Νόμος για την παιδεία: φάρμακο πιο τοξικό από την ασθένεια
Στις 31 Ιουλίου η κυβέρνηση κατέθεσε το πρώτο της νομοσχέδιο εισηγούμενη τροποποιήσεις στο νόμο 4009 για την ανώτατη εκπαίδευση. Με τη διαδικασία του κατεπείγοντος το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε την επόμενη μέρα. Κατά την ονομαστική ψηφοφορία, στην οποία ψήφισαν συνολικά 264 βουλευτές, 163 ψήφισαν «ναι» και 101 βουλευτές ψήφισαν «όχι». Ο νέος νόμος φέρνει αυτονόητες αλλά συνάμα επιφανειακές αλλαγές στον αρχικό. Οι νυν πρυτανικές αρχές των πανεπιστημίων θα ολοκληρώσουν την θητεία τους, αλλά μέχρι τις 25 Νοεμβρίου του 2012 πρέπει να έχουν ολοκληρώσει και τις διαδικασίες εκλογής των μελών των νέων Συμβουλίων Διοίκησής τους. Στα ακαδημαϊκά ιδρύματα θα επικρατήσει για ένα διάστημα ένα ιδιότυπο καθεστώς «διαρχίας», καθώς θα έχουν εκλεγεί τα νέα Συμβούλια, αλλά την διοίκηση θα ασκούν οι νυν πρυτανικές αρχές για όσο διαρκεί η θητεία τους. Οι εκλογές των Συμβουλίων Διοίκησης, οι οποίες δεν έχουν πραγματοποιηθεί σε κανένα ΑΕΙ της χώρας λόγω αντιδράσεων από μέλη ΔΕΠ, φοιτητές και εργαζομένους, θα μπορούν να γίνουν πλέον και με επιστολική ή ηλεκτρονική ψήφο. Οι πρυτάνεις που δεν θα κάνουν εκλογές, θα διωχθούν για παράβαση καθήκοντος. Τα Συμβούλια έπειτα θα προκηρύσσουν διεθνή διαγωνισμό για τη θέση του πρύτανη και θα καταρτίζουν μια λίστα τριών υποψηφίων από τους οποίους θα εκλέγεται τελικά ο πρύτανης με ψηφοφορία από το σύνολο των διδασκόντων κάθε ΑΕΙ.
Πέραν των αλλαγών στην ανάδειξη των πρυτανικών αρχών, ο νόμος επιφέρει και τις παρακάτω αλλαγές:
- Οι ακαδημαϊκές αρμοδιότητες αφαιρούνται από τα Συμβούλια Διοίκησης και περνούν στην Σύγκλητο.
- Ο Κοσμήτορας εκλέγεται από λίστα που θα συντάσσουν τα μέλη του Συμβουλίου. Ο εκάστοτε κοσμήτορας δεν επιτρέπεται να εκλέγεται για δεύτερη συνεχή θητεία
- Tα τμήματα διατηρούν τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα τους αλλά θα υπάγονται διοικητικά στις Σχολές κάθε Ιδρύματος
- Η αρμοδιότητα συγκρότησης των επιτροπών επιλογής και εξέλιξης των καθηγητών των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανήκει μεν στη Συνέλευση του Τμήματος, αλλά προϋποτίθεται πλέον και η σύμφωνη γνώμη της Κοσμητείας.
