«Πόθεν σοι ἡ τῶν χρημάτων αὕτη περιουσία;»


H ομιλία του Αγίου Βασιλείου «προς τους πλουτούντας» (βλ. εδώ), μαζί με την ομιλία του περί πλεονεξίας στο χωρίο του Ευαγγελίου «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω» («Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες») (βλ. εδώ), αποτελούν την πιο ριζοσπαστική κριτική για την ιδιοκτησία που έχει γραφτεί ποτέ. Οι ριζοσπαστικές αυτές απόψεις για τον ιδιόκτητο πλούτο είναι εξαιρετικά επίκαιρες στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε και που όλοι κάνουν διαρκώς λόγο για κοινωνική αλληλεγγύη.

Αλλά στην περίπτωση του μεγάλου ιεράρχη δεν πρόκειται απλώς για απόψεις. Αυτά που λέει και γράφει, τα έκανε προηγουμένως πράξη. Τα βίωσε. Κι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί εδίδασκε δια του προσωπικού παραδείγματος. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και πειστικός. Αφιέρωσε τη ζωή του και την περιουσία του στη δημιουργία μεγάλης κλίμακας οργανωμένης φιλανθρωπίας. Το φτωχοκομείο που έφτιαξε την εποχή εκείνη (4ος αιώνας) είναι ο μακρινός πρόδρομος του σημερινού κράτους πρόνοιας.

Με τις δύο αυτές πύρινες ομιλίες του όχι απλώς παρότρυνε, αλλά πίεζε φορτικά τους πλουσίους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Αμφισβητεί ευθέως την ιδιοκτησία που εκτείνεται πέρα από τα αναγκαία. Στη φύση τα αγαθά είναι κοινά, είναι δώρο Θεού και ανήκουν σ’ όλους τους ανθρώπους. Μετατρέπονται αυθαιρέτως σε ιδιόκτητα από τους πιο ισχυρούς, που σπεύδουν να τα ιδιοποιηθούν δια της βίας. Χίλια πεντακόσια χρόνια πριν από το Μαρξ και τον άσπονδο (αναρχο)σοσιαλιστή φίλο του Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, ο Καισαρείας Βασίλειος δηλώνει ευθέως και απεριφράστως ότι ο υπερβάλλων ιδιόκτητος πλούτος είναι κλοπή:
 
Για πες μου, ποια είναι αυτά που σου ανήκουν; Από πού τα πήρες και τα έφερες στη ζωή; Όπως ακριβώς κάποιος που πιάνει στο θέατρο μια καλή θέση και εν συνεχεία εμποδίζει τους εισερχόμενους, θεωρώντας δικό του αυτό που προορίζεται για κοινή χρήση, έτσι είναι και οι πλούσιοι. Γιατί έχοντας αποκτήσει εκ των προτέρων την κατοχή των κοινών αγαθών, τα ιδιοποιούνται επειδή πρόλαβαν. Αυτό σημαίνει ότι αν ο καθένας κρατούσε αυτό που χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες του και έδινε το περίσσευμα σ’ αυτόν που το έχει ανάγκη, τότε δε θα υπήρχε κανένας πλούσιος, αλλά και κανένας φτωχός».
«Γυμνός δεν βγήκες από την κοιλιά της μάνας σου; Πάλι γυμνός δε θα επιστρέψεις στη γη; Αυτά λοιπόν που έχεις τώρα, από πού τα έχεις; Αν μεν λες ότι ήρθαν μόνα τους, είσαι άθεος, γιατί δεν αναγνωρίζεις το δημιουργό ούτε ευχαριστείς τον ευεργέτη σου. Αλλά αν ομολογείς ότι σου τα έδωσε ο Θεός, πες μας για ποιο λόγο σου τα έδωσε. Μήπως ο Θεός είναι άδικος και μας μοιράζει άνισα τα προς το ζην; Γιατί εσύ να είσαι πλούσιος και κάποιος άλλος να είναι φτωχός;
[…]
«Ποιος θεωρείται πλεονέκτης; Αυτός που δεν είναι αυτάρκης. Και ποιος θεωρείται κλέφτης; Αυτός που αφαιρεί απ’ τον καθένα όσα του ανήκουν. Και δεν είσαι εσύ πλεονέκτης; Δεν είσαι εσύ κλέφτης; Όταν ιδιοποιείσαι όλα εκείνα που δέχτηκες για να τα διαχειριστείς; Ή μήπως θα ονομάσουμε λωποδύτη όποιον ξεγυμνώνει τον ντυμένο, αλλά εκείνον που, ενώ μπορεί, δεν ντύνει τον γυμνό πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε αλλιώς; Το ψωμί που έχεις στην κατοχή σου ανήκει στον πεινασμένο. Τα ρούχα που φυλάσσεις στις αποθήκες ανήκουν στον γυμνό. Τα παπούτσια που στοιβάζεις στο σπίτι σου ανήκουν στον ξυπόλητο. Τα χρήματα που έχεις κρυμμένα ανήκουν σ’ αυτόν που τα έχει ανάγκη. Άρα αδικείς τόσους, όσους θα μπορούσες να ευεργετήσεις.

Δεν αρνείται την ατομική ιδιοκτησία ο μεγάλος ιεράρχης. Αυτό που λέει είναι ότι πρέπει κανείς να μη συσσωρεύει πλούτο πέρα και πάνω από τις ανάγκες του, γιατί αυτός ο πλούτος ανήκει δικαιωματικά στους μη έχοντες και κατέχοντες. Είναι σαν να αφαιρεί κάποιος τον πλούτο αυτό από τους φτωχούς, στους οποίους ανήκει. Ωστόσο αυτό που διαπιστώνει είναι ότι πολλοί άνθρωποι δεν αρκούνται στα αναγκαία. Ιδίως οι νεόπλουτοι έχουν μια ακόρεστη δίψα για διαρκώς περισσότερο πλούτο. Όσο περισσότερα αποκτούν τόσο περισσότερα επιθυμούν:
«Στα δέκα τάλαντα επιχειρείς να προσθέσεις άλλα δέκα. Όταν γίνουν είκοσι, επιζητάς άλλα τόσα και κάθε φορά που προστίθεται ένα τάλαντο, αυτό δεν σταματά την ορμή σου, αλλά σου ανοίγει την όρεξη. Γιατί όπως ακριβώς στους μεθυσμένους η προσθήκη κρασιού γίνεται αφορμή για να πιούν κι άλλο, έτσι και οι νεόπλουτοι, όταν αποκτήσουν πολλά, επιθυμούν κι άλλα […] Κι ενώ θα έπρεπε να ευφραίνονται και να χαίρονται που είναι πλουσιότεροι από πολλούς, αυτοί δυσφορούν και στεναχωριούνται επειδή είναι φτωχότεροι από έναν ή δύο πάμπλουτους. Κι όταν φθάσουν και αυτόν τον πλούσιο, προσπαθούν αμέσως να εξισωθούν με τον πλουσιότερο. Κι όταν τον φθάσουν και εκείνον, τότε προσπαθούν να ξεπεράσουν και τον επόμενο […] Όσα βλέπει το μάτι, τόσα επιθυμεί κι ο πλεονέκτης […] Ο πλεονέκτης δεν είπε ποτέ αρκεί».  

