Στη σημερινή κρίση χρέους η Γερμανία είναι οι Η.Π.Α. του 1931
του Fabian Lindner
Μια χώρα αντιμετωπίζει μια οικονομική και πολιτική άβυσσο: η κυβέρνηση βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και ασκεί έντονες πολιτικές λιτότητας, οι δημόσιοι υπάλληλοι δέχονται τεράστιες περικοπές μισθών και οι φόροι αυξάνονται δραστικά, η οικονομία καταρρέει και τα ποσοστά ανεργίας εκτινάσσονται. Άνθρωποι συγκρούονται μεταξύ τους στο δρόμο ενώ οι τράπεζες καταρρέουν και το διεθνές κεφάλαιο φεύγει από τη χώρα. Η Ελλάδα το 2011; Όχι, η Γερμανία το 1931.
Επικεφαλής της κυβέρνησης δεν είναι ο Λουκάς Παπαδήμος, αλλά ο Heinrich Bruning. Ο καγκελάριος έκοψε τις δημόσιες δαπάνες με διάταγμα, αγνοώντας το Κοινοβούλιο, ενώ το ΑΕΠ μειωνόταν χωρίς όριο. Δύο χρόνια αργότερα ο Χίτλερ θα είναι στην εξουσία, οκτώ χρόνια μετά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα αρχίσει. Η σημερινή πολιτική κατάσταση εξακολουθεί να είναι διαφορετική, αλλά οι οικονομικοί παραλληλισμοί είναι τρομακτικοί.
Όπως και στις χώρες της σημερινής κρίσης, το βασικό πρόβλημα της Γερμανίας το 1931 ήταν το εξωτερικό χρέος. Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος πιστωτής της Γερμανίας, τα χρέη της Γερμανίας ήταν εκφρασμένα σε δολάρια ΗΠΑ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, η κυβέρνησή της είχε δανειστεί τεράστια ποσά από το εξωτερικό για να εξυπηρετήσει τις αποζημιώσεις αποκατάστασης έναντι της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Οι εξωτερικοί πιστωτές χρηματοδότησαν επίσης την οικονομική άνθηση μετά τον υπερπληθωρισμό του 1923. Όπως και η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα σήμερα, η ανάκαμψη της Γερμανίας το 1920 προκλήθηκε από μια πιστωτική φούσκα.
Η φούσκα έσκασε, όταν οι αμερικανικές αγορές κατέρρευσαν το 1929. Οι επενδυτές και οι τράπεζες των ΗΠΑ επλήγησαν σκληρά, έχασαν την εμπιστοσύνη τους και μείωσαν τους κινδύνους τους - ιδίως τις επενδύσεις τους σε ευρωπαϊκά κεφάλαια. Οι πιστωτικές ροές προς τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ουγγαρία διακόπηκαν ξαφνικά. Οι επενδυτές στις ΗΠΑ δεν ήθελαν Reichsmark - το νόμισμα της Γερμανίας - αλλά δολάρια, ένα νόμισμα που η γερμανική Reichsbank δεν θα μπορούσε να τυπώσει. Η απόσυρση του δολαρίου από τη Γερμανία - ειδικά από τα γερμανικά τραπεζικά αποθέματα- οδήγησε στην ταχεία εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Reichsbank.
Για να κερδίσει δολάρια η Γερμανία έπρεπε να γυρίσει το τεράστιο έλλειμμα του τρέχοντος λογαριασμού του σε πλεόνασμα. Αλλά όπως και οι χώρες της σημερινής κρίσης, η Γερμανία ήταν παγιδευμένη σε ένα νομισματικό σύστημα με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, το χρυσό κανόνα, και δεν μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της. Ωστόσο, ακόμη και κατά την έξοδο από το κανόνα του χρυσού, ο καγκελάριος Bruning και οι οικονομικοί του σύμβουλοι, φοβήθηκαν τις πληθωριστικές επιπτώσεις της υποτίμησης και μια επανάληψη του υπερπληθωρισμού του 1923.
Χωρίς ρευστότητα σε δολάρια από το εξωτερικό, ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η κυβέρνηση να αλλάξει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν ο άγριος αποπληθωρισμός μισθών και κόστους. Σε μόλις δύο χρόνια ο Bruning περιέκοψε τις δημόσιες δαπάνες κατά 30%. Ο καγκελάριος αύξησε τους φόρους και μείωσε τους μισθούς και τις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης για την αντιμετώπιση της συνεχώς αυξανόμενης ανεργίας και της φτώχειας. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8% το 1931 και κατά 13% ένα χρόνο αργότερα, η ανεργία αυξήθηκε στο 30% και τα χρήματα συνέχισαν να διαρρέουν έξω από τη χώρα. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατράπηκε από ένα τεράστιο έλλειμμα σε ένα μικρό πλεόνασμα.
Αλλά δεν υπήρχαν αρκετά δολάρια διαθέσιμα στις παγκόσμιες αγορές. Το 1930 το Κογκρέσο των ΗΠΑ είχε εισαγάγει τον δασμό Smoot-Hawley για να περιορίσει τις εισαγωγές. Οι χώρες με χρέη σε δολάριο ήταν αποκομμένες από την αγορά των ΗΠΑ και δεν μπορούσαν να κερδίσουν τα απαραίτητα χρήματα για να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε όταν ο Πρόεδρος Χούβερ πρότεινε ένα ετήσιο moratorium για όλο το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας. Το μορατόριουμ ήταν βρήκε αντίσταση τόσο από τη Γαλλία - η οποία επέμεινε στις γερμανικές αποζημιώσεις – όσο και από το Κογκρέσο των ΗΠΑ. Όταν το Κογκρέσο ενέκρινε τελικά το moratorium, τον Δεκέμβριο του 1931 ήταν πολύ λίγο και πολύ αργά.
Το καλοκαίρι του 1931, οι γερμανικές τράπεζες άρχισαν να πέφτουν, προκαλώντας μια πιστωτική κρίση και τεράστια δημόσια πακέτα βοήθειας για να σωθούν μεγαλύτερες τράπεζες. Οι τράπεζες έπρεπε να κλείσουν και η κυβέρνηση αθέτησε την υποχρέωση πληρωμής των χρεών της. Το moratorium του Hoover και η πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης από τον διάδοχο του Bruning, τον Von Papen, ήρθαν πολύ αργά: οι χρεοκοπίες και η ανεργία συνέχισαν να αυξάνονται και οι Ναζί κέρδισαν πολιτικό έδαφος.
Οι παραλληλισμοί με την οικονομική κατάσταση που επικρατεί σήμερα είναι τρομακτικοί: η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία πρέπει να ακολουθήσουν μια άγρια πολιτική λιτότητας κάτω από την πίεση των πιστωτριών χωρών και των χρηματοπιστωτικών αγορών, ώστε να μετατρέψουν τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους από έλλειμμα σε πλεόνασμα. Η ανεργία στην Ελλάδα ανέρχεται στο 18%, στην Ιρλανδία στο 14% και στην Πορτογαλία στο 12%, στην Ισπανία ακόμη και στο 22%. Και εκείνοι που θα μπορούσαν να βοηθήσουν δεν κάνουν αρκετά: η Γερμανία και οι γερμανοί κεντρικοί τραπεζίτες ζητούν δραστική λιτότητα και δίνουν μόνο αποσπασματική και ανεπαρκή βοήθεια σε αντάλλαγμα - πολύ λίγα, πολύ αργά, τώρα και τότε.
Πολλά θα είχαν κερδηθεί για τη Γερμανία το 1931, εάν οι ΗΠΑ – και η Γαλλία επίσης - είχαν παράσχει την αναγκαία ρευστότητα για τις γερμανικές τράπεζες και την κυβέρνησή. Ίσως η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Αλλά οι ΗΠΑ ήταν στη στροφή του απομονωτισμού. Δεν ήθελε να εμπλακεί στις μπερδεμένες ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Σήμερα η Γερμανία παίζει το ρόλο των ΗΠΑ. Τόσο το Κοινοβούλιο όσο και η κυβέρνηση διστάζει να παράσχει την απαραίτητη βοήθεια για τις χώρες σε κρίση: στο πλαίσιο του EFSF, η Γερμανία είναι διατεθειμένη να εγγυηθεί μόνο μέχρι 211 δις € του δανεισμού των χωρών σε κρίση. Αυτό δεν είναι αρκετό. Οι εγγυήσεις του 2008 για το γερμανικό τραπεζικό σύστημα ήταν 480 δις €.
Η Γερμανία εξακολουθεί να επιμένει σε πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών της. Αυτά είναι, εξ ορισμού, τα ελλείμματα των χωρών σε κρίση. Έτσι εμποδίζει αυτές τις χώρες να βρουν τα χρήματα για να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Επιπλέον, η Γερμανία αντιτίθεται έντονα στις πιστώσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ. Γερμανοί οικονομολόγοι και ο κεντρικός τραπεζίτης δικαιολογούν την παθητικότητα της ΕΚΤ με την απειλή του πληθωρισμού. Αλλά συγχέουν τα ιστορικά μαθήματα από τον υπερπληθωρισμό της Γερμανίας το 1923 με τη κρίση του αποπληθωρισμού και της ανεργίας το 1931. Αυτή η αποτυχία της κρίσης (της ευθυκρισίας) μπορεί εύκολα να έχει αρνητικά αποτελέσματα: η φήμη της Γερμανίας σε όλη την Ευρώπη ήδη μειώνεται, οι πολιτικές εντάσεις στις χώρες που διέρχονται κρίση, με ρεκόρ ανεργίας, αυξάνονται δραστικά και η ολοένα και πιο πιθανή διάλυση της Ευρωζώνης θα απειλήσει την οικονομία της Γερμανίας, ιδίως τις τράπεζες και τις εξαγωγές της.
Οι ΗΠΑ έμαθαν με το σκληρό τρόπο ότι έπρεπε να αναλάβουν την ευθύνη για την οικονομική σταθερότητα του κόσμου. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν μία από τις συνέπειες της κρίσης του 1930 που θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Αφού απέτυχε να σταθεροποιηθεί το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα στις αρχές του 1930, μέχρι το 1945 οι ΗΠΑ είχαν μάθει ότι μόνο η οικονομική συνεργασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν κόσμο με ειρήνη και ευημερία. Μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και το άνοιγμα των αγορών της στις ευρωπαϊκές εξαγωγές επέτρεψε στην Ευρώπη να ξαναχτίσει την κατεστραμμένη οικονομία της. Εν τω μεταξύ, οι εξαγωγείς των ΗΠΑ επωφελήθηκαν από την πείνα Ευρώπης για τις επενδύσεις και την κατανάλωση αγαθών.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ΗΠΑ ηγήθηκαν του διεθνούς εμπορικού και νομισματικού συστήματος - το σύστημα του Bretton Woods - και έτσι εγγυήθηκαν την οικονομική ευημερία, μια ελεύθερη αγορά με κοινωνική δικαιοσύνη και, επομένως, τις οικονομικές προϋποθέσεις για τη σοσιαλδημοκρατία.
Τόσο το γερμανικό κοινό όσο και οι πολιτικοί θα πρέπει να διδαχθούν από την ιστορία. Η αλληλεγγύη με τις χώρες σε κρίση είναι στο μακροπρόθεσμο συμφέρον της Γερμανίας. Η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να πάψει να καταχράται την εξουσία της να υπαγορεύει την οικονομική ύφεση σε άλλα έθνη. Η εναλλακτική λύση είναι η οικονομική στασιμότητα και η αύξηση των εντάσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών. Η ετυμηγορία εξακολουθεί να ισχύει: όσοι δεν είναι πρόθυμοι να μάθουν από την ιστορία είναι υποχρεωμένοι να την επαναλάβουν.
Πηγή: Guardian
Μετάφραση: Αντώνης Γαλανόπουλος
Μια χώρα αντιμετωπίζει μια οικονομική και πολιτική άβυσσο: η κυβέρνηση βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και ασκεί έντονες πολιτικές λιτότητας, οι δημόσιοι υπάλληλοι δέχονται τεράστιες περικοπές μισθών και οι φόροι αυξάνονται δραστικά, η οικονομία καταρρέει και τα ποσοστά ανεργίας εκτινάσσονται. Άνθρωποι συγκρούονται μεταξύ τους στο δρόμο ενώ οι τράπεζες καταρρέουν και το διεθνές κεφάλαιο φεύγει από τη χώρα. Η Ελλάδα το 2011; Όχι, η Γερμανία το 1931.
Επικεφαλής της κυβέρνησης δεν είναι ο Λουκάς Παπαδήμος, αλλά ο Heinrich Bruning. Ο καγκελάριος έκοψε τις δημόσιες δαπάνες με διάταγμα, αγνοώντας το Κοινοβούλιο, ενώ το ΑΕΠ μειωνόταν χωρίς όριο. Δύο χρόνια αργότερα ο Χίτλερ θα είναι στην εξουσία, οκτώ χρόνια μετά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα αρχίσει. Η σημερινή πολιτική κατάσταση εξακολουθεί να είναι διαφορετική, αλλά οι οικονομικοί παραλληλισμοί είναι τρομακτικοί.
Όπως και στις χώρες της σημερινής κρίσης, το βασικό πρόβλημα της Γερμανίας το 1931 ήταν το εξωτερικό χρέος. Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος πιστωτής της Γερμανίας, τα χρέη της Γερμανίας ήταν εκφρασμένα σε δολάρια ΗΠΑ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, η κυβέρνησή της είχε δανειστεί τεράστια ποσά από το εξωτερικό για να εξυπηρετήσει τις αποζημιώσεις αποκατάστασης έναντι της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Οι εξωτερικοί πιστωτές χρηματοδότησαν επίσης την οικονομική άνθηση μετά τον υπερπληθωρισμό του 1923. Όπως και η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα σήμερα, η ανάκαμψη της Γερμανίας το 1920 προκλήθηκε από μια πιστωτική φούσκα.
Η φούσκα έσκασε, όταν οι αμερικανικές αγορές κατέρρευσαν το 1929. Οι επενδυτές και οι τράπεζες των ΗΠΑ επλήγησαν σκληρά, έχασαν την εμπιστοσύνη τους και μείωσαν τους κινδύνους τους - ιδίως τις επενδύσεις τους σε ευρωπαϊκά κεφάλαια. Οι πιστωτικές ροές προς τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ουγγαρία διακόπηκαν ξαφνικά. Οι επενδυτές στις ΗΠΑ δεν ήθελαν Reichsmark - το νόμισμα της Γερμανίας - αλλά δολάρια, ένα νόμισμα που η γερμανική Reichsbank δεν θα μπορούσε να τυπώσει. Η απόσυρση του δολαρίου από τη Γερμανία - ειδικά από τα γερμανικά τραπεζικά αποθέματα- οδήγησε στην ταχεία εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Reichsbank.
Για να κερδίσει δολάρια η Γερμανία έπρεπε να γυρίσει το τεράστιο έλλειμμα του τρέχοντος λογαριασμού του σε πλεόνασμα. Αλλά όπως και οι χώρες της σημερινής κρίσης, η Γερμανία ήταν παγιδευμένη σε ένα νομισματικό σύστημα με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, το χρυσό κανόνα, και δεν μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της. Ωστόσο, ακόμη και κατά την έξοδο από το κανόνα του χρυσού, ο καγκελάριος Bruning και οι οικονομικοί του σύμβουλοι, φοβήθηκαν τις πληθωριστικές επιπτώσεις της υποτίμησης και μια επανάληψη του υπερπληθωρισμού του 1923.
Χωρίς ρευστότητα σε δολάρια από το εξωτερικό, ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η κυβέρνηση να αλλάξει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν ο άγριος αποπληθωρισμός μισθών και κόστους. Σε μόλις δύο χρόνια ο Bruning περιέκοψε τις δημόσιες δαπάνες κατά 30%. Ο καγκελάριος αύξησε τους φόρους και μείωσε τους μισθούς και τις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης για την αντιμετώπιση της συνεχώς αυξανόμενης ανεργίας και της φτώχειας. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8% το 1931 και κατά 13% ένα χρόνο αργότερα, η ανεργία αυξήθηκε στο 30% και τα χρήματα συνέχισαν να διαρρέουν έξω από τη χώρα. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατράπηκε από ένα τεράστιο έλλειμμα σε ένα μικρό πλεόνασμα.
Αλλά δεν υπήρχαν αρκετά δολάρια διαθέσιμα στις παγκόσμιες αγορές. Το 1930 το Κογκρέσο των ΗΠΑ είχε εισαγάγει τον δασμό Smoot-Hawley για να περιορίσει τις εισαγωγές. Οι χώρες με χρέη σε δολάριο ήταν αποκομμένες από την αγορά των ΗΠΑ και δεν μπορούσαν να κερδίσουν τα απαραίτητα χρήματα για να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε όταν ο Πρόεδρος Χούβερ πρότεινε ένα ετήσιο moratorium για όλο το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας. Το μορατόριουμ ήταν βρήκε αντίσταση τόσο από τη Γαλλία - η οποία επέμεινε στις γερμανικές αποζημιώσεις – όσο και από το Κογκρέσο των ΗΠΑ. Όταν το Κογκρέσο ενέκρινε τελικά το moratorium, τον Δεκέμβριο του 1931 ήταν πολύ λίγο και πολύ αργά.
Το καλοκαίρι του 1931, οι γερμανικές τράπεζες άρχισαν να πέφτουν, προκαλώντας μια πιστωτική κρίση και τεράστια δημόσια πακέτα βοήθειας για να σωθούν μεγαλύτερες τράπεζες. Οι τράπεζες έπρεπε να κλείσουν και η κυβέρνηση αθέτησε την υποχρέωση πληρωμής των χρεών της. Το moratorium του Hoover και η πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης από τον διάδοχο του Bruning, τον Von Papen, ήρθαν πολύ αργά: οι χρεοκοπίες και η ανεργία συνέχισαν να αυξάνονται και οι Ναζί κέρδισαν πολιτικό έδαφος.
Οι παραλληλισμοί με την οικονομική κατάσταση που επικρατεί σήμερα είναι τρομακτικοί: η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία πρέπει να ακολουθήσουν μια άγρια πολιτική λιτότητας κάτω από την πίεση των πιστωτριών χωρών και των χρηματοπιστωτικών αγορών, ώστε να μετατρέψουν τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους από έλλειμμα σε πλεόνασμα. Η ανεργία στην Ελλάδα ανέρχεται στο 18%, στην Ιρλανδία στο 14% και στην Πορτογαλία στο 12%, στην Ισπανία ακόμη και στο 22%. Και εκείνοι που θα μπορούσαν να βοηθήσουν δεν κάνουν αρκετά: η Γερμανία και οι γερμανοί κεντρικοί τραπεζίτες ζητούν δραστική λιτότητα και δίνουν μόνο αποσπασματική και ανεπαρκή βοήθεια σε αντάλλαγμα - πολύ λίγα, πολύ αργά, τώρα και τότε.
Πολλά θα είχαν κερδηθεί για τη Γερμανία το 1931, εάν οι ΗΠΑ – και η Γαλλία επίσης - είχαν παράσχει την αναγκαία ρευστότητα για τις γερμανικές τράπεζες και την κυβέρνησή. Ίσως η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Αλλά οι ΗΠΑ ήταν στη στροφή του απομονωτισμού. Δεν ήθελε να εμπλακεί στις μπερδεμένες ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Σήμερα η Γερμανία παίζει το ρόλο των ΗΠΑ. Τόσο το Κοινοβούλιο όσο και η κυβέρνηση διστάζει να παράσχει την απαραίτητη βοήθεια για τις χώρες σε κρίση: στο πλαίσιο του EFSF, η Γερμανία είναι διατεθειμένη να εγγυηθεί μόνο μέχρι 211 δις € του δανεισμού των χωρών σε κρίση. Αυτό δεν είναι αρκετό. Οι εγγυήσεις του 2008 για το γερμανικό τραπεζικό σύστημα ήταν 480 δις €.
Η Γερμανία εξακολουθεί να επιμένει σε πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών της. Αυτά είναι, εξ ορισμού, τα ελλείμματα των χωρών σε κρίση. Έτσι εμποδίζει αυτές τις χώρες να βρουν τα χρήματα για να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Επιπλέον, η Γερμανία αντιτίθεται έντονα στις πιστώσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ. Γερμανοί οικονομολόγοι και ο κεντρικός τραπεζίτης δικαιολογούν την παθητικότητα της ΕΚΤ με την απειλή του πληθωρισμού. Αλλά συγχέουν τα ιστορικά μαθήματα από τον υπερπληθωρισμό της Γερμανίας το 1923 με τη κρίση του αποπληθωρισμού και της ανεργίας το 1931. Αυτή η αποτυχία της κρίσης (της ευθυκρισίας) μπορεί εύκολα να έχει αρνητικά αποτελέσματα: η φήμη της Γερμανίας σε όλη την Ευρώπη ήδη μειώνεται, οι πολιτικές εντάσεις στις χώρες που διέρχονται κρίση, με ρεκόρ ανεργίας, αυξάνονται δραστικά και η ολοένα και πιο πιθανή διάλυση της Ευρωζώνης θα απειλήσει την οικονομία της Γερμανίας, ιδίως τις τράπεζες και τις εξαγωγές της.
Οι ΗΠΑ έμαθαν με το σκληρό τρόπο ότι έπρεπε να αναλάβουν την ευθύνη για την οικονομική σταθερότητα του κόσμου. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν μία από τις συνέπειες της κρίσης του 1930 που θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Αφού απέτυχε να σταθεροποιηθεί το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα στις αρχές του 1930, μέχρι το 1945 οι ΗΠΑ είχαν μάθει ότι μόνο η οικονομική συνεργασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν κόσμο με ειρήνη και ευημερία. Μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και το άνοιγμα των αγορών της στις ευρωπαϊκές εξαγωγές επέτρεψε στην Ευρώπη να ξαναχτίσει την κατεστραμμένη οικονομία της. Εν τω μεταξύ, οι εξαγωγείς των ΗΠΑ επωφελήθηκαν από την πείνα Ευρώπης για τις επενδύσεις και την κατανάλωση αγαθών.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ΗΠΑ ηγήθηκαν του διεθνούς εμπορικού και νομισματικού συστήματος - το σύστημα του Bretton Woods - και έτσι εγγυήθηκαν την οικονομική ευημερία, μια ελεύθερη αγορά με κοινωνική δικαιοσύνη και, επομένως, τις οικονομικές προϋποθέσεις για τη σοσιαλδημοκρατία.
Τόσο το γερμανικό κοινό όσο και οι πολιτικοί θα πρέπει να διδαχθούν από την ιστορία. Η αλληλεγγύη με τις χώρες σε κρίση είναι στο μακροπρόθεσμο συμφέρον της Γερμανίας. Η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να πάψει να καταχράται την εξουσία της να υπαγορεύει την οικονομική ύφεση σε άλλα έθνη. Η εναλλακτική λύση είναι η οικονομική στασιμότητα και η αύξηση των εντάσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών. Η ετυμηγορία εξακολουθεί να ισχύει: όσοι δεν είναι πρόθυμοι να μάθουν από την ιστορία είναι υποχρεωμένοι να την επαναλάβουν.
Πηγή: Guardian
Μετάφραση: Αντώνης Γαλανόπουλος
Στη σημερινή κρίση χρέους η Γερμανία είναι οι Η.Π.Α. του 1931
Reviewed by Κοίτα τον Ουρανό
on
4:52:00 μ.μ.
Rating:
1 σχόλιο:
Το άρθρο στηρίζει όλη τη φιλοσοφία του σε μία λάθος παραδοχή: ότι οι δύο κρίση (1929 και 2008) είναι ίδιες. Η κρίση του 1929 ήταν μία γνήσια ενδοκαπιταλιστική κρίση ανταγωνισμού που είχε πολλά θύματα μέσα στην ίδια την αστική τάξη. Η κρίση του 2008 δεν έχει θύματα στην αστική τάξη. Ουσιαστικά είναι μία κανιβαλιστική τάση των τραπεζών προς τα κράτη που τις τροφοδοτούν τόσα χρόνια με στόχο εκείνες να θησαυρίζουν κι άλλο (τα χαμένα από μεσοαστούς έσοδα που δεν μπορούν πια να καταναλώνουν) και τα κράτη να επιβάλλουν νεοφιλελεύθερα μέτρα προσαρμογής.
Δημοσίευση σχολίου