Το μεταδοτικό παράδειγμα
του Τάσου Παππά
Από τις χώρες όπου εδώ και καιρό κυβερνούν συμμαχικά σχήματα με ισχυρό λαϊκό έρεισμα και αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, που αντιστέκονται στις πιέσεις των ΗΠΑ, οι οποίες σε συνεργασία με τις ντόπιες ελίτ προσπαθούν να υπονομεύσουν την πορεία τους, που έχουν να επιδείξουν γενναίες πολιτικές αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος υπέρ των ασθενέστερων τάξεων και αποτελεσματική αντιμετώπιση των εκτεταμένων εστιών φτώχειας, καθώς και οργανωμένες πρωτοβουλίες για την αναζήτηση ενός νέου ρόλου στην παγκόσμια αρχιτεκτονική με κινήσεις που ενισχύουν την εθνική κυριαρχία τους και αμφισβητούν εμπράκτως τον μονοπολισμό.
Η προσπάθεια είναι σημαντική γιατί εκδηλώνεται στην «πίσω αυλή» της υπερδύναμης, ένα χώρο τον οποίο πάντοτε ήλεγχε με δεσποτικά μέσα για να μην λειτουργήσει ως εφαλτήριο για εξελίξεις που θα απειλούσαν την παντοδυναμία της. Ο Χ. Κίσινγκερ δικαιολόγησε το πραξικόπημα του Πινοσέτ κατά του Αλιέντε το 1973 με το σκεπτικό ότι δεν πρέπει να γίνει η Χιλή το «μεταδοτικό παράδειγμα» για τις υπόλοιπες χώρες της ηπείρου.
Είναι όμως σημαντική η προσπάθεια των αριστερών μετώπων και γιατί η δύναμή τους στηρίζεται σ' ένα ευρύ πλειοψηφικό ρεύμα. Ολα ανέβηκαν στην εξουσία με εκλογές, σεβάστηκαν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και τα πολιτικά δικαιώματα των αντιπάλων τους (ακόμη κι αυτών που επιχείρησαν να τα ανατρέψουν), δημιούργησαν θεσμούς συμμετοχικής δημοκρατίας και ξανακέρδισαν τη λαϊκή συγκατάθεση.
Πόσοι ευρωπαίοι ηγέτες θα έχουν τη στιγμή της αποχώρησής τους δημοφιλία της τάξεως του 80%; Οι περισσότεροι φεύγουν αποδοκιμαζόμενοι και κρύβονται για να γλιτώσουν από την οργή των πολιτών. Ποια ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα τολμούσε να πάει κόντρα στις επιθυμίες της Ουάσιγκτον αναγνωρίζοντας ένα παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967; Το έπραξε η Βραζιλία και ανακοίνωσαν ότι θα ακολουθήσουν σύντομα η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, ο Ισημερινός, η Βολιβία και η Παραγουάη. Φαντάζεται κανείς ότι θα βρισκόταν σήμερα ευρωπαίος πρωθυπουργός που δεν θα εξέδιδε στην Ιταλία τον τρομοκράτη Τσέζαρε Μπατίστι; Το έκανε ο σοσιαλδημοκράτης Λούλα.
Αυτά προς απάντηση στις μεμψιμοιρίες διαφόρων φιλελεύθερων και ορισμένων προοδευτικών διανοητών, που εκφράζουν τη δυσφορία τους για τη συμπεριφορά κάποιων ηγετών, κάνοντας λόγο για βοναπαρτισμό και λαϊκισμό που κατά τη γνώμη τους δεν συνάδουν με την αριστερά, ή, για να ακριβολογούμε, που δεν συνάδουν με τον καθωσπρεπισμό μιας συμβιβασμένης αριστεράς, η οποία θεωρεί ότι η σύγκρουση για τις ιδέες είναι μπαγιάτικος ρομαντισμός και ο αγώνας για την απονομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού και των παραφυάδων του επικίνδυνος τυχοδιωκτισμός.
Τα πράγματα έφτασαν εκεί γιατί συνέβησαν σοβαρές αλλαγές σε πολλά επίπεδα. Προέκυψαν από τα κάτω ηγεσίες με όραμα, οι οποίες συνειδητοποίησαν ότι «η δύναμη των αδυνάτων είναι ότι μπορούν να πείσουν για την αδυναμία των δυνατών». Χρεοκόπησαν οι πολιτικές των κυρίαρχων τάξεων, αφού οι συνταγές «σωτηρίας» που επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ και τους άλλους οργανισμούς του παγκόσμιου κεφαλαίου είχαν ολέθριες συνέπειες για την πλειονότητα των πολιτών. Ηττήθηκαν κατά κράτος οι εθελόδουλες πρακτικές των κεντροαριστερών κομμάτων και έχασαν την αίγλη τους οι σεχταριστικές λογικές του ένοπλου ακτιβισμού που είχε πλούσια παράδοση στη Λ. Αμερική. Απορρίφθηκαν ως ατελέσφορες οι μοδάτες και με υπολογίσιμη επιρροή σ' ένα κομμάτι της ελευθεριακής αριστεράς αντιλήψεις, ότι είναι δυνατόν ν' αλλάξεις την πραγματικότητα χωρίς να πάρεις την εξουσία, δημιουργώντας «οάσεις αυτοδιαχείρισης» και αδιαφορώντας για το ποιος ελέγχει το κράτος. Εγκαταλείφθηκαν η γραμμή της επαναστατικής αναμονής και η θεωρία ότι μια «φωτισμένη πρωτοπορία» είναι ικανή, ακόμη και ερήμην των μαζών, να οδηγήσει στο ριζοσπαστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών.
Μπορεί η Λ. Αμερική να γίνει το «μεταδοτικό παράδειγμα» για την ευρωπαϊκή αριστερά, της σοσιαλδημοκρατίας συμπεριλαμβανομένης; Από πρώτη ματιά, η απάντηση είναι αρνητική. Κι αυτό γιατί το ένα τμήμα της δείχνει πλήρως υποταγμένο, ενώ το άλλο φαντασιώνεται συνεχώς εξεγέρσεις για να αναδιπλωθεί απογοητευμένο όταν η πορεία των πραγμάτων δεν δικαιώνει τις προσδοκίες του.
Από τις χώρες όπου εδώ και καιρό κυβερνούν συμμαχικά σχήματα με ισχυρό λαϊκό έρεισμα και αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, που αντιστέκονται στις πιέσεις των ΗΠΑ, οι οποίες σε συνεργασία με τις ντόπιες ελίτ προσπαθούν να υπονομεύσουν την πορεία τους, που έχουν να επιδείξουν γενναίες πολιτικές αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος υπέρ των ασθενέστερων τάξεων και αποτελεσματική αντιμετώπιση των εκτεταμένων εστιών φτώχειας, καθώς και οργανωμένες πρωτοβουλίες για την αναζήτηση ενός νέου ρόλου στην παγκόσμια αρχιτεκτονική με κινήσεις που ενισχύουν την εθνική κυριαρχία τους και αμφισβητούν εμπράκτως τον μονοπολισμό.
Η προσπάθεια είναι σημαντική γιατί εκδηλώνεται στην «πίσω αυλή» της υπερδύναμης, ένα χώρο τον οποίο πάντοτε ήλεγχε με δεσποτικά μέσα για να μην λειτουργήσει ως εφαλτήριο για εξελίξεις που θα απειλούσαν την παντοδυναμία της. Ο Χ. Κίσινγκερ δικαιολόγησε το πραξικόπημα του Πινοσέτ κατά του Αλιέντε το 1973 με το σκεπτικό ότι δεν πρέπει να γίνει η Χιλή το «μεταδοτικό παράδειγμα» για τις υπόλοιπες χώρες της ηπείρου.
Είναι όμως σημαντική η προσπάθεια των αριστερών μετώπων και γιατί η δύναμή τους στηρίζεται σ' ένα ευρύ πλειοψηφικό ρεύμα. Ολα ανέβηκαν στην εξουσία με εκλογές, σεβάστηκαν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και τα πολιτικά δικαιώματα των αντιπάλων τους (ακόμη κι αυτών που επιχείρησαν να τα ανατρέψουν), δημιούργησαν θεσμούς συμμετοχικής δημοκρατίας και ξανακέρδισαν τη λαϊκή συγκατάθεση.
Πόσοι ευρωπαίοι ηγέτες θα έχουν τη στιγμή της αποχώρησής τους δημοφιλία της τάξεως του 80%; Οι περισσότεροι φεύγουν αποδοκιμαζόμενοι και κρύβονται για να γλιτώσουν από την οργή των πολιτών. Ποια ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα τολμούσε να πάει κόντρα στις επιθυμίες της Ουάσιγκτον αναγνωρίζοντας ένα παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967; Το έπραξε η Βραζιλία και ανακοίνωσαν ότι θα ακολουθήσουν σύντομα η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, ο Ισημερινός, η Βολιβία και η Παραγουάη. Φαντάζεται κανείς ότι θα βρισκόταν σήμερα ευρωπαίος πρωθυπουργός που δεν θα εξέδιδε στην Ιταλία τον τρομοκράτη Τσέζαρε Μπατίστι; Το έκανε ο σοσιαλδημοκράτης Λούλα.
Αυτά προς απάντηση στις μεμψιμοιρίες διαφόρων φιλελεύθερων και ορισμένων προοδευτικών διανοητών, που εκφράζουν τη δυσφορία τους για τη συμπεριφορά κάποιων ηγετών, κάνοντας λόγο για βοναπαρτισμό και λαϊκισμό που κατά τη γνώμη τους δεν συνάδουν με την αριστερά, ή, για να ακριβολογούμε, που δεν συνάδουν με τον καθωσπρεπισμό μιας συμβιβασμένης αριστεράς, η οποία θεωρεί ότι η σύγκρουση για τις ιδέες είναι μπαγιάτικος ρομαντισμός και ο αγώνας για την απονομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού και των παραφυάδων του επικίνδυνος τυχοδιωκτισμός.
Τα πράγματα έφτασαν εκεί γιατί συνέβησαν σοβαρές αλλαγές σε πολλά επίπεδα. Προέκυψαν από τα κάτω ηγεσίες με όραμα, οι οποίες συνειδητοποίησαν ότι «η δύναμη των αδυνάτων είναι ότι μπορούν να πείσουν για την αδυναμία των δυνατών». Χρεοκόπησαν οι πολιτικές των κυρίαρχων τάξεων, αφού οι συνταγές «σωτηρίας» που επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ και τους άλλους οργανισμούς του παγκόσμιου κεφαλαίου είχαν ολέθριες συνέπειες για την πλειονότητα των πολιτών. Ηττήθηκαν κατά κράτος οι εθελόδουλες πρακτικές των κεντροαριστερών κομμάτων και έχασαν την αίγλη τους οι σεχταριστικές λογικές του ένοπλου ακτιβισμού που είχε πλούσια παράδοση στη Λ. Αμερική. Απορρίφθηκαν ως ατελέσφορες οι μοδάτες και με υπολογίσιμη επιρροή σ' ένα κομμάτι της ελευθεριακής αριστεράς αντιλήψεις, ότι είναι δυνατόν ν' αλλάξεις την πραγματικότητα χωρίς να πάρεις την εξουσία, δημιουργώντας «οάσεις αυτοδιαχείρισης» και αδιαφορώντας για το ποιος ελέγχει το κράτος. Εγκαταλείφθηκαν η γραμμή της επαναστατικής αναμονής και η θεωρία ότι μια «φωτισμένη πρωτοπορία» είναι ικανή, ακόμη και ερήμην των μαζών, να οδηγήσει στο ριζοσπαστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών.
Μπορεί η Λ. Αμερική να γίνει το «μεταδοτικό παράδειγμα» για την ευρωπαϊκή αριστερά, της σοσιαλδημοκρατίας συμπεριλαμβανομένης; Από πρώτη ματιά, η απάντηση είναι αρνητική. Κι αυτό γιατί το ένα τμήμα της δείχνει πλήρως υποταγμένο, ενώ το άλλο φαντασιώνεται συνεχώς εξεγέρσεις για να αναδιπλωθεί απογοητευμένο όταν η πορεία των πραγμάτων δεν δικαιώνει τις προσδοκίες του.
Το μεταδοτικό παράδειγμα
Reviewed by Κοίτα τον Ουρανό
on
8:03:00 μ.μ.
Rating:
1 σχόλιο:
Ειδικά το θέμα του λαϊκισμού είναι μία κατηγορία που απευθύνεται πάντα στους άλλους και κατόπιν εορτής. Ποτέ δεν είμαστε εμείς οι λαϊκιστές. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι παντού ο λαϊκισμός φέρνει δημοφιλία.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο κάποιοι ηγέτες επιθυμούν να δημιουργήσουν φιλολαϊκούς θεσμούς και τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στο μέλλον. Για παράδειγμα ο νόμος για τα ΑΕΙ του 1982 ήταν εξαιρετικά φιλολαϊκός κι άλλαξε για πάντα το πανεπιστημιακό κατεστημένο τς εποχής. Ωστόσο, έφερε ένα άλλο κατεστημένο -φενάκη δημοκρατικό- που ίσως είναι και χειρότερο (χωρίς να επιθυμώ πισωγύρισμα).
Δημοσίευση σχολίου