Οι αλλαγές του νόμου προκάλεσαν την μήνιν σύσσωμου του «μεταρρυθμιστικού» μπλόκ καθώς θεωρήθηκαν ως δώρο προς τους πανεπιστημιακούς και ειδικότερα τους πρυτάνεις. Η πρώην Υπουργός Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου, εξέδωσε σκληρή ανακοίνωση λέγοντας πως «η προβαλλόμενη ως συμφωνία των τριών αρχηγών στην αλλαγή ενός νόμου, επειδή αρνούνται να τον εφαρμόσουν βίαιες μειοψηφίες και δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούν δικές τους σκοπιμότητες, είναι ύβρις για τη Δημοκρατία». Ο Γιάννης Ραγκούσης χαρακτήρισε τη ψήφιση του νόμου «Οπισθοδρόμηση στην αντίληψη που θέλει να κυριαρχούν μικρές ολιγαρχίες σε βάρος της πλειοψηφίας του λαού, αντίληψη που χρεοκόπησε την Ελλάδα». Στους αντιδρώντες προστέθηκαν πανεπιστημιακοί όπως οι κύριοι Βερέμης, Καλογήρου, Κιντή, δημοσιογράφοι όπως ο Σταύρος Θεοδωράκης με το «εμβληματικό» άρθρο «Πρυτάνεις – Τσιγγάνοι: 1-0» και πολιτικοί σχηματισμοί όπως η Δυναμική Ελλάδα του κ. Μόσιαλου και οι Νέοι Μεταρρυθμιστές με το άρθρο«Κάντο όπως οι πρυτάνεις» όπου «οι Νέοι Μεταρρυθμιστές εμπνεόμενοι από την αποτελεσματικότητα των κάθε λογής – όπουλων (Μυλόπουλος, Μπαλασόπουλος, Φωτόπουλος, Λυμπερόπουλος κλπ) δημοσιοποιούν «Οδηγίες προς Ναυτιλομένους».
Η αλήθεια όμως είναι κάπως διαφορετική και την περιγράφει ο…Άδωνης Γεωργιάδης.
«Όλοι οι βασικοί πυλώνες της Μεταρρυθμίσεως του νόμου 4009/2011, γνωστού και ως Νόμου Διαμαντοπούλου, έμειναν ανέπαφοι:
1. Συμβούλιο Διοικήσεως
2. Έξοδος των Φοιτητών από τις εκλογές των Οργάνων
3. Κατάργηση Πανεπιστημιακού Ασύλου
4. Η σύνδεση της πρόσθετης χρηματοδοτήσεως με την Αξιολόγηση
Το μόνο σημείο κριτικής που απομένει είναι η παράταση της θητείας των ήδη εκλεγμένων Πρυτάνεων, αλλά αφ' ενός αυτό γίνεται με προϋπόθεση την εφαρμογή εκ μέρους τους, του νόμου, άρα τους ακυρώνει όλα τα έως σήμερα επιχειρήματα και αφ' ετέρου, το σημείο της διακοπής της θητείας τους, ήταν το κομμάτι στο οποίο είχαν εστιάσει τις ενστάσεις Αντισυνταγματικότητας και άρα έτσι διασφάλισε και την υπόθεση των προσφυγών στο ΣτΕ».
Χωρίς να παραβλέπουμε την πολιτική διάσταση ενός νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση, για να τον αξιολογήσουμε είναι απαραίτητο να περάσουμε από τον πολιτικό στον ακαδημαϊκό χώρο. Την ημέρα κατάθεσης του νομοσχεδίου, η Σύνοδος των πρυτάνεων εξέδωσε ομόφωνο ψήφισμα στο οποίο τονίζεται οτι «Το κατατεθέν σχέδιο νόμου, ουσιαστικά δεν απαντά στις ελάχιστες αυτές αλλαγές που θεωρήθηκαν αναγκαίες από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα. Αντίθετα, αφήνει ανοικτά ουσιώδη ζητήματα, όπως αυτά των αποφασιστικών, διοικητικών και ακαδημαϊκών αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Ιδρύματος, του ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος των εκλογικών διαδικασιών, της προεπιλογής από το Συμβούλιο των υποψηφίων για τα μονοπρόσωπα πανεπιστημιακά όργανα, καθώς και της θεσμικής διασφάλισης της δημόσιας χρηματοδότησης. Διατηρεί τέλος διατάξεις που εγείρουν ζητήματα συνταγματικότητας.»
