ. με 4,82%). Αυτό μας υποδεικνύει ότι το δημόσιο ελληνικό χρέος μετατίθεται προς τις ελληνικές τράπεζες και Έλληνες ομολογιούχους με τον κίνδυνο με μια αναδιάρθρωση, πέραν του ψαλιδίσματος των ομολογιών τις οποίες κατέχουν οι ξένες τράπεζες, να υποστούν ψαλίδισμα οι ομολογίες σε ελληνικές τράπεζες οι οποίες θα είναι αυξημένες σε μέγεθος και άρα θα μεγαλώσουν την ζημία των εδώ τραπεζών. (Στο ζήτημα της ζημίας των τραπεζών προστίθεται και το θέμα των CDSs. Τα παράγωγα ασφάλισης κινδύνου είναι άγνωστο ποιοι τα κατέχουν και ποιοι θα πληρώσουν τις απώλειες. Πάνω σε αυτό το θέμα η άγνοια είναι πλήρης.)
Πέραν αυτού τίθεται το ερώτημα της εύρυθμης χρηματοδότησης του δημοσίου με καινούργια ρευστότητα, δάνεια, τα οποία δεν θα συμπεριλαμβάνονται σε αυτά τα οποία θα ψαλιδιστούν, δηλαδή το παλαιό χρέος, καθώς και τα 110 δις του πακέτου στήριξης.
Όπως γνωρίζουμε από τη διεθνή πρακτική, το ψαλίδισμα θα είναι μεταξύ 30–50%. Ποιός θα αποφασίσει για το εύρος του ψαλιδίσματος; Αυτό είναι καίριο θέμα το οποίο η ελληνική κυβέρνηση πρέπει από τώρα να έχει προετοιμαστεί να αντιμετωπίσει με επιχειρήματα και πρακτικές.
Υπάρχει και ένα τρίτο ερώτημα: ποιός θα κηρύξει το χρέος ως μη-βιώσιμο, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία της αναδιάρθρωσης; Η απάντηση είναι και εδώ η ελληνική κυβέρνηση, αλλά το επιπλέον ερώτημα είναι πότε και γιατί. Σε αυτό το σημείο, ο πολιτικός λόγος έρχεται να παίξει το ρόλο του Λόγου, εάν και εφόσον δεν έχει διαρραγεί σε πολλούς λόγους πολλών οι οποίοι θα εξαναγκάσουν μια περιδεή κυβέρνηση να κάνει τη σωστή ή τη λάθος κίνηση. Και η σωστή ή η λάθος κίνηση θα κριθεί από το χρόνο και τις συνθήκες στο περιβάλλον μας.
Υπάρχουν γύρω μας λόγοι αγανάκτησης και θυμού. Λόγοι οι οποίοι εκφράζουν την πίστη ότι λύσεις στις οποίες θα συμμετέχουν τραπεζίτες, το ΔΝΤ, η ΕΕ, η ΕΚΤ είναι εναντίον των πολλών. Πιστεύουν ότι μια κάποια, έστω και επώδυνη λύση, με τη συμμετοχή όλων αυτών των κερδοσκόπων, είναι καταστροφική. Η τοπολογία της οικονομικής γνώσης και πραγματικότητας δεν αλλάζει με χαρακτηρισμούς. Όσο και αν οι τραπεζίτες και οι κερδοσκόποι, οι ανάλγητοι εταίροι μας, έχουν μερίδιο ευθύνης για τη χρεοκοπία μας, η εξαφάνισή τους από την οποιαδήποτε λύση είναι μοιραία αδύνατη.
Ίσως πολλοί λόγοι, αγανακτισμένοι, γεμάτοι οργή, στο πίσω μέρος του μυαλού τους πιστεύουν ή θέλουν να πιστεύουν ότι σε κάθε περίπτωση αυτοί οι «αχρείοι» δεν θα μας αφήσουν να πεινάσουμε ή να γυρίσουμε πίσω δεκαετίες αλλά θα αναγκαστούν για τα δικά τους, ευρύτερα συμφέροντα να προστρέξουν σε βοήθεια.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, λόγω της Ιρλανδίας, ίσως πολύ σύντομα θα έχουμε κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις, εάν η χώρα αυτή ζητήσει βοήθεια από την ΕΕ και ίσως είναι πρώτη η οποία ζητήσει αναδιάρθρωση του χρέους της. Και αυτό μπορεί να συμβεί γιατί είναι ήδη εκτός αγορών, λόγω υψηλών επιτοκίων, αν και έχει κεφαλαιακά αποθέματα για να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας.
Ο Ηράκλειτος αποκαλείται «σκοτεινός». Θα τον αποκαλούσαμε ακριβέστερα επικίνδυνο εάν τον αντιπαραβάλουμε με τη σημερινή τοπολογία της γνώσης μας και κυρίως με την αντίληψή μας για το γίγνεσθαι. Αν και όλα αλλάζουν και για αυτόν και για μας, ο Λόγος για αυτόν είναι ένας, για μας πολλοί. Έχουμε ιδίαν αντίληψη του Λόγου, και όχι κοινή.
Πηγή:Monthly Review
Η οικονομια δοκιμαζει τις αντοχες της πολιτικης
Reviewed by Κοίτα τον Ουρανό
on
1:45:00 μ.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου