Νόαμ Τσόμσκι: Ελευθερία και γλώσσα
Όταν προσκλήθηκα να μιλήσω πάνω στο θέμα
«ελευθερία και γλώσσα», απόρησα και ταυτόχρονα κεντρίστηκε η περιέργειά μου. Το
μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής μου ζωής έχει αφιερωθεί στη μελέτη της
γλώσσας. Δεν θα ήταν δύσκολο να βρω κάποιο θέμα να πραγματευτώ σ’ αυτό τον
τομέα. Επίσης, υπάρχουν πολλά να ειπωθούν για τα προβλήματα ελευθερίας και
απελευθέρωσης, όπως παρουσιάζονται σε εμάς και σε άλλους, στα μέσα του 20ού
αιώνα. Εκείνο που δημιουργεί τη δυσκολία στον τίτλο αυτής της διάλεξης είναι ο
συμπλεκτικός σύνδεσμος. Με ποιο τρόπο συνδέονται η ελευθερία και η γλώσσα; (…)
Αναζητώντας ένα σημείο εκκίνησης, στρέφεται κανείς αβίαστα σε μια περίοδο
της ιστορίας της δυτικής σκέψης κατά την οποία πιστευόταν ότι «η σκέψη που
καθιστούσε την ελευθερία το όλον και την ουσία της φιλοσοφίας χειραφέτησε το
ανθρώπινο πνεύμα σε όλες του τις σχέσεις και [...] προσέδωσε στην επιστήμη, σε
όλες της τις διαστάσεις, πιο ισχυρό αναπροσανατολισμό από οποιαδήποτε άλλη
προηγούμενη επανάσταση». Η λέξη «επανάσταση» φέρει πολλαπλούς συνειρμούς σ’
αυτό το απόσπασμα, γιατί ο Σέλινγκ διακηρύσσει επίσης ότι «ο άνθρωπος
γεννιέται για να ενεργεί και όχι για να στοχάζεται»· όταν μάλιστα γράφει ότι
«έχει έρθει ο καιρός να διαλαλήσουμε σε μια πιο μεγαλόψυχη ανθρωπότητα την
ελευθερία του πνεύματος και δεν μπορούμε πλέον να υπομένουμε τις δακρύβρεκτες
εκδηλώσεις θλίψης των ανθρώπων για τις χαμένες τους αλυσίδες», ακούμε την ηχώ της
ελευθεριακής σκέψης και των επαναστατικών πράξεων του υστέρου 18ου αιώνα. Ο
Σέλινγκ γράφει ότι «η αρχή και το τέλος όλης της φιλοσοφίας είναι η Ελευθερία».
Αυτές οι λέξεις επενδύονται με νόημα και αποφασιστικότητα σε μια εποχή κατά την
οποία οι άνθρωποι αγωνίζονται να αποτινάξουν τις αλυσίδες τους, να αντισταθούν
στην εξουσία που έχει χάσει την ικανότητά της να διεκδικεί νομιμοποίηση, να
οικοδομήσουν πιο ανθρώπινους και πιο δημοκρατικούς κοινωνικούς θεσμούς. Σ’ αυτή
την εποχή πρέπει να οδηγηθεί ο φιλόσοφος για να εντρυφήσει στο χαρακτήρα της
ανθρώπινης ελευθερίας και των ορίων της και ίσως να συμπεράνει, μαζί με τον
Σέλινγκ, ότι όσον αφορά το ανθρώπινο εγώ, «η ουσία του είναι η ελευθερία»· όσον
αφορά τη φιλοσοφία, «το αποκορύφωμα του μεγαλείου της φιλοσοφίας συνίσταται
ακριβώς σ’ αυτό, ότι επενδύει τα πάντα στην ανθρώπινη ελευθερία».
Ζούμε πάλι σε μια τέτοια
εποχή. Επαναστατικός αναβρασμός σαρώνει τον αποκαλούμενο Τρίτο Κόσμο ξυπνώντας
τεράστιες μάζες από το λήθαργο και τη συναίνεση με την παραδοσιακή εξουσία.
Υπάρχουν εκείνοι που αντιλαμβάνονται ότι οι βιομηχανικές κοινωνίες είναι ώριμες
για επαναστατική αλλαγή — και δεν αναφέρομαι μόνο στους εκπροσώπους της Νέας
Αριστεράς.
Η απειλή της
επαναστατικής αλλαγής προκαλεί καταστολή και αντίδραση. Τα σημάδια της είναι
ορατά, με διάφορες μορφές, στη Γαλλία, στη Σοβιετική Ένωση, στις ΗΠΑ — και όχι
λιγότερο στην πόλη όπου συναντιόμαστε. Είναι λοιπόν φυσικό ότι πρέπει να μελετήσουμε
θεωρητικά τα προβλήματα της ανθρώπινης ελευθερίας και να στραφούμε με
ενδιαφέρον και βαθιά προσοχή στη σκέψη μιας πρωιμότερης περιόδου, όταν οι
αρχαϊκοί κοινωνικοί θεσμοί υποβάλλονταν σε κριτική ανάλυση και σε διαρκή
επίθεση. Είναι φυσικό και ορθό, στο βαθμό όμως που έχουμε κατά νου την
προειδοποίηση του Σέλινγκ ότι ο άνθρωπος γεννιέται όχι απλώς για να στοχάζεται
αλλά και για να δρα.
Μια από τις πιο πρώιμες
και πιο αξιοθαύμαστες έρευνες του 18ου αιώνα για την ελευθερία και τη δουλεία
είναι Η πραγματεία περί της καταγωγής και των
θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους του Ρουσό (1775),
μια επαναστατική πραγματεία κατά πολλούς τρόπους. Σ’ αυτήν ο Ρουσό επιδιώκει
να «εκθέσει την προέλευση και την πορεία της ανισότητας, την εδραίωση και την
κατάχρηση προνομίων των πολιτικών κοινωνιών, στο βαθμό που αυτά τα πράγματα
μπορούν να συναχθούν από τη φύση του ανθρώπου μόνο με το φως της σκέψης». Τα
συμπεράσματά του ήταν αρκετά σκανδαλιστικά, ώστε οι κριτές του διαγωνισμού για
το βραβείο της Ακαδημίας της Ντιζόν, στους οποίους υποβλήθηκε αρχικά το έργο,
αρνήθηκαν να ακούσουν το κείμενο μέχρι τέλους. Σ’ αυτό ο Ρουσό αμφισβητεί τη
νομιμοποίηση σχεδόν όλων των κοινωνικών θεσμών, όπως επίσης τον ατομικό έλεγχο
της ιδιοκτησίας και του πλούτου. Υπάρχουν «σφετερισμοί [...] που ήταν
θεμελιωμένοι σε ένα δίκαιο πρόσκαιρο και καταχρηστικό και μην έχοντας κερδίσει
παρά με τη χρήση βίας, η βία μπορούσε να τους στερήσει [των πλουσίων] τα αγαθά,
χωρίς να έχουν λόγο για παράπονα». Ούτε εκείνοι που πλούτισαν μόνο με την
επιδεξιότητά τους μπορούν να θεμελιώσουν την ιδιοκτησία τους «πάνω σε
καλύτερους τίτλους». Έναντι αυτού του ισχυρισμού τους θα μπορούσε κάποιος να
προβάλει την ένσταση: «Δεν ξέρεις ότι πλήθος από τα αδέλφια σου πεθαίνουν ή
υποφέρουν από την έλλειψη αυτών που περισσεύουν σε σένα και πως θα σου
χρειαζόταν επείγουσα και ομόθυμη συναίνεση όλου του ανθρώπινου γένους για να
οικειοποιηθείς από τον κοινό επιούσιο ό,τι βρίσκεται πέρα από τον δικό σου;»
Είναι αντίθετο στο νόμο
της φύσης «μια χούφτα άνθρωποι να κολυμπούν σε περίσσια αγαθά, τη στιγμή που
το πλήθος των πεινασμέ- νων στερείται τα απολύτως απαραίτητα».
Ο Ρουσό υποστηρίζει
ότι η κοινωνία των πολιτών μετά βίας είναι κάτι περισσότερο από μια συνωμοσία
των πλουσίων για να εξασφαλίσουν τη λεία τους. Υποκριτικά οι πλούσιοι καλούν
τους γείτονες τους λέγοντας «να θεσπίσουμε κανονισμούς δικαιοσύνης και ειρήνης
με τους οποίους να είναι όλοι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται, χωρίς καμιά
εξαίρεση, που να διορθώνουν κατά κάποιον τρόπο τις ιδιοτροπίες της τύχης,
υποτάσσοντας εξίσου τον δυνατό και τον αδύνατο σε αμοιβαίες υποχρεώσεις» -
νόμους δηλαδή που, όπως θα πει ο Ανατόλ Φρανς, με όλη τους τη σοβαρότητα αρνούνται
στους πλούσιους και στους φτωχούς εξίσου το δικαίωμα να κοιμούνται τη νύχτα
κάτω από μια γέφυρα. Με τέτοια επιχειρήματα ξελογιάστηκαν οι φτωχοί και οι
κοινωνικά αδύναμοι: «Όλοι έτρεξαν προς τα δεσμά τους πιστεύοντας πως
εξασφάλισαν την ελευθερία τους [...]» Συνεπώς, κοινωνία και νόμοι «πρόσθεσαν
νέες δυσκολίες στον αδύναμο και νέες δυνάμεις στον πλούσιο, κατάστρεψαν
ανεπανόρθωτα τη φυσική ελευθερία, στεριώσανε για πάντα το νόμο της ιδιοκτησίας
και της ανισότητας, κι έναν
επιδέξιο σφετερισμό τον έκαναν ανέκκλητο δικαίωμα, και για το συμφέρον μερικών
φιλόδοξων υποδούλωσαν για πάντα όλο το ανθρώπινο γένος στη δουλειά, στη
σκλαβιά και τη δυστυχία». Οι κυβερνήσεις έχουν την τάση, αναπόφευκτα, να ασκούν
αυθαίρετη εξουσία, «που είναι ο εκφυλισμός και το οριακό τους σημείο». Αυτή η
εξουσία «είναι από τη φύση της παράνομη» και οι νέες επαναστάσεις πρέπει
να διαλύσουν εντελώς την
κυβέρνηση ή [να] την οδηγήσουν στο δρόμο της νόμιμης συγκρότησής της [...]. Η
εξέγερση που έχει ως αποτέλεσμα το φόνο ή την εκθρόνιση ενός ηγεμόνα είναι μια
πράξη το ίδιο νόμιμη με εκείνο που ο ίδιος έκανε πρωτύτερα διαφεντεύοντας τη
ζωή και το βιος των υπηκόων του. Η βία και μόνο τον στήριζε, η βία και μόνο αυτή
τον ανατρέπει.
Στη σημερινή συγκυρία το
ενδιαφέρον είναι ότι ο δρόμος που ακολουθεί ο Ρουσό για να φτάσει σ’ αυτά τα
συμπεράσματα «μόνο με το φως της σκέψης» αρχίζει με τις ιδέες του για τη φύση
του ανθρώπου. Θέλει να δει τον άνθρωπο «όπως τον έχει πλάσει η φύση». Από τη
φύση του ανθρώπου λοιπόν πρέπει να συναχθούν οι αρχές του φυσικού δικαιώματος
και τα θεμέλια της κοινωνικής ύπαρξης.
Η ίδια η μελέτη του
αρχικού ανθρώπου, των πραγματικών αναγκών του και των θεμελιωδών αρχών που
διέπουν τις υποχρεώσεις του είναι επίσης το μόνο αποτελεσματικό μέσο που θα
μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς για να ξεπεράσει το πλήθος των δυσχερείων που
παρουσιάζονται γύρω από την προέλευση της πνευματικής ανισότητας, την
πραγματική βάση του πολιτικού σώματος, τα αμοιβαία δικαιώματα των μελών του
και γΰρω από χίλια δυο άλλα παρόμοια ζητήματα τόσο σημαντικά όσο και
αδιευκρίνιστα.
Για να καθορίσει τη φύση
του ανθρώπου, ο Ρουσό προχωρεί στη σύγκριση ανθρώπου και ζώου. Ο άνθρωπος είναι
«ευφυής, ελεύθερος... το μόνο ζώο προικισμένο με λογικό». Τα ζώα είναι
«στερημένα από διάνοια και ελευθερία».
Το κάθε ζώο το βλέπω σαν
μια έξυπνη μηχανή, στην οποία η φύση έδωσε αισθήσεις για να ενεργοποιείται μόνη
της και να διασφαλίζει τον εαυτό της, ως ένα σημείο, από οτιδήποτε τείνει να
την καταστρέψει ή να την απορρυθμίσει. Διακρίνω τα ίδια ακριβώς στην ανθρώπινη
μηχανή, με τη μόνη διαφορά ότι στις λειτουργίες του ζώου η φύση τα κάνει όλα,
ενώ ο άνθρωπος συμμετέχει στις δικές του σαν ελεύθερος παράγων. Το ένα επιλέγει ή απορρίπτει από ένστικτο και ο άλλος με μια
ελεύθερη πράξη. Πράγμα που, από τη μια, κάνει το ζώο να μην μπορεί να
απομακρυνθεί από τον κανόνα που του έχει προκαθοριστεί, ακόμα κι αν αυτό θα
ήταν για το καλό του, και, από την άλλη, κάνει τον άνθρωπο να απομακρύνεται συχνά
ζημιώνοντας τον εαυτό του [...] Δεν είναι άρα τόσο η αντίληψη αυτό που
αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ζώων και ανθρώπου, όσο το προσόν του
ελεύθερου παράγοντα που διαθέτει ο τελευταίος. Η φύση έχει πρώτη το λόγο σε
κάθε έμβιο ον, και το ζώο υπακούει. Ο άνθρωπος νιώθει το ίδιο, έχει όμως
συναίσθηση ότι είναι ελεύθερος να συμφωνήσει ή να αντισταθεί. Και η
πνευματικότητά του φαίνεται περισσότερο στη συναίσθηση αυτής της ελευθερίας.
Γιατί η φυσική επιστήμη εξηγεί, κατά κάποιον τρόπο, το μηχανισμό των αισθήσεων
και το σχηματισμό των ιδεών, αλλά στη δύναμη της βούλησης ή μάλλον της εκλογής,
και στη συναίσθηση αυτής της δύναμης, δε βρίσκουμε παρά πράξεις καθαρά
πνευματικές, που δεν εξηγούνται καθόλου με τους νόμους της μηχανικής.
Έτσι, η ουσία της
ανθρώπινης φύσης είναι η ελευθερία του ανθρώπου και η συνείδηση της ελευθερίας
του. Και ο Ρουσό μπορεί να υποστηρίξει ότι «οι νομοθέτες οι οποίοι αποφάνθηκαν
βαρύγδουπα ότι το παιδί ενός σκλάβου θα γεννιέται σκλάβος, αποφάσισαν, με άλλα
λόγια, πως ένας άνθρωπος δε θα γεννιέται άνθρωπος».
Σοφιστές πολιτικοί και
διανοούμενοι αναζητούν τρόπους να κρύψουν το γεγονός ότι η ουσιώδης και
καθοριστική ιδιότητα του ανθρώπου είναι η ελευθερία του και «αποδίδουν στους
ανθρώπους μια φυσική ροπή προς τη δουλεία, κρίνοντας από την καρτερικότητα με
την οποία οι γύρω τους αντιμετωπίζουν τη σκλαβιά τους. Δίχως να σκεφτούν ότι με
την ελευθερία συμβαίνει ό,τι και με την αθωότητα και την αρετή, που την αξία
τους δεν τη νιώθουμε παρά όσο τις χαιρόμαστε, και που η γεύση τους χάνεται
ευθύς μόλις τις χάσουμε». Αντιθέτως, ο Ρουσό ρωτά ρητορικά «αν, αφού η
ελευθερία είναι η ευγενέστερη αρετή του ανθρώπου, αυτός δεν υποβαθμίζει τον
εαυτό του, δεν τοποθετείται στο επίπεδο του ζώου, που είναι υποδουλωμένο στο
ένστικτο, δεν προσβάλλει μάλιστα το δημιουργό του, όταν απαρνείται δίχως
δισταγμό το πολυτιμότερο από τα χαρίσματά του, όταν υποχωρεί και διαπράττει όλα
όσα αυτός του απαγορεύει, για να γίνει αρεστός σε έναν αφέντη σκληρό και
άμυαλο» — ένα ερώτημα που έχει τεθεί, με παρόμοιους όρους, από πολλούς σχετικά
με την αντίσταση στην αμερικανική υποχρεωτική στράτευση τα τελευταία χρόνια και
από πολλούς άλλους που αρχίζουν να συνέρχονται από την καταστροφή του δυτικού
πολιτισμού του 20ού αιώνα, η οποία επιβεβαίωσε τόσο τραγικά την εκτίμηση του
Ρουσό:
Από εδώ προήλθαν οι εθνικοί πόλεμοι, οι μάχες, οι φόνοι, τα αντίποινα που
προξενούν τη φρίκη και πληγώνουν τη λογική, και όλες αυτές οι φρικτές
προκαταλήψεις που τοποθετούν σε επίπεδο αρετής την τιμή του να χύνεις ανθρώπινο
αίμα. Οι εντιμότεροι άνθρωποι έμαθαν να περιλαμβάνουν ανάμεσα στα καθήκοντά
τους την υποχρέωση να σφάζουν τους ομοίους τους. Τέλος, βλέπουμε τους ανθρώπους
να αλληλοσφάζονται κατά χιλιάδες χωρίς να ξέρουν το γιατί. Και γίνονταν περισσότεροι
φόνοι σε μια μόνο μέρα μάχης και περισσότερες φρικαλεότητες στην κατάληψη μιας
πόλης απ’ ό,τι κατά τη φυσική κατάσταση στη διάρκεια αιώνων πάνω σε όλη την
επιφάνεια της γης.
Την απόδειξη του πιστεύω
του ότι ο αγώνας για ελευθερία είναι ουσιώδες ανθρώπινο χαρακτηριστικό, ότι η
αξία της ελευθερίας γίνεται αντιληπτή μόνο όσο είναι κανείς ελεύθερος, ο Ρουσό
τη βλέπει στα «θαύματα που κάνουν όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι για να φυλάξουν
τον εαυτό τους από την καταπίεση». Πράγματι, αυτοί που έχουν εγκαταλείψει της
ζωή του ελεύθερου ανθρώπου
δεν παύουν να καυχιούνται για την ηρεμία και την ξεκούραση
που απολαμβάνουν μέσα στα δεσμά τους [...]. Όταν όμως βλέπω τους άλλους να
θυσιάζουν τις χαρές, την ξεκούραση, τα πλούτη, τη δύναμη και την ίδια τη ζωή
τους, για να διατηρήσουν μόνο αυτό το αγαθό, το τόσο περιφρονημένο απ’ αυτούς
που το έχασαν, όταν βλέπω ζώα, που γεννήθηκαν ελεύθερα και απεχθάνονται την
υποταγή, να σπάνε τα κεφάλια τους στα σίδερα της φυλακής τους, όταν βλέπω τα
πλήθη των αγρίων ολόγυμνα να περιφρονούν τις ευρωπαϊκές ηδονές και να αψηφούν
την πείνα, τη φωτιά, το όπλο και το θάνατο, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν
την ανεξαρτησία τους, νιώθω πως δεν ταιριάζει σε σκλάβους να κρίνουν την
ελευθερία.
Παρόμοιες, κατά το
μάλλον, σκέψεις εξέφρασε ο Καντ σαράντα χρόνια αργότερα. Δεν μπορεί, λέει, να
δεχτεί την υπόθεση ότι ορισμένοι άνθρωποι «δεν είναι ώριμοι για την
ελευθερία», παραδείγματος χάρη, οι δουλοπάροικοι ενός γαιοκτήμονα.
Αν δεχτεί κανείς αυτή
την υπόθεση, η ελευθερία δεν πρόκειται να επιτευχθεί ποτέ· διότι δεν μπορεί
κανείς να γίνει ώριμος για την ελευθερία χωρίς να την έχει αποκτήσει ήδη·
πρέπει να είναι ελεύθερος για να μάθει πώς να κάνει χρήση των δυνάμεών του
ελεύθερα και ωφέλιμα. Οι πρώτες απόπειρες σίγουρα θα είναι κτηνώδεις και θα
οδηγήσουν σε μια κατάσταση πραγμάτων πιο οδυνηρή και επικίνδυνη από όσο η
προηγούμενη κατάσταση, όπου βρισκόταν υπό την κυριαρχία αλλά και την προστασία
μιας εξωτερικής εξουσίας. Ωστόσο, κάποιος μπορεί να αποκτήσει λογική σκέψη μόνο
μέσα από τις εμπειρίες του και πρέπει να είναι ελεύθερος ώστε να αναλαμβάνει
την ευθύνη γι’ αυτές [...]. Η αποδοχή της αρχής ότι η ελευθερία είναι ανάξια
για εκείνους που βρίσκονται υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου και ότι κάποιος έχει
το δικαίωμα να τους την αρνείται για πάντα αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων
του ίδιου του Θεού, που έχει δημιουργήσει τον άνθρωπο ως ελεύθερο ον.
Η ανωτέρω επισήμανση
είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα λόγω των συμφραζομένων της. Ο Καντ υπερασπιζόταν
τη Γαλλική επανάσταση, κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίας, εναντίον εκείνων που
ισχυρίζονταν ότι η επανάσταση φανέρωσε πως οι μάζες ήταν ανέτοιμες για το
προνόμιο της ελευθερίας. Οι επισημάνσεις του Καντ έχουν σημασία και στη
σημερινή εποχή. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν αποδέχεται τη βία και την
τρομοκρατία. Ιδίως την τρομοκρατία ενός μετεπαναστατικοΰ κράτους, το οποίο έχει
περιέλθει στα χέρια μιας αδυσώπητης απολυταρχίας, που επανειλημμένως έχει
φτάσει σε απερίγραπτα επίπεδα θηριωδίας. Ωστόσο κανένα άτομο που διαθέτει
κατανόηση ή ανθρωπιά δεν θα καταδικάσει πολΰ γρήγορα τη βία που παρατηρείται
συχνά όταν μάζες επί μακρόν υπόδουλες ξεσηκώνονται κατά των καταπιεστών τους ή
κάνουν τα πρώτα βήματα προς την ελευθερία και την κοινωνική ανόρθωση.
Επιτρέψτε μου όμως να
επανέλθω στην επιχειρηματολογία τού Ρουσό εναντίον της νομιμοποίησης της
κατεστημένης εξουσίας, είτε πρόκειται για εξουσία πολιτική είτε για εξουσία του
πλούτου. Είναι εντυπωσιακό ότι η επιχειρηματολογία του μέχρις εδώ ακολουθεί το οικείο καρτεσιανό
πρότυπο. Μόνο ο άνθρωπος ξεπερνά τους περιορισμούς της φύσης- το ζώο, από την
άλλη, είναι απλώς μια έξυπνη μηχανή, η λειτουργία της οποίας διέπεται από τον
φυσικό νόμο. Η ελευθερία του ανθρώπου και η συνείδηση που έχει γι’ αυτήν τον
διαχωρίζει από το ζώο-μηχανή. Οι αρχές της μηχανικής εξήγησης δεν είναι ικανές
να αιτιολογήσουν αυτές τις ανθρώπινες ιδιότητες, αν και μπορούν να
αιτιολογήσουν την αίσθηση, ακόμη και το συνδυασμό των ιδεών βάσει των οποίων
«ο άνθρωπος διαφέρει από το ζώο μόνο κατά το βαθμό».
Για τον Ντεκάρτ και τους
οπαδούς του, όπως ο [Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός του 17ου αιώνα Ζερό ντε]
Κορντεμουά, το μόνο σίγουρο σημάδι ότι ένας άλλος οργανισμός έχει διάνοια, και
άρα υπερβαίνει τα όρια της μηχανικής εξήγησης, είναι η χρήση της γλώσσας με τον
φυσικό, δημιουργικό ανθρώπινο τρόπο, που είναι ελεύθερος από τον έλεγχο
αναγνωρίσιμων ερεθισμάτων, καινοτόμος και πρωτότυπος, προσφυής στις
καταστάσεις, συνεκτικός και γενεσιουργός νέων σκέψεων και ιδεών μέσα στο μυαλό
μας. Για τους καρτεσιανούς γίνεται φανερό ότι, λόγω της ικανότητας
ενδοσκόπησης, κάθε άνθρωπος διαθέτει διάνοια, μια ιδιότητα η ουσία της οποίας
είναι η σκέψη· η δημιουργική χρήση της γλώσσας αντανακλά αυτή την ελευθερία
σκέψης και αντίληψης. Όταν έχουμε ενδείξεις ότι και κάποιος άλλος οργανισμός
χρησιμοποιεί τη γλώσσα με ελεύθερο και δημιουργικό τρόπο, ωθούμαστε να του
αποδώσουμε διανοητική ικανότητα όμοια με τη δική μας. Από παρόμοιες υποθέσεις
σχετικά με τους εγγενείς περιορισμούς της μηχανικής εξήγησης, της ανικανότητάς
της να ερμηνεύσει την ελευθερία του ανθρώπου και τη συνείδηση αυτής της
ελευθερίας, ο Ρουσό προχωρεί και αναπτύσσει την κριτική του προς τους αυταρχικούς
θεσμούς, οι οποίοι αρνούνται, ποικιλοτρόπως, στον άνθρωπο το ουσιώδες γι’ αυτόν
χαρακτηριστικό της ελευθερίας.
Εάν συνδυάζαμε αυτές τις
σκέψεις, θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε μια ενδιαφέρουσα σύνδεση ανάμεσα στη
γλώσσα και στην ελευθερία. Η γλώσσα, με τις ουσιώδεις ιδιότητές της και τον
τρόπο χρήσης της, προσφέρει το βασικό κριτήριο για να καθορίσουμε κατά πόσο
ένας άλλος οργανισμός είναι μια ύπαρξη με ανθρώπινο μυαλό και με ανθρώπινη
ικανότητα να σκέφτεται ελεύθερα και να εκφράζεται, καθώς και με την ουσιώδη
ανθρώπινη ανάγκη για ελευθερία από τους εξωτερικούς καταναγκασμούς μιας
καταπιεστικής εξουσίας. Ακόμη, θα μπορούσαμε να κάνουμε την προσπάθεια να
προχωρήσουμε από την ενδελεχή έρευνα της γλώσσας και της χρήσης της σε μια
βαθύτερη και πιο επακριβή κατανόηση της ανθρώπινης διάνοιας. Κατά την
επεξεργασία αυτού του μοντέλου ίσως επιχειρούσα με περαιτέρω να μελετήσουμε
άλλες πτυχές της φύσης του ανθρώπου, τις οποίες, όπως εύστοχα παρατηρεί ο
Ρουσό, μπορούμε να συλλάβουμε σωστά αν κατορθώσουμε να αναπτύξουμε θεωρητικά τα
θεμέλια μιας ορθολογικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
Θα επανέλθω σ’ αυτό το
ζήτημα, αλλά πρώτα θα ήθελα να παρακολουθήσω περαιτέρω τη σκέψη του Ρουσό γύρω
από αυτό το θέμα. Ο Ρουσό, από αρκετές απόψεις, αποκλίνει από την καρτεσιανή παράδοση.
Ορίζει ως «ειδικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους» την ικανότητα
«αυτοτελειοποίησης», η οποία «με τη βοήθεια των περιστάσεων, αναπτύσσει
διαδοχικά όλες τις άλλες και που σε μας βρίσκεται τόσο στο γένος όσο και
μεμονωμένα στο άτομο». Η ικανότητα αυτοτελειοποίησης και τελειοποίησης του
ανθρώπινου είδους μέσω της πολιτισμικής μετάδοσης δεν εξετάζεται, απ’ όσο
γνωρίζω, με παρόμοιους όρους από τους καρτεσιανούς. Ωστόσο πιστεύω ότι οι
επισημάνσεις του Ρουσό θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως μια εξέλιξη της
καρτεσιανής παράδοσης σε μια ανεξερεύνητη κατεύθυνση παρά ως άρνηση και
απόρριψή της. Δεν υπάρχει ασυμβατότητα στην ιδέα ότι τα περιοριστικά χαρακτηριστικά
της διάνοιας αποτελούν τη βάση μιας ιστορικά εξελισσόμενης ανθρώπινης φύσης, η
οποία αναπτύσσεται εντός των ορίων που αυτά θέτουν· ή ότι αυτά τα
χαρακτηριστικά της διάνοιας δίνουν τη δυνατότητα για αυτοτελειοποίηση· ή ότι,
παρέχοντας τη συνείδηση της ελευθερίας, αυτά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της
ανθρώπινης φύσης δίνουν στον άνθρωπο την ευκαιρία να δημιουργήσει κοινωνικές
συνθήκες και κοινωνικές μορφές για να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες της
ελευθερίας, της ποικιλομορφίας και της ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Για να
χρησιμοποιήσουμε μια αριθμητική αναλογία, οι ακέραιοι αριθμοί μπορούν να
σχηματίσουν ένα άπειρο σύνολο, απλώς γιατί δεν εξαντλούν τους σύμμετρους
αριθμούς.
Κατ’ αναλογία δεν υπάρχει άρνηση της ικανότητας του ανθρώπου για άπειρη
«αυτοτελειοποίηση» όταν υποστηρίζουμε ότι υπάρχουν εγγενείς ιδιότητες του νου
που θέτουν όρια στην ανάπτυξή του. Θα υποστήριζα μάλιστα ότι, κατά μία έννοια,
αληθεύει το αντίθετο, ότι χωρίς ένα σύστημα τυπικών περιορισμών δεν υπάρχουν
δημιουργικές πράξεις· πιο συγκεκριμένα, όταν απουσιάζουν ον εγγενείς και
περιοριστικές ιδιότητες του νου, μπορεί να υπάρχει μόνο «διαμόρφωση
συμπεριφοράς» και όχι δημιουργικές πράξεις αυτοτελειοποίησης. Επιπλέον, το
ενδιαφέρον του Ρουσό για τον επαναστατικό χαρακτήρα της αυτοτελειοποίησης μας
επαναφέρει, από μια άλλη οπτική γωνία, στο θέμα για την ανθρώπινη γλώσσα, η
οποία θα φαινόταν ως προαπαιτούμενο για μια τέτοια εξέλιξη της κοινωνίας και
της κουλτούρας, για μια, σύμφωνα με τον Ρουσό, τελειοποίηση του είδους πέρα από
τις πιο υποτυπώδεις μορφές.
Ο Ρουσό θεωρεί ότι «παρ’
όλο που το όργανο του λόγου υπάρχει εκ φύσεως στον άνθρωπο, η ίδια η ομιλία δεν
είναι, εντούτοις, φυσική γι’ αυτόν». Και πάλι, δεν βλέπω ασυμβατότητα ανάμεσα
στην παρατήρησή του ετούτη και στην κλασική καρτεσιανή άποψη ότι οι εγγενείς
ικανότητες είναι «προδιαθεσικές», ικανότητες που μας οδηγούν να παράγουμε
ιδέες (ακριβέστερα, έμφυτες ιδέες) με έναν συγκεκριμένο τρόπο υπό δεδομένες
συνθήκες εξωτερικού ερεθίσματος, αλλά μας παρέχουν επίσης την ικανότητα να
σκεφτόμαστε και χωρίς αυτούς τους εξωτερικούς παράγοντες. Συνεπώς, η γλώσσα
επίσης είναι φυσική στον άνθρωπο μόνο κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο. Πρόκειται
για μια ενδιαφέρουσα και, κατά την κρίση μου, άκρως θεμελιώδη άποψη των
ορθολογιστών γλωσσολόγων, που έχει αγνοηθεί, σε μεγάλο βαθμό, υπό την επίδραση
της εμπειρικής ψυχολογίας από τον 18ο αιώνα και εξής.
Ο Ρουσό πραγματεύεται
την προέλευση της γλώσσας αρκετά εκτενώς, παρ’ όλο που ομολογεί ότι δεν είναι
ικανός να καταπιαστεί μ’ αυτό το ζήτημα ικανοποιητικά. Έτσι,
αν οι άνθρωποι είχαν
ανάγκη από τη λέξη για να μάθουν να σκέπτονται, είχαν ακόμα πιο πολύ ανάγκη να
ξέρουν να σκέπτονται για να ανακαλύψουν την τέχνη του λόγου [...]. Έτσι που
ελάχιστα μπορούμε να κάνουμε ανεκτούς συσχετισμούς για τη γέννηση της τέχνης
αυτής της επικοινωνίας και της πνευματικής ανταλλαγής. Τέχνη ύψιστη, που
βρίσκεται ήδη τόσο μακριά από την απαρχή της...
Θεωρεί ότι «οι γενικές
ιδέες δε γίνεται να μπουν στο πνεύμα παρά μόνο μέσα από τις λέξεις, και η νόηση
τις συλλαμβάνει μόνο με προτάσεις» — γεγονός που εμποδίζει τα ζώα, τα οποία
στερούνται λογικού, να σχηματίσουν τέτοιες ιδέες ή ακόμη και να αποκτήσουν «τη
δυνατότητα τελειοποίησης που απορρέει από αυτές». Έτσι, δεν μπορεί να
κατανοήσει τα μέσα με τα οποία «οι νέοι γραμματολόγοι μας άρχισαν να
επεκτείνουν τις ιδέες τους και να γενικεύουν τις λέξεις τους» ή να αναπτύσσουν
τα μέσα «για να εκφράσει [η γλώσσα] όλες τις σκέψεις των ανθρώπων»: «τους
αριθμούς, τις αφηρημένες λέξεις, τους αορίστους, και όλους τους χρόνους των
ρημάτων, τα μόρια, τη σύνταξη, να συνδέσει τις προτάσεις, τους συλλογισμούς
και να σχηματίσει την όλη δομή του λόγου». Στοχάζεται τα μεταγενέστερα στάδια
της τελειοποίησης του είδους, «όταν οι ιδέες των ανθρώπων άρχισαν να
εξαπλώνονται και να πολλαπλασιάζονται και επιτεύχθηκε μεταξύ τους μια πιο στενή
επικοινωνία [και] αναζήτησαν περισσότερα σήματα και μια γλώσσα πιο
εκτεταμένη». Δυστυχώς όμως, πρέπει να εγκαταλείψει τη «συζήτηση του δύσκολου
αυτού προβλήματος. Ποιο ήταν πιο αναγκαίο· από τη συγκροτημένη κοινωνία να
πάμε στη θέσπιση της γλώσσας ή από την επινόηση της γλώσσας στη θεμελίωση της
κοινωνίας;»
Οι καρτεσιανοί κόβουν
τον γόρδιο δεσμό προϋποθέτοντας την ύπαρξη ενός ειδητικού χαρακτηριστικού, μιας
δεύτερης ουσίας, που υπηρετεί αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε
«δημιουργική αρχή» πλάι στη «μηχανική αρχή» η οποία καθορίζει ολοκληρωτικά τη
συμπεριφορά των ζώων. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε ανάγκη να εξηγήσουν την προέλευση
της γλώσσας στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης. Μάλλον η ανθρώπινη διάνοια
είναι ποιοτικά διαφορετική: δεν υπάρχει πέρασμα από το σώμα στο μυαλό. Θα
ερμηνεύαμε αυτή την ιδέα με τρέχοντες όρους λέγοντας ότι αιφνίδιες, κατά το
μάλλον ή ήττον, και δραματικές μεταλλάξεις πιθανώς οδήγησαν σε ιδιότητες της
νόησης που, από όσο γνωρίζουμε, είναι μοναδικές στον άνθρωπο, και όπου η
κατάκτηση της γλώσσας υπό την ανθρώπινη έννοια είναι ο πιο χαρακτηριστικός
δείκτης αυτών των ιδιοτήτων. Εάν αυτό είναι σωστό, τουλάχιστον ως μια πρώτη
προσέγγιση των γεγονότων, θα μπορούσε να αναμένεται ότι η μελέτη της γλώσσας
προσφέρει μια σφήνα ή ίσως ένα μοντέλο για την έρευνα της ανθρώπινης φύσης, το
οποίο θα μπορούσε να μας παράσχει ουσιαστικές πληροφορίες για μια πολύ
ευρύτερη θεωρία περί της ανθρώπινης φύσης.
Για να ολοκληρώσω αυτές
τις ιστορικές επισημάνσεις, θα ήθελα να στραφώ, όπως έχω κάνει και αλλού, στον
Βίλχελμ φον Χούμπολτ, έναν από τους πιο εμπνευσμένους και ενδιαφέροντες διανοητές
της εν λόγω περιόδου. Ο Χούμπολτ ήταν ένας από τους πιο βαθυστόχαστους
θεωρητικούς της γενικής γλωσσολογίας, αλλά και ένας πρώιμος και σθεναρός
υπέρμαχος των ελευθεριακών αξιών. Η βασική έννοια της φιλοσοφίας του είναι η Bildung,
με την οποία, όπως το εκφράζει ο Τζ. Γ. Μπάροους, «εννοεί την πληρέστατη,
πλουσιότατη και πιο αρμονική ανάπτυξη του ατόμου, της κοινότητας ή της
ανθρώπινης φυλής». Η σκέψη του θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παραδειγματική
περίπτωση. Παρ’ όλο που δεν συσχετίζει, από όσο ξέρω, ρητά τις ιδέες του για τη
γλώσσα με την ελευθεριακή κοινωνική του σκέψη, υπάρχει κοινό έδαφος από το
οποίο αναπτύσσονται, μια αντίληψη περί της ανθρώπινης ελευθερίας που διαποτίζει
και τις μεν και τη δε. Το δοκίμιο του Τζον Στιούαρτ Μιλ On Liberty (Περί
ελευθερίας)
αρχίζει με τη διατύπωση του Χούμπολτ για την «καθοδηγητική αρχή» της σκέψης
του: «Η απόλυτη και η ουσιώδης σημασία της ανθρώπινης ανάπτυξης στην
πλουσιότατη ποικιλομορφία της». Ο Χούμπολτ κλείνει την κριτική του στο
αυταρχικό κράτος λέγοντας: «Ένιωσα τον εαυτό μου να εμψυχώνεται ολοκληρωτικά
από ένα βαθύ αίσθημα σεβασμού για την εγγενή αξιοπρέπεια της ανθρώπινης φύσης
και για την ελευθερία που ταιριάζει σ’ αυτή την αξιοπρέπεια». Εν συντομία, η
αντίληψή του για την ανθρώπινη φύση είναι η εξής:
Ο αληθινός σκοπός του
Ανθρώπου, ή αυτό το οποίο περιγράφεται από τα αιώνια και αμετάλλακτα κελεύσματα
της λογικής και δεν υποδεικνύεται από ασαφείς και πρόσκαιρες επιθυμίες, είναι η
ύψιστη και πιο αρμονική ανάπτυξη των δυνάμεών του σε ένα ολοκληρωμένο και
συνεκτικό όλον. Η ελευθερία είναι η πρώτη και αναντικατάστατη συνθήκη την οποία
προϋποθέτει η πιθανότητα μιας τέτοιας ανάπτυξης· συνάμα όμως υπάρχει και άλλη
μια ουσιώδης προϋπόθεση - η οποία συνδέεται βαθιά με την ελευθερία, είναι αλήθεια
—, η διαφορετικότητα των καταστάσεων.
Όπως ο Ρουσό και ο Καντ,
θεωρεί ότι
τίποτε δεν ευνοεί τόσο
πολύ αυτή την ωριμότητα για ελευθερία όσο η ίδια η ελευθερία. Αυτή η αλήθεια
μπορεί ίσως να μην αναγνωρίζεται από εκείνους που έχουν χρησιμοποιήσει τόσο
συχνά αυτή την ανωριμότητα ως δικαιολογία για τη συνέχιση της καταπίεσης.
Εμένα όμως μου φαίνεται ότι είναι αναμφισβήτητο επακόλουθο της ίδιας της φύσης
του ανθρώπου. Η ανικανότητα για ελευθερία μπορεί να προκύπτει μόνο από μια
έλλειψη ηθικής και πνευματικής δύναμης· η εξύψωση αυτής της δύναμης είναι ο
μόνος τρόπος διόρθωσης αυτής της έλλειψης· αυτό όμως έχει ως προϋπόθεσή του να
ασκείται η ηθική και πνευματική δύναμη και αυτή η άσκηση προϋποθέτει την
ελευθερία που αφυπνίζει την αυθόρμητη δραστηριότητα. Μόνο που είναι σαφές ότι
δεν μπορούμε να πούμε πως δίνεται ελευθερία όταν χαλαρώνουν δεσμά τα οποία δεν
είναι αισθητά ως δεσμά από αυτόν που τα φέρει. Όμως, η έλλειψη επίγνωσης όλων
των δεσμών που τον καταπιέζουν δεν ισχύει για κανέναν άνθρωπο στη γη - όσο
παραμελημένος κι αν είναι από τη φύση και όσο υποβαθμισμένος κι αν είναι από
τις περιστάσεις. Ας καταργήσουμε τα δεσμά ένα προς ένα καθώς το αίσθημα της
ελευθερίας ξυπνά μέσα στην καρδιά των ανθρώπων, και θα επιταχύνουμε αυτήν τη
διαδικασία με κάθε βήμα.
Εκείνοι που δεν το
καταλαβαίνουν αυτό «δικαίως είναι ύποπτοι παρανόησης της ανθρώπινης φύσης και
της επιθυμίας να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε μηχανές».
Ο άνθρωπος είναι
ουσιαστικά μια δημιουργική, ερευνητική και αυτοτελειοποιούμενη ύπαρξη: «Έρευνα
και δημιουργία - ιδού οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται, λίγο
πολύ, όλες οι ανθρώπινες επιδιώξεις». Μα η ελευθερία της σκέψης και η διαφώτιση
δεν προορίζονται μόνο για την αφρόκρεμα. Απηχώντας και πάλι τον Ρουσό ο
Χούμπολτ λέει: «Στην ιδέα που αρνείται σε κάθε άνθρωπο το δικαίωμα να είναι
άνθρωπος υπάρχει κάτι που υποβαθμίζει την ανθρώπινη φύση». Έτσι, αισθάνεται
αισιοδοξία για τα αποτελέσματα της «διάχυσης της επιστημονικής γνώσης μέσω της
ελευθερίας και της διαφώτισης» σε όλους. Ωστόσο «το σύνολο της ηθικής
καλλιέργειας απορρέει αποκλειστικά και άμεσα από την εσώτερη ζωή της ψυχής και
απλώς μπορεί να διεγερθεί στην ανθρώπινη φύση, δεν παράγεται ποτέ από
εξωτερικές και τεχνητές επινοήσεις». «Η καλλιέργεια της αντίληψης, όπως κάθε
άλλης ικανότητας του ανθρώπου, επιτυγχάνεται γενικά μέσα από τη δική του
δραστηριότητα, από τη δική του ευφυΐα ή από τις δικές του μεθόδους χρήσης των
ανακαλύψεων που κάνουν άλλοι [...]» Η εκπαίδευση, κατά συνέπεια, πρέπει να
παράσχει τις ευκαιρίες για την καταξίωση του εαυτού· μπορεί, στην καλύτερη
περίπτωση, να εξασφαλίσει ένα πλούσιο και προκλητικό περιβάλλον για να το
εξερευνήσει το άτομο με τον δικό του τρόπο. Αυστηρά μιλώντας, ούτε η γλώσσα
είναι δυνατόν να διδαχθεί, παρά μόνο «να ξυπνήσει μέσα στο μυαλό: μπορούμε
μόνο να δώσουμε το νήμα κατά μήκος του οποίου θα αναπτυχθεί αφεαυτής». Πιστεύω
ότι ο Χούμπολτ θα έβρισκε οικείες πολλές από τις σκέψεις του Ντιούι για την
εκπαίδευση. Επίσης, θα εκτιμούσε την πρόσφατη επαναστατική προέκταση τέτοιων
ιδεών, παραδείγματος χάρη, από τους ριζοσπάστες καθολικούς της Λατινικής
Αμερικής, που ενδιαφέρονται για την «αφύπνιση της συνείδησης», αναφερόμενοι στη
«μεταμόρφωση των παθητικών, υπό εκμετάλλευση κατώτερων τάξεων σε συνειδητούς
και βασικούς αφέντες της μοίρας τους»11 παρόμοια με τους επαναστάτες
του Τρίτου Κόσμου σε άλλα μέρη. Είμαι σίγουρος ότι θα ενέκρινε την κριτική
τους για τα σχολεία, που
ασχολούνται περισσότερο
με τη μετάδοση της γνώσης απ’ ό,τι με τη δημιουργία κριτικού πνεύματος, μεταξύ
άλλων αξιών. Από κοινωνικής απόψεως, τα εκπαιδευτικά συστήματα προσανατολίζονται
στη διατήρηση των υπαρχουσών κοινωνικών και οικονομικών δομών αντί της αλλαγής
τους.
Ωστόσο το ενδιαφέρον του
Χούμπολτ για τον αυθορμητισμό υπερβαίνει τη στενή έννοια της εκπαιδευτικής
πρακτικής. Θίγει επίσης το ζήτημα της εργασίας και της εκμετάλλευσης. Οι
επισημάνσεις που παρέθεσα πιο πάνω για την καλλιέργεια της αντίληψης μέσω της
αυθόρμητης δράσης συνεχίζονται ως εξής:
[...] ο άνθρωπος δεν
θεωρεί ποτέ τόσο πολύ δικό του αυτό που κατέχει όσο αυτό που φτιάχνει· ο
εργάτης που φροντίζει ένα περιβόλι είναι, με την πιο βαθιά έννοια, ο ιδιοκτήτης
του και όχι ο αδιάφορος ηδονιστής που απολαμβάνει τους καρπούς του. Με αυτό
κατά νου, φαίνεται σαν να μπορούν όλοι οι χωρικοί και οι βιοτέχνες να ανυψωθούν
σε καλλιτέχνες· δηλαδή σε ανθρώπους που αγαπούν τη δουλειά τους μόνο γι’ αυτό
που είναι, τη βελτιώνουν με τη δική τους αποκλειστικά πλαστική ικανότητα και
επινοητική επιδεξιότητα και συνεπώς καλλιεργούν τη διάνοιά τους, εξευγενίζουν
το χαρακτήρα τους. και εξυψώνουν και τελειοποιούν τις απολαύσεις τους. Έτσι η
ανθρωπότητα θα μπορούσε να εξευγενιστεί από τα ίδια ακριβώς πράγματα που τώρα
τόσο την ευτελίζουν [...]. Ακόμη και έτσι όμως, η ελευθερία παραμένει
αναμφίβολα η αναντικατάστατη συνθήκη, χωρίς την οποία ακόμη και οι επιδιώξεις
οι πιο οικείες στην ανθρώπινη φύση δεν θα μπορέσουν ποτέ να δημιουργήσουν
τέτοιες σωτήριες επιρροές. Ό,τι δεν ξεπηδά από την ελεύθερη επιλογή του
ανθρώπου, ή είναι απλώς αποτέλεσμα ορμήνιας και καθοδήγησης, δεν εισέρχεται
στην ίδια του την ύπαρξη, αλλά παραμένει ξένο προς την αληθινή του φύση· δεν το
κάνει με πραγματική ανθρώπινη ενεργητικότητα, αλλά μόνο με μηχανική ακρίβεια.
Εάν ένας άνθρωπος
ενεργεί με καθαρά μηχανικό τρόπο, αντιδρώντας σε εξωτερικές απαιτήσεις ή
οδηγίες παρά με τρόπους που καθορίζονται από τα δικά του ενδιαφέροντα,
ενεργητικότητα και δύναμη, «μπορεί να θαυμάζουμε αυτό που φτιάχνει, αλλά
απεχθανόμαστε αυτό που είναι» .
Βάσει αυτών των
αντιλήψεων θεμελιώνει ο Χούμπολτ τις ιδέες του για το ρόλο του κράτους, το
οποίο έχει την τάση να «κάνει τον άνθρωπο εργαλείο για να υπηρετεί τους δικούς
του αυθαίρετους σκοπούς, παραγνωρίζοντας τους ατομικούς σκοπούς». Η θεωρητική
του προσέγγιση είναι κλασικά φιλελεύθερη και εναντιώνεται σθεναρά σε όλες, πλην
ελαχίστων, τις μορφές κρατικής παρέμβασης στην προσωπική ή στην κοινωνική ζωή.
Γράφοντας στη δεκαετία
του 1790 ο Χούμπολτ δεν είχε γνώση των μορφών που θα έπαιρνε ο βιομηχανικός
καπιταλισμός. Γι’ αυτό και δεν ανησυχούσε έκδηλα για τους κινδύνους της
ιδιωτικής εξουσίας.
Όταν σκεφτόμαστε
(κρατώντας ακόμα τη θεωρία διαχωρισμένη από την πρακτική) ότι η επιρροή ενός
ατόμου μειώνεται και παρακμάζει από τον ανταγωνισμό, την απώλεια τύχης, ακόμη
και από το θάνατο· και ότι κανένα από αυτά τα ενδεχόμενα δεν ισχύει για το
κράτος· εμμένουμε και πάλι στην αρχή ότι το κράτος δεν