Άρα δε μετρά τόσο το απόλυτο ύψος του πλούτου, όσο το σχετικό. Είναι θέμα κοινωνικής ψυχολογίας. Μπορεί κανείς να διαθέτει μεγάλη περιουσία, αλλά παρά ταύτα να αισθάνεται δυστυχής επειδή ο διπλανός του έχει μεγαλύτερη. Το σκεπτικό αυτό αποτελεί τη βάση σύγχρονων οικονομικών θεωριών, όπως η θεωρία του «σχετικού εισοδήματος» του James Duesenberry (1949), που με πολύ πειστικό τρόπο αμφισβήτησε την ορθότητα της θεωρίας του «απόλυτου εισοδήματος» του John Maynard Keynes. Εν τοιαύτη περιπτώσει, από μέσο ικανοποίησης των αναγκών, ο πλούτος μετατρέπεται σε μέσο απόκτησης ισχύος, με απώτερο στόχο την αναρρίχηση στην κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας. Με άλλα λόγια, γίνεται αυτοσκοπός. Και εν τέλει φαύλος κύκλος.
 Σήμερα ζούμε το άκρον άωτον αυτού του παραλογισμού. Οκτώ κύριοι (δεν αναφέρω ξανά τα ονόματά τους) διαθέτουν πλούτο ίσο με τον πλούτο του μισού πληθυσμού της γης, δηλ. 3 δισεκατομμυρίων 600 εκατομμυρίων ανθρώπων! Αυτός ο πλούτος είναι κλοπή. Κλοπή τεραστίων διαστάσεων. Και φυσικά δεν είναι έργο Θεού. Είναι εφεύρημα του διαβόλου:
«Αλλά πολλοί δεν επιδιώκουν τον πλούτο για τα ρούχα ή την τροφή. Ο διάβολος έχει εφεύρει κάποιο τέχνασμα που προσφέρει στους πλούσιους άπειρες αφορμές για δαπάνες, για να κυνηγούν τα περιττά και άχρηστα σαν να ήταν αναγκαία. Κατανέμουν τον πλούτο με βάση και την παρούσα ανάγκη και τη μελλοντική. Και συγκεντρώνουν το ένα μέρος για τον εαυτό τους και το άλλο για τα παιδιά τους. Στη συνέχεια βρίσκουν διάφορες αφορμές για να τον δαπανήσουν» .

Με την εξόχως παρατηρητική και διεισδυτική ματιά του, φιλοτεχνεί εν συνεχεία μια σπαρταριστή κοινωνιολογική «τοιχογραφία», που αναπαριστά εκτενώς τον τρόπο ζωής της υψηλής κοινωνίας της εποχής εκείνης. Φέρνει στο φως και περιγράφει λεπτομερώς όλη την αρματωσιά της επιδεικτικής κατανάλωσης στην οποία επιδίδονται ασυστόλως οι πλούσιοι για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην κοινωνία. Όλα τα υλικά και άυλα καταναλωτικά αγαθά που κατασπαταλούν προκλητικά, χωρίς να σκέφτονται τους συνανθρώπους τους που πένονται και δυστυχούν. Σαφέστατα, με τα δύο αυτά κείμενα, ο μεγάλος ιεράρχης είναι ο μακρινός πρόδρομος της θεωρίας της αργόσχολης τάξης και της επιδεικτικής κατανάλωσης (conspicuous consumption) του μεγάλου αμερικανού οικονομολόγου και κοινωνικού επιστήμονα (νορβηγικής καταγωγής) Thorstein Veblen (1899). Ή της θεωρίας της καταναλωτικής κοινωνίας του γάλλου κοινωνιολόγου Jean Baudrillard (1970). Οι θεωρίες αυτές δίνουν έμφαση στον τελετουργικό και συμβολικό χαρακτήρα της κατανάλωσης. Οι κάτοχοι του πλούτου δεν καταναλώνουν μόνο για να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες τους. Τα καταναλωτικά αγαθά είναι γι’ αυτούς σύμβολα κοινωνικής καταξίωσης, που υποδηλώνουν τη θέση τους στην κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας.
Ιδού το σχετικό απόσπασμα που αποδεικνύει του λόγου το αληθές:
«Άκου λοιπόν ποιοι είναι οι κανόνες που ακολουθούν. Να είναι, λέει, άλλος πλούτος για χρήση και άλλος για απόθεμα. Κι ο πλούτος που εξυπηρετεί τις ανάγκες να υπερβαίνει το όριο των απαραίτητων αγαθών. Ο ένας πλούτος να υπάρχει για τις πολυτέλειες του σπιτιού κι ο άλλος για να εξυπηρετεί τις κοσμικές επιδείξεις. Ο ένας πλούτος για να παρέχει τις ανέσεις καθ’ οδόν (εκτός σπιτιού) κι ο άλλος για να κάνει τη ζωή λαμπρή και περίβλεπτη κατά την παραμονή στο σπίτι. Να γιατί θαυμάζω την ικανότητά τους να επινοούν περιττά αγαθά. Υπάρχουν χιλιάδες οχήματα, άλλα που κουβαλούν τις αποσκευές, άλλα που μεταφέρουν τους ίδιους, όλα καλυμμένα με χαλκό και ασήμι. Υπάρχουν πάμπολλα άλογα προερχόμενα από ευγενείς ράτσες, όπως και οι άνθρωποι. Άλλα άλογα τους περιφέρουν στην πόλη για διασκέδαση, άλλα κυνηγούν μαζί τους και άλλα έχουν εξασκηθεί για οδοιπορία. Τα χαλινάρια και οι ζώνες και τα περιδέραια, όλα είναι ασημένια, όλα χρυ­σοκέντητα. Πορφυροί τάπητες στολίζουν τα άλογα σαν γαμπρούς. Υπάρχουν και πολλά μουλάρια χωρισμένα κατά χρώμα. Και οι ηνίοχοι στη σειρά, ο ένας μετά τον άλλο. Αυτοί που προηγούνται κι αυτοί που έπονται. Και πάμπολλοι άλλοι υπηρέτες, που επαρκούν για κάθε είδους πολυτέλεια. Επιστάτες, ταμίες, γεωργοί, έμπειροι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμά­των, που έχουν εφευρεθεί και για τα αναγκαία, αλλά και για τις ανέσεις και τις απολαύσεις της ζωής. Μάγειροι, αρτο­ποιοί, οινοχόοι, κυνηγοί, γλύπτες, ζωγράφοι, δημιουργοί κάθε είδους απόλαυσης. Κοπάδια από καμήλες, άλλες για φορτία και άλλες για βοσκή, κοπάδια αλόγων, βόδια, ποίμνια, κοπάδια χοίρων, οι βοσκοί τους και η γη, που επαρκεί για να τραφούν όλοι αυτοί και που με τις προσόδους της αυξάνει τον πλούτο. Λουτρά στην πόλη. Λουτρά στην εξοχή. Σπίτια περίλαμπρα με ποικιλία μαρμάρων, άλλα με φρυγικές πέτρες και άλλα με λακωνικές ή θεσσα­λικές πλάκες. Κι απ’ αυτά, άλλα που ζεσταίνουν το χειμώνα και άλλα που δροσίζουν το καλοκαίρι. Με δάπεδα στολισμένα με ψηφιδωτά και με οροφές χρυσοποίκιλτες. Το μέρος δε των τοίχων που δεν καλύπτεται από μάρμαρα, στολίζεται με ζωγραφιστά άνθη».

Βέβαια οι σημερινοί πλούσιοι και νεόπλουτοι δε καταναλώνουν τα ίδια αγαθά. Αν μη τι άλλο, γιατί η τεχνολογία έχει προχωρήσει. Ωστόσο το κοινωνικό τελετουργικό και ο συμβολικός χαρακτήρας και της σημερινής επιδεικτικής κατανάλωσης των πλουσίων παραμένουν ίδια κι απαράλλαχτα. Οι βίλες, τα πολυτελή αυτοκίνητα, τα κότερα, τα αεροπλάνα, τα ακριβά επώνυμα ρούχα, τα ακριβά εστιατόρια, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα ακριβά ιδιωτικά σχολεία, τα ακριβά ιδιωτικά νοσοκομεία, υποδηλώνουν την αγωνιώδη προσπάθεια που καταβάλλουν για να πείσουν τον κοινωνικό τους περίγυρο ότι ανήκουν στην υψηλή κοινωνία και όχι στους πληβείους.

Υπάρχει μάλιστα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που δείχνει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιζαν και τότε οι γυναίκες στη διαμόρφωση αυτού του προτύπου της σπάταλης και πολυτελούς διαβίωσης:
«Αν μάλιστα (με τον πλούσιο) συγκατοικεί και γυναίκα που αγαπά τον πλούτο, τότε το κακό είναι διπλό. Γιατί και την τρυφηλή ζωή υποδαυλίζει και συγχρόνως αυξάνει την αγάπη για τις ηδονές και εξάπτει τις περίεργες επιθυμίες, επινοώντας διάφορα είδη πολύτιμων λίθων, μαργαριτάρια και σμαράγδια και υάκινθους και χρυσό, που άλλα τα φτιάχνει κοσμήματα και άλλα τα κεντάει σε υφάσματα, επιβαρύνοντας έτσι το πρόβλημα με κάθε είδους κακογουστιά [...] Κανένας πλούτος δεν αρκεί για να ικανοποιήσει τις γυναικείες επιθυμίες, ακόμη κι αν ρέει άφθονος σαν ποτάμι».

Δεκαπέντε αιώνες μετά (1913), ο μεγάλος γερμανός οικονομολόγος και κοινωνικός επιστήμονας Werner Sombart, στο βιβλίο του Χλιδή και Καπιταλισμός (Luxus und Kapitalismus), περιγράφει το ρόλο που έπαιξε η γυναίκα ως σύζυγος και ερωμένη βασιλέων και ευγενών του 17ου και 18ου αιώνα στη διαμόρφωση νέων καταναλωτικών προτύπων πολυτελούς διαβίωσης. Η καθιέρωση και διάδοση των καταναλωτικών αυτὠν προτύπων μεταξύ των νεόπλουτων αστών του 19ου και 20ου αιώνα απογείωσε αργότερα το βιομηχανικό καπιταλισμό. Άλλωστε αυτό ακριβώς το στερεότυπο της αισθησιακής και φιλήδονης γυναίκας, που σπάει τα δεσμά του πουριτανισμού, που απελευθερώνει την καταπιεσμένη σεξουαλικότητά της, που ενσαρκώνει τη νέα ηθική των απολαύσεων και αναδεικνύεται σε κατ’ εξοχήν λίκνο της πολυτελούς κατανάλωσης, είναι το στερεότυπο που προβάλλει κατά κόρον η σύγχρονη διαφήμιση για να προωθήσει τα προϊόντα της.

Αλλά –σύμφωνα με όσα μας λέει ο Μέγας Βασίλειος- η κοινωνική αναλγησία των νεόπλουτων συμβαδίζει χέρι-χέρι με την παντελή έλλειψη καλαισθησίας. Φαίνεται ότι αυτή η κακογουστιά (κοινώς κιτς) πηγάζει από την έλλειψη παιδείας και από τον απάνθρωπο εσωτερικό κόσμο τους:
«Όταν μπαίνω στο σπίτι κάποιου κακόγουστου νεόπλουτου και το βλέπω παντού ανθοστολισμένο, ξέρω ότι αυτός δεν έχει τίποτα πολυτιμότερο απ’ αυτά που φαίνονται. Καλλωπίζει μεν τα άψυχα, αλλά έχει αστόλιστη τη ψυχή. Αλήθεια τόσο απαραίτητα είναι πια όλα αυτά τα ασημένια κρεβάτια και τα ασημένια τραπέζια, τα ελεφάντινα καθίσματα και τα ελεφάντινα αμάξια, ώστε εξ αιτίας τους ο πλούτος να μη μοιράζεται στους φτωχούς, παρόλο που πολλοί απ’ αυτούς συνωστίζονται έξω από την πόρτα και φωνάζουν με φωνή γεμάτη απόγνωση; […] Άραγε πό­σους θα μπορούσε να απαλλάξει από τα χρέη τους ένα από τα δα­χτυλίδια σου; Πόσα σπίτια που καταρρέουν θα μπορούσε να τα ξαναφτιάξει»;

Αλλά όλος αυτός ο πλούτος είναι συχνά τόσο μεγάλος, που στην πραγματικότητα είναι ανεξάντλητος. Παρά τις σπατάλες και τη χλιδή και παρότι επιμερίζεται σε πολλούς κληρονόμους. Και τότε αρχίζει το άγχος. Τι πρέπει να κάνουν για να τον προστατέψουν από τους κλέφτες που καιροφυλακτούν; Και πάνω στην αγωνία τους αυτή καταλήγουν σε παράδοξες και τραγελαφικές λύσεις:
«Αλλά παρόλο που ο πλούτος διανέμεται σε πολλά μερίδια, εξακολουθεί  να περισσεύει κι έτσι καταχωνιάζεται στη γη και φυλάγεται σε μυστικές κρύπτες. Γιατί το μέλλον είναι αβέβαιο και δεν αποκλείεται να προκύψουν κάποιες απροσδόκητες ανάγκες. Πράγματι είναι αβέβαιο, αν εννοείς την αναγκαιότητα του χρυσού που έχεις κρύψει. Αλλά δεν είναι καθόλου αβέβαιη η ζημία από την απανθρωπιά αυτής της πράξης. Γιατί αφού δε μπόρεσες με τους πάμπολλους τρόπους να σπαταλήσεις τον πλούτο, τότε τον έκρυψες στη γη. Τι φοβερή μανία! Όσο ο χρυσός ήταν ακόμη μετάλλευμα έσκαβες τη γη. Κι όταν ήρθε στην επιφάνεια, τον κρύβεις πάλι στη γη. Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι μαζί με τον πλούτο παραχώνεις και την καρδιά σου. Γιατί, όπως λένε, εκεί που είναι ο θησαυρός σου είναι και η καρδιά σου».

Μόνο που οι σημερινοί πλούσιοι είναι πολύ πιο ευφάνταστοι και δεν αρκούνται να καταχωνιάζουν τον πλούτο τους σε μυστικές κρύπτες μέσα στη γη. Προτιμούν τις offshore και τους φορολογικούς παραδείσους. Πρώτον, για να μην μπορεί το κράτος να τους φορολογήσει. Και δεύτερον, για να συνεχίζει ο πλούτος τους ν’ αυγατίζει.  Και φυσικά βάζει στο στόχαστρο τους κερδοσκόπους και του μαυραγορίτες. Αυτό δα μας έλειπε, να  μην το κάνει:
«Μην αυξάνεις τις τιμές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των άλλων. Μην περιμένεις πότε θα υπάρξει έλλειψη σίτου για να ανοίξεις τις σιταποθήκες. Γιατί αυτός που κερδοσκοπεί με το στάρι είναι λαοκατάρατος. Μην περιμένεις  να πέσει πείνα για να κερδίσεις χρυσό ούτε μεγάλες ελλείψεις για να πλουτίσεις. Μην καπηλευτείς ανθρώπινες συμφορές, μην εκμεταλλευτείς την οργή του Θεού για να αποκτήσεις χρηματική περιουσία. Μη ξύνεις τα τραύματα που προκλήθηκα από μεγάλες συμφορές».

Στις μέρες μας βέβαια αυτή που κερδοσκοπεί ασύστολα, αυτή που καταφεύγει σε μεθόδους εύκολου και αρπακτικού πλουτισμού, είναι η χρηματοοικονομική ολιγαρχία. Οι τραπεζίτες της Wall Street, του City του Λονδίνου και των άλλων χρηματοοικονομικών κέντρων του πλανήτη, που αποτελούν τους σύγχρονους ναούς του χρήματος, τα κέντρα λατρείας του Μαμμωνά. Οι διεθνείς τραπεζίτες είναι οι νέοι κοσμοκράτορες, που με την απληστία και τη βουλιμία τους οδήγησαν τον κόσμο στο χείλος της αβύσσου. Είναι οι αδίστακτοι κερδοσκόποι της σημερινής εποχής, που εξαπολύουν οικονομικούς πολέμους εις βάρος ολόκληρων χωρών. Και όταν τους κερδίζουν, χαλκεύουν χρηματοοικονομικά δεσμά και φυλακίζουν τους λαούς τους σε φοβερά κάτεργα χρέους.

Όσοι πιστεύετε ότι ο Μαρξ ήταν αυτός που μίλησε πρώτος για τη μορφή της εμπορευματικής κυκλοφορίας σε μια εγχρήματη οικονομία, για το κεφάλαιο ως αυτοεπεκτεινόμενη αξία ή για τον παρασιτικό χαρακτήρα του τοκοδίαιτου εισοδηματία, νομίζω ότι είναι καιρός να αλλάξετε άποψη:
«Και τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσεις χρυσό; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός, το κρασί μετατρέπεται σε χρυσό, το μαλλί σού αποφέρει χρυσό. Κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε εφεύρεση σου  αποφέρει χρυσό. Ο ίδιος ο χρυσός σου γεννάει άλλο χρυσό, πολλαπλασιαζόμενος μέσω των (τοκοφόρων) δανείων που παρέχεις. Αλλά εσύ είσαι αχόρταγος και η επιθυμία σου δεν έχει τέλος».

Η δε ετυμηγορία του για τη βασική αιτία των πολέμων, των κοινωνικών δεινών, αλλά και των προσωπικών προβλημάτων και αδιεξόδων που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος, είναι σαφής και αδιαμφισβήτητη. Για όλα φταίει ο (υπερβάλλων) ιδιόκτητος πλούτος, ο άσκοπος  πλουτισμός με αθέμιτα μέσα:
«Ως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Ως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, για τον οποίον κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη; Εξ αιτίας του συγγενείς παραβλέπουν τη συγγένεια, αδέλφια αλληλοσκοτώνονται, οι ερημιές φιλοξενούν τους φονιάδες, η θάλασσα τους πειρατές, οι πόλεις τους συκο­φάντες. Ποιος είναι ο πατέρας του ψεύδους; Ποιος είναι ο δημιουρ­γός της πλαστογραφίας; Ποιος γέννησε την ψευδορκία; Δεν είναι ο πλούτος; Δεν είναι η επιδίωξη του πλούτου»;

Αλλά τελικά ο μεγάλος ιεράρχης δεν είναι καθόλου αισιόδοξος ότι αυτά που λέει θα εισακουστούν. Νοιώθει ότι μιλάει εις ώτα μη ακουόντων:
«Καλά τα λόγια, λέει (ο πλούσιος), αλλά καλύτερος ο χρυσός!Είναι σαν να κάνω διάλεξη περί εγκράτειας στους ακόλαστους. Γιατί κι εκείνοι, όταν διαβάλλεται  η πόρνη, θυμούνται τη σχέση που είχαν μαζί της και φλέγονται από επι­θυμία. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσα­να του φτωχού, για να καταλάβεις πόσο πό­νο κρύβουν μέσα τους οι θησαυροί σου»;

Και δεν έχει καθόλου άδικο, ιδίως αν δούμε την κατάσταση που επικρατεί στις σημερινές κοινωνίες. Πράγματι, το κοινωνικό εκκρεμές έχει φτάσει σήμερα στο άλλο άκρο. Όχι μόνο δε θεωρείται κλοπή ο (υπερβάλλων) ιδιόκτητος πλούτος, αλλά οι πλούσιοι έχουν σηκώσει μαύρες σημαίες και αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Κραυγάζουν συνεχώς και αδιαλείπτως ότι «ο φόρος είναι κλοπή»! Και σπεύδουν να κρύψουν τα πραγματικά κλοπιμαία (τον υπερβάλλοντα πλούτο τους) σε υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους, στα σύγχρονα νησιά των θησαυρών. Αλλά και σε κοντινούς φορολογικούς παραδείσους, που εδρεύουν στην ενδοχώρα, στην καρδιά των προηγμένων χωρών.

Γιατί όλες οι χώρες στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν επενδύσεις αρχίζουν να επιδίδονται σε φορολογικό ντάμπινγκ για να ανταγωνιστούν τους φορολογικούς παραδείσους. Γι’ αυτό και στις σημερινές μαύρες λίστες με τα χειρότερα φορολογικά καταφύγια των πλουσίων, δίπλα στις εξωτικές Βερμούδες, τα νησιά Κέιμαν, τις Μπαχάμες και την πρώτη διδάξασα Ελβετία, συμπεριλαμβάνονται και πολύ ευυπόληπτες χώρες, όπως η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Γερμανία, η Ιρλανδία, αλλά και οι ΗΠΑ. Σε βάθος χρόνου, όλος ο πλανήτης θα έχει μετατραπεί σε φορολογικό παράδεισο, γιατί θα έχουν μειωθεί δραστικά οι φορολογικοί συντελεστές που επιβάλλονται στα υψηλά εισοδήματα και στο μεγάλο πλούτο. Αυτός είναι ο απώτερος στόχος της κοινωνικά ανάλγητης χρηματοοικονομικής ολιγαρχίας και προς τα κει βαδίζουμε.

Προς το παρόν ο υπερβάλλων πλούτος των εθνών που δραπετεύει από τα έθνη και βρίσκει καταφύγιο σε κοντινούς και μακρινούς φορολογικούς παραδείσους ανέρχεται σε δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια. Ενώ τα φορολογικά έσοδα που χάνουν κάθε χρόνο οι χώρες που τα έχουν ανάγκη ανέρχονται σε εκατοντάδες δισ. Έτσι όμως πλήττονται άμεσα οι άνεργοι και οι φτωχοί των χωρών αυτών, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους. Δεν υπάρχουν χρήματα για τα επιδόματα ανεργίας, για τη δημόσια παιδεία, για τη δημόσια υγεία.

Ιδιαίτερα η χώρα μας πληρώνει ακριβά τη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή και τη φοροασυλία. Πρώτον, επειδή τα συστηματικά χαμηλότερα φορολογικά έσοδα την ανάγκαζαν να καταφεύγει συνεχώς σε δανεισμό από τις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να φθάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Και δεύτερον, επειδή αν τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ των ελλήνων πλουσίων που βρίσκονται σήμερα στους φορολογικούς παραδείσους παρέμεναν εντός της χώρας, δε θα ήμασταν αναγκασμένοι να δανειζόμαστε από τις διεθνείς αγορές. Θα μπορούσαμε να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας με εσωτερικό δανεισμό και έτσι θα αποφεύγαμε τα μνημόνια που βύθισαν τη χώρα στην ύφεση και στην ανεργία.

Γι’ αυτό όλοι όσοι δηλώνουν ότι είναι υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να μπει ένα τέλος στην πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική πόλωση που επικρατεί σήμερα στον πλανήτη. Για να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά η κοινωνική αδικία, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο χρειάζονται ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Δεν έχει σημασία αν κανείς είναι πιστός, άπιστος ή αγνωστικιστής. Δεξιός ή αριστερός. Αρκεί να μας ενώνει η βούληση για τη δημιουργία μιας ανθρώπινης, δημοκρατικής και πολιτισμένης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που θα έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Μιας κοινωνίας που από υπηρέτης θα ξαναγίνει αφέντης της οικονομίας και των αδίστακτων επιχειρηματιών. Που θα διασφαλίσει ότι ο άνθρωπος και η φύση δεν είναι εμπορεύματα σαν όλα τα άλλα, που αγοράζονται και πουλιούνται στις αντίστοιχες αγορές.  Που θα  επανατοποθετήσει τον άνθρωπο και τη φύση πάνω από τα κέρδη και τον υλικό πλούτο των εθνών. Γιατί σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος και η φύση είναι ο πραγματικός πλούτος…

Σ’ αυτό τον αγώνα μας έχουμε σύμμαχο τον ανεκτίμητο πνευματικό πλούτο της αρχαιοελληνικής και εκκλησιαστικής μας παράδοσης. Θα το ξαναπώ. Πατάμε στους ώμους γιγάντων! Αλλά δυστυχώς δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Τα δύο κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου δείχνουν με πολύ παραστατικό τρόπο ότι η παράδοση αυτή δεν είναι μουσειακό είδος. Είναι ζώσα και εξαιρετικά επίκαιρη. Και είναι πάντα εκεί. Το μόνο που περιμένει από μας είναι να την ανακαλύψουμε.

Γιώργος Δουράκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών
«Πόθεν σοι ἡ τῶν χρημάτων αὕτη περιουσία;» «Πόθεν σοι ἡ τῶν χρημάτων αὕτη περιουσία;» Reviewed by Afterhistory on 11:00:00 π.μ. Rating: 5

1 σχόλιο:

Crisis and Critique είπε...

Βασίλειος, ο Άγιος των φτωχών, των αδυνάτων
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2015/12/370-379.html

Από το Blogger.