Ο Σπύρος Γκέλης, λέκτορας του Τμήματος Βιολογίας του Α.Π.Θ. δηλώνει στο Unfollow πως «οι αλλαγές στο νόμο, δεν αντιμετωπίζουν κανένα ουσιαστικό πρόβλημα των Πανεπιστημίων, εκτός ίσως από την επαναφορά των Τμημάτων ως βασικές ακαδημαϊκές μονάδες». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ. κ. Σπύρος Μαρκέτος: «οι αλλαγές μοναδικό σκοπό είχαν να εξασφαλίσουν ένα φύλο συκής για τη νέα ηγεσία του υπουργείου και για εκείνους ανάμεσά μας που προωθούν τα σχέδιά της. Η φιλοσοφία του νόμου δεν άλλαξε. Αν τελικά αυτός ο νόμος επιβληθεί, πράγμα που το βλέπω δύσκολο, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες θα φορτωθούν ανυπόφορα δίδακτρα, οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στα πανεπιστήμια θα οδηγηθούν όλοι και όλες στην επισφάλεια, και το διδακτικό προσωπικό πρακτικά θα υποβιβαστεί στη θέση υπαλλήλων φροντιστηριαρχών.»
Ο Γιώργος Διβάρης, αναπληρωτής καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., επισημαίνει στο Unfollow ότι «οι αλλαγές αυτές είναι στην σωστή κατεύθυνση αλλά πλήρως αναποτελεσματικές» εφόσον «μένουν ανολοκλήρωτες και φοβάμαι προσχηματικές αφού κυρίως εξακολουθεί :
α) η Σύγκλητος να μην διοικεί το Πανεπιστήμιο παρά μόνο να ασχολείται αποκλειστικά με ακαδημαϊκά ζητήματα,
β) τα μονοπρόσωπα όργανα όπως ο Κοσμήτορας με τις αυξημένες αρμοδιότητες να εκλέγονται μεν από την κοινότητα αλλά από ολιγομελή λίστα που θα καταρτίζεται από το Συμβούλιο Διοίκησης
γ) το Συμβούλιο εξακολουθεί να ασκεί διοίκηση αντί να έχει ελεγκτικό ρόλο και να "εκλέγεται" με το καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα της ταξινομικής ψήφου.
δ) η ΑΔΙΠ που εμπλέκεται στην αξιολογική διαδικασία των προγραμμάτων σπουδών της αξιολόγησης τμημάτων, σχολών και προσωπικού όχι μόνο να παραμένει κυβερνητικό όργανο αλλά και να ενισχύεται και να δηλώνεται ως τέτοιο αντί να τηρεί τις προϋποθέσεις ώστε να είναι πραγματικά ανεξάρτητη αρχή, με συνέπεια να πλήττεται βάναυσα η αυτοτέλεια του Πανεπιστήμιου.»
Ο πρύτανης του Α.Π.Θ. Γιάννης Μυλόπουλος θεωρεί πως αποκαταστάθηκε η δημοκρατική ομαλότητα και νομιμότητα στα πανεπιστήμια με την διάλυση των διορισμένων εξωθεσμικών οργανωτικών επιτροπών και την ανάθεση των εκλογικών διαδικασιών στα εκλεγμένα συλλογικά όργανα των ΑΕΙ και την αναγνώριση των εκλεγμένων πανεπιστημιακών αρχών, (πρυτάνεων, κοσμητόρων και προέδρων), ως των αρχών που θα έχουν την ευθύνη της διοίκησης των ιδρυμάτων μέχρι τη λήξη της νόμιμης θητείας τους.
Πιο συγκεκριμένα σχετικά με την ανάδειξη των διοικητικών οργάνων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ο πρύτανης του ΑΠ.Θ. σχολιάζει πως «παρέμεινε το καθεστώς της προεπιλογής από το Συμβούλιο μιας μικρής λίστας 2 ή 3 υποψηφίων τόσο για τη θέση του κοσμήτορα, όσο και για εκείνη του πρύτανη. Η απουσία κριτηρίων για την προεπιλογή, όσο και το γεγονός ότι τα εξωπανεπιστημιακά μέλη του Συμβουλίου, χωρίς τα απαιτούμενα τυπικά ακαδημαϊκά προσόντα, θα προεπιλέγουν τους υποψηφίους για την κορυφή της πανεπιστημιακής πυραμίδας, προκαλούν πλήγμα σε θεμελιώδεις ακαδημαϊκές αξίες, όπως αυτές της αξιοκρατίας και του σεβασμού στην ακαδημαϊκή ιεραρχία. Όπως πλήγμα στην εσωτερική Δημοκρατία αποτελεί και η απουσία των λοιπών, πλην των καθηγητών, (φοιτητές, εργαζόμενοι κλπ) μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας στις εκλογικές διαδικασίες» ενώ εκφράζει την απορία του για τη διατήρηση του διεθνώς πρωτότυπου εκλογικού συστήματος της ταξινομικής ψήφου.
Το μεταρρυθμιστικό μπλόκ παρουσιάζει τις αλλαγές στη διοίκηση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων ως παρεμβάσεις εναντίον του κομματισμού και της διαφθοράς. Ποιά είναι όμως η αλήθεια; «Το μεγάλο αγκάθι και στο νέο νόμο, αναμφίβολα παραμένει το μείζον θέμα των διοικητικών και αποφασιστικών αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου. Το οποίο, αν πράγματι η βούληση του νομοθέτη ήταν η αυτονομία των πανεπιστημίων κι η απεξάρτησή τους από το κράτος, θα έπρεπε να αναλάβει τις αρμοδιότητες που μέχρι σήμερα είχε το υπουργείο, καθαρά δηλαδή ελεγκτικές και εποπτικές αρμοδιότητες. Με τη διατήρηση ισχυρά διοικητικών και αποφασιστικών οικονομικών αρμοδιοτήτων, το Συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν κατά 40% εξωπανεπιστημιακοί, άνθρωποι δηλαδή που κατά τεκμήριο δεν γνωρίζουν την ακαδημαϊκή λειτουργία, ούτε και έχουν τα αντίστοιχα προσόντα, θα παίρνουν κατ´ ουσία τις μεγάλες αποφάσεις για το πανεπιστήμιο. Η πρόβλεψη αυτή προκαλεί εύλογες υποψίες ότι με το Συμβούλιο Διοίκησης ανοίγει ο δρόμος για την ιδιωτικοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων» τονίζει ο κ. Μυλόπουλος, περιγράφοντας τους πραγματικούς κινδύνους. Υπερ αυτής της άποψης φαίνεται να συνηγορεί κι ο κ. Γκέλης, απαντώντας συνάμα σε όσους κάνουν λόγο για την ανάγκη κοινωνικής λογοδοσίας των πανεπιστημίων: «Το Πανεπιστήμιο είναι κομμάτι της κοινωνίας, από αυτή προέρχεται, αυτή υπηρετεί, σε αυτή θα έπρεπε να λογοδοτεί. Ένας Νόμος που αναγκάζει το Πανεπιστήμιο να λογοδοτεί όχι απέναντι στην κοινωνία, αλλά μόνον στην ανταποδοτικότητα της χρηματοδότησης που θα λαμβάνει, καταδικάζει την κοινωνία να άγεται μόνο από τους χρηματοδότες της. Τις συνέπειες του τελευταίου τις βλέπουμε κάθε μέρα γύρω μας τα τελευταία δυόμισι χρόνια»
Η απαξίωση της δημόσιας παιδείας σύμφωνα με τον κ. Γκέλη είναι φαινόμενο διαχρονικό: «Μεγάλωσα σε μια χώρα που δεν έλαβε ποτέ της σοβαρά την Παιδεία- σε όποιο επίπεδο της κοινωνίας και αν κοιτάξει κανείς, φαίνεται αυτό. Τόσο ο Νόμος 4009 όσο και οι πρόσφατες αλλαγές του, ψηφίζονται μεσούντος του Αυγούστου σε δύο διαφορετικές χρονιές, από δύο διαφορετικές κυβερνήσεις, δύο διαφορετικούς υπουργούς, αλλά τα ίδια κόμματα, αυτά που ανέβασαν τη χώρα στην αιώρα της χρεοκωπίας, κυρίως της πνευματικής και κοινωνικής.» Με τον κ. Γκέλη μιλήσαμε κυρίως για την έρευνα, ξεκινώντας από μια σημειολογική παρατήρηση: «Ο Νόμος «τέσσερις χιλιάδες και εννιά», όπως ειρωνικά κατονομάζεται από πολλούς συναδέλφους στα Πανεπιστήμια, γυρνάει την πλάτη του στην έρευνα, ακόμα και σημειολογικά, αφού τα μέλη του «Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού» μετονομάζονται σε «Καθηγητές», σε μία περίοδο που η δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας έχει τα τελευταία χρόνια σχεδόν μηδενιστεί.», περάσαμε στην ουσία: «Το Πανεπιστήμιο είναι, διεθνώς, ο φυσικός χώρος της έρευνας. Υψηλού επιπέδου διδασκαλία στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, και ειδικά στο μεταπτυχιακό της σκέλος, δε μπορεί να γίνει από καθηγητές που δεν είναι ταυτόχρονα ενεργοί ερευνητές. Χωρίς όμως υψηλού επιπέδου έρευνα, και άρα χωρίς υψηλού επιπέδου διδασκαλία πώς μπορούμε να έχουμε υψηλού επίπεδου Πανεπιστήμια, όπως ευαγγελίζεται ο νέος νόμος;»
Στη συνέχεια ο Σπύρος Μαρκέτος μας δίνει μια εικόνα για το τι ζητά η ακαδημαϊκη κοινότητα : «Χρειαζόμαστε έναν νόμο αντίθετο, που να καθιερώνει τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστήμιου, τη δημοκρατία στον εργασιακό μας χώρο και τη διαφάνεια στην ενίσχυση της έρευνας, και τελικά την ακαδημαϊκή ελευθερία, που δυστυχώς έχει πλέον καταντήσει ανέκδοτο. Μόνον έτσι θα στερεωθεί το πανεπιστήμιο, αλλά φυσικά κάτι τέτοιο μακροπρόθεσμα προϋποθέτει συνολική πολιτική αλλαγή.»
Η δήλωση των εμπνευστών του νόμου πως «βάζουν τέλος στην ανομία» φαίνεται πως έχει πείσει την «κοινή γνώμη» η οποία τάσσεται στα γκάλοπ υπέρ του νόμου κι ας μην γνωρίζουν οι περισσότεροι τι είναι ή τι πρέπει να είναι στα αλήθεια το Πανεπιστήμιο. «Το Πανεπιστήμιο είναι φορέας ακαδημαϊκότητας, δημιουργίας και προαγωγής της σκέψης. Η σκέψη είναι σαν τα πουλιά: όσο πιο ελεύθερη είναι τόσο πιο μακριά μπορεί να πάει. Η ελληνική κοινωνία μαστίζεται από μία βαθιά κρίση αξιών. Ζει την κατάρρευση των δομών της από πολίτες που δεν έμαθαν ποτέ να τις υπηρετούν, που δεν έμαθαν ποτέ να αναγνωρίζουν και να ζουν με την ουσία, ψάχνοντας, αντί αυτής, την περιουσία, με κάθε κόστος. Σήμερα που το κόστος αυτό έγινε για όλους μας ο εφιάλτης που ζούμε, χρειαζόμαστε έστω μία δομή, έστω έναν φορέα της κοινωνίας που να μετουσιώσει τις αξίες, τη σκέψη, τον πολιτισμό» μας λέει χαρακτηριστικά ο Σπύρος Γκέλης. Σε αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία η παρατήρηση του κ. Μαρκέτου: «Η κατάσταση στην παιδεία αποτυπώνει τη γενικότερη κατάσταση σήμερα. Η ανάπτυξη του φασισμού δείχνει πόσο μεγάλο έλλειμμα παιδείας είχαμε.»
Κλείνοντας, οι συνομιλητές μας εξέφρασαν τους φόβους τους για το μέλλον. Ο κ. Διβάρης κατέληξε πως «η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την απειλή όχι μόνο της αποδόμησής της αλλά της πλήρους κατάρρευσής της» ενώ ο κ. Μυλόπουλος στο εύλογο συμπέρασμα πως «αν σκεφτεί κανείς ότι εν καιρώ κρίσης η δημόσια εκπαίδευση είναι το μεγάλο θύμα της λιτότητας, αντιλαμβάνεται ότι έρχονται δύσκολες εποχές για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο...»
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Unfollow #9 τον Σεπτέμβριο του 2012
Νόμος για την παιδεία: φάρμακο πιο τοξικό από την ασθένεια
Reviewed by Antonisgal
on
11:18:00 π.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου