Ζιλ Ντελέζ: Γράμμα για μια δριμεία κριτική & Για τον Φελίξ
Η δική μου γενιά υπήρξε μια απ’ τις τελευταίες που δολοφονήθηκε από τα βόλια της ιστορίας
της φιλοσοφίας. Αυτή η τελευταία ασκεί μια έκδηλα καταπιεστική λειτουργία στο
φιλοσοφικό πεδίο, είναι ο Οιδίπους των φιλοσόφων. «Δεν θα τολμούσα να μιλήσω
σε πρώτο πρόσωπο μέχρι να διαβάσω αυτό κι εκείνο, κι εκείνο πάνω σ’ αυτό, κι
αυτό πάνω σ’ εκείνο». Στη γενιά μου, πολλοί έμειναν ευνουχισμένοι, ενώ άλλοι
εξαντλήθηκαν ανακαλύπτοντας προσωπικές μεθόδους και νέους κανόνες, μια νέα τονικότητα.
Σε ότι με αφορά, για πολύ καιρό «γέννησα» ιστορία της φιλοσοφίας, διαβάζοντας
βιβλία του ενός ή του άλλου συγγραφέα. Με αντάμειψαν, όμως, με αποζημιώσεις
κάθε είδους: προπάντων προτιμώντας συγγραφείς που συγκρούονταν με την
ορθολογική παράδοση, πάνω στην οποία στηρίχτηκε η φιλοσοφία της ιστορίας
(υπάρχει, για μένα, μια μυστική σχέση ανάμεσα στον Λουκρήτιο, τον Χιούμ, τον
Σπινόζα, τον Νίτσε, μια κόκκινη κλωστή αποτελούμενη από την κριτική του
αρνητικού, την κουλτούρα της χαράς, το μίσος για την εσωτερικότητα, τον
εξωτερικό χαρακτήρα των δυνάμεων και των σχέσεων, την κριτική της εξουσίας
κ.ο.κ.).
Αυτό που απεχθανόμουν περισσότερο απ’ όλα, ήταν ο εγελιανισμός και η
διαλεκτική. Το βιβλίο μου για τον Καντ είναι μια άλλη υπόθεση, του ήμουν πολύ
αφοσιωμένος: είναι ένα βιβλίο πάνω σ’ έναν εχθρό, προσπαθώ να δείξω πώς λειτουργεί,
ποια είναι τα γρανάζια του (το δικαστήριο της Λογικής, η ηθική χρήση των
πανεπιστημίων, μια υποταγή τόσο υποκριτική, ώστε: να αξιωθεί τον τίτλο του
νομοθέτη). Αλλά η μέθοδος μου για να τη γλυτώσω, εκείνη την εποχή, συνίστατο,
πάνω απ’ όλα, είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό, στην κατανόηση της ιστορίας της
φιλοσοφίας σαν ένα ακαλλιέργητο είδος, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, σαν μια
άσπιλη σύλληψη. Με φανταζόμουν να καταφτάνω στα πλευρά ενός δημιουργού και να
του κάνω ένα γιό, γιό δικό του, αλλά τερατόμορφο. Ότι ήταν δικός του, είναι
πολύ σημαντικό: ήταν αναγκαίο ο δημιουργός να ειπε πραγματικά όλα αυτά που εγώ
τον παρουσίαζα να λέει. Αλλά το γεγονός πως το μωρό είναι τερατόμορφο, είναι
εξίσου απαραίτητο: χρειαζόταν να το ανεχτώ, πράγματι, για κάθε είδους
αποκέντρωση, γλίστρημα, διάρρηξη, μυστική εκσπερμάτωση που θα μου χάριζε
ευχαρίστηση.
Υπό αυτή την οπτική, μου φαίνεται παραδειγματικό το βιβλίο μου για τον Μπερξόν. Σήμερα υπάρχουν
άτομα περιπαικτικά, επιπλήττοντάς με ότι έχω γράψει ακόμη και για τον Μπερξόν.
Γεγονός είναι ότι αυτά δεν γνωρίζουν όσο απαιτείται την ιστορία. Δεν γνωρίζουν
πόσο μίσος συγκεντρωσε στην αρχή πάνω του ο Μπερξόν στα γαλλικά πανεπιστήμια
αγνοούν ότι λειτούργησε σαν σημείο συγκέντρωσης για κάθε τρελλό και περιθωριακό,
εγκόσμιο και μη, που υπήρχε. Και λίγο ενδιαφέρει αν αυτό του συνέβη με τη
θέλησή του ή όχι. Ήταν ο Νίτσε, που τον διάβασα αργότερα, ο οποίος με
χειραφέτησε απ’ όλα αυτά. Σ’ αυτόν είναι
αδύνατον να επιφυλαχθεί μια παρόμοια μεταχείριση. Από τους γιούς που βγήκαν από
τα πλευρά, είναι αυτός που ταιριάζει καλύτερα. Δίνει μια απόλαυση διεστραμμένη
(εκείνη τη απόλαυση που ούτε ο Μαρξ ούτε ο Φρόιντ είχαν δώσει ποτέ σε κανέναν,
απεναντίας): την απόλαυση, για λογαριασμό του καθενός, να λέει πράγματα απλά,
με τ’ όνομά τους, να μιλά μέσω αισθημάτων, εντάσεων, εμπειριών, πειραματισμών.
Το να λες κάτι με τ’ όνομά του, ιδού ένας γεγονός αρκετά παράδοξο: γιατί δεν
βρισκόμαστε καθόλου στη στιγμή κατά την οποία εκλαμβάνεται ως ένα «εγώ» ή ως ένα
«υποκείμενο» αυτός που μιλά με το όνομά του. Αντιθέτως, ένα άτομο κερδίζει ένα
αυθεντικό όνομα κατάλληλο για ορίσει την πιο αυστηρή άσκηση της αποπροσωποποίησης,
όταν ανοίγεται στις πολλαπλότητες που το διαπερνούν από καιρού εις καιρόν, στις εντάσεις
που το διατρέχουν.
Σαν η άμεση αντίληψη μιας τέτοιας έντονης πολλαπλότητας, το όνομα είναι
το αντίθετο της αποπροσωποποίησης που προκάλεσε η ιοτορία της φιλοσοφίας: η
δική του, είναι μια αποπροσωποποίηση οφει- λόμενη στην αγάπη, όχι στην υποταγή.
Μιλά από τη φύση αυτού που δεν γνωρίζει, από τη φύση της υπανάπτυκτης κατάληξής
του σε σχέση μ’ αυτό το ίδιο. Γίνεται ένα σύνολο μοναδικοτήτων χωρίς συνοχή:
ονόματα, επώνυμα, πράγματα, ζώα, μικρά συμβάντα. Το αντίθετο μιας
προσωπικότητας.
Ακολουθώντας
αυτό το μονοπάτι από φυγοπονία, άρχισα να κάνω δύο βιβλία, το Difference et repetition και το Logique du sens. Δεν μου φαινόντουσαν αυταπάτες: ξεχύλιζαν ακόμη από την πανεπιστημιακή
διάλεκτο και ήταν πολύ βαριά. Αλλά υπάρχει κάτι που προσπαθώ να ταράξω, κάπου
να εξωθήσω τον εαυτό μου: στον χειρισμό της γραφής ως ροή, όχι ως κώδικα. Και
υπάρχουν σελίδες που αγαπώ, στο Difference et repetition, παραδείγματος
χάριν εκείνες πάνω στην κούραση και στη σκέψη, γιατί, παρά την πρώτη εντύπωση,
αυτές είναι μια ζώσα εμπειρία. Τίποτα που να παραπέμπει παραπέρα, μόνο ένα
πρώτο βήμα. Έπειτα υπήρξε η συνάντησή μου με τον Φελίξ Γκουατταρί: ο τρόπος με
τον οποίο καταλαβαινόμαστε, συμπληρωνόμαστε, αποπροσωποποιώντας ο ένας τον
άλλο, μοναδικοποιώντας τον ένα μέσω του άλλου, εν κατακλείδι αγαπώντας ο ένας
τον άλλον. Αυτή η συνάντηση δημιούργησε τον Αντι-Οιδίποδα, δηλαδή μια νέα πρόοδο. Διερωτώμαι αν ένας από τους τυπικούς λόγους της
εχθρότητας που περιέβαλλε κάποτε αυτό το βιβλίο, δεν είναι κυρίως το ότι
φτιάχτηκε από δύο: ο κόσμος αγαπά τις διενέξεις και τις αρμοδιότητες. Γι’ αυτό
τείνουν να διακρίνουν το δυσδιάκριτο, δηλαδή να καθορίσουν αυτό που ανήκει στον
καθένα μας. Αλλά αφού εκείνος ο καθένας, όπως όλοι, είναι ήδη μια πλειοψηφία,
θα πρέπει οπωσδήποτε να συναντηθεί μ’ ένα πλήθος. Αναμφίβολα, ο Αντι-Οιδίπους δεν είναι απαλλαγμένος, όχι ακόμη, από πανεπιστημιακή σαβούρα: δεν πραγματώνει
εντελώς την ποπ-φιλοσοφία ή την ποπ-ανάλυση που είχαμε ονειρευτεί. Ωστόσο πληγωθήκαμε
απ’ αυτό το γεγονός: βρήκαν το βιβλίο δύσκολο προπάντων οι πιο καλλιεργημένοι,
οι πιο καλλιεργημένοι στο πεδίο της ψυχανάλυσης. Λένε: θα υπάρξει ποτέ σώμα
χωρίς όργανα, τι θέλετε να πείτε με την επιθυμητική μηχανή; Αντιστρόφως, εκείνοι
που γνωρίζουν λίγα, που δεν έχουν σιτέψει από την ορμή της ψυχανάλυσης,
δημιουργούν λιγότερα προβλήματα, βάζουν στην άκρη, δίχως παθήματα της ψυχής,
αυτό που δεν καταλαβαίνουν. Γι’ αυτό το λόγο ξεκαθαρίσαμε ότι το βιβλίο
απευθύνεται, τουλάχιστον αρχικά, σε αναγνώστες ανάμεσα στα 15 και τα 20.
Το ζήτημα είναι ότι υπάρχουν δύο τρόποι ανάγνωσης ενός βιβλίου. Ή το
θεωρείς ένα κουτί που σε προσκαλεί να μπεις μέσα του: σ’ αυτή την περίπτωση θα
αναζητήσουμε τις σημασίες, και μετά, αν είμαστε ακόμα πιο διεστραμμένοι ή
διεφθαρμένοι, περνάμε στην έρευνα του σημαίνοντος. Το επόμενο βιβλίο το μεταχειριζόμαστε
σαν ένα κουτί που περιέχεται στο προηγούμενο, ή σαν αυτό που με τη σειρά του το
περιέχει. Αυτό θα σχολιαστεί, θα ερμηνευτεί, θα ζητηθούν διευκρινήσεις, θα
γραφτεί το μετά- βιβλίο, σε μια διαδικασία χωρίς τέλος. Αλλά ιδού ο άλλος
τρόπος ανάγνωσης: συνίσταται στο να θεωρηθεί το βιβλίο σαν μια μη σημαίνουσα
μηχανή. Μόνο που προκύπτει ένα πρόβλημα: λειτουργεί αυτή η μικρή μηχανή; Και
πώς; Αν δεν λειτουργεί, τέλος πάντων αν δεν συμβαίνει τίποτα, πάρτε ένα άλλο
βιβλίο. Αυτός ο δεύτερος τρόπος ανάγνωσης, θα μας επιτρέψει να ορίσουμε μια
ανάγνωση σε ένταση: συμβαίνει ή δεν συμβαίνει κάτι.
Για τον Φελίξ
Μέχρι το τέλος, η δουλειά μου με τον Φελίξ ήταν για μένα πηγή ανακαλύψεων
και χαράς. Ωστόσο, δεν θέλω να μιλήσω για τα βιβλία που φτιάξαμε μαζί, όσο για
εκείνα που έγραψε μόνος. Αφού μου φαίνονται ως ένας ανεξάντλητος πλούτος.
Κινούνται σε τρία πεδία, στα οποία ανοίγουν δημιουργικούς δρόμους.
Κατά πρώτο λόγο, στο ψυχιατρικό πεδίο, ο Φελίξ εισήγαγε από την πλευρά
της θεσμικής ανάλυσης δύο βασικές έννοιες: τις ομάδες-υποκείμενο και τις
εγκάρσιες (μη-ιεραρχικές) σχέσεις. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τέτοιες έννοιες
είναι τόσο πολιτικές, όσο και ψυχιατρικές.
Και ότι το ντελίριο ως ψυχωτική πραγματικότητα είναι μια δύναμη που
εισβάλλει, επενδύει άμεσα το κοινωνικό και πολιτικό πεδίο: μακράν από το να
ανήκει στις κλασικές αρχές της ψυχανάλυσης, το ντελίριο κάνει να
«παρεκκλίνουν» οι ήπειροι, οι φυλές και οι ράτσες. Είναι ταυτοχρόνως
παθολογική διαδικασία προς θεραπεία, αλλά και θεραπευτικός παράγοντας που
πρέπει να οριστεί πολιτικά. Με μια πιο γενική έννοια, κατά δεύτερο λόγο, ο
Φελίξ ονειρεύοταν ίσως ένα σύστημα του οποίου συγκεκριμένα μέρη θα ήταν
επιστημονικά, άλλα φιλοσοφικά, κάποια εμπειρικά, καλλιτεχνικά κ.ο.κ.
Ο Φελίξ ανυψωνόταν σ’ ένα παράξενο επίπεδο, ικανό να περιλαμβάνει τη
δυνατότητα επιστημονικών λειτουργιών, φιλοσοφικών εννοιών, δεδομένων εμπειριών
καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και αυτή η δυνατότητα είναι μοναδικά ομοιογενής, ενώ
γενικά οι δυνατότητες είναι ετερογενείς. Εξού το αξιοθαύμαστο σύστημα των
τεσσάρων κειμένων στις Σχιζοαναλυτικές Χαρτογραφίες: τα εδάφη, οι ροές, οι μηχανές και τα σύμπαντα.
Τέλος, κατά τρίτο λόγο, κάπου που δεν έχει γίνει ιδιαίτερα αντιληπτό, σε
ορισμένες καλλιτεχνικές αναλύσεις του Φελίξ για τον Balthus, τον Fromangier, ή σε λογοτεχνικές αναλύσεις όπως το ουσιώδες κείμενο για το ρόλο του
ρεφραίν στον Προυστ (από την κραυγή των εμπόρων μέχρι τη μικρή φράση του Venteuil), ή το
συγκινητικό κείμενο για τον Ζενέ και τον φυλακισμένο της αγάπης.
Το έργο του Φελίξ πρέπει να ανακαλυφθεί, ή να ξαναανακαλυφθεί. Είναι ένας
από τους καλύτερους τρόπους για να κρατηθεί ζωντανός ο Φελίξ. Αυτό που είναι πιο σπαρακτικό
στην ανάμνηση ενός πεθαμένου φίλου, είναι οι χειρονομίες και τα βλέμματα που
έρχονται ακόμα, που φτάνουν ακόμη κι όταν έχει πεθάνει.
Το έργο του Φελίξ χαρίζει σ’ αυτές τις χειρονομίες και σ’ αυτές τις
εικόνες μια νέα ουσία, μια νέα σταθερότητα, ικανές να μας μεταδόσουν τη δύναμή
τους.
*Σημείωση: Τα δυο αυτά κείμενα βρίσκονται δημοσιευμένα στα ελληνικά στο βιβλίο "Η κοινωνία του ελέγχου" από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα. Τα δημοσιεύουμε με αφορμή την επέτειο γέννησης του Ντελέζ στις 18 Ιανουαρίου 1925.
Ζιλ Ντελέζ: Γράμμα για μια δριμεία κριτική & Για τον Φελίξ
Reviewed by Afterhistory
on
1:48:00 μ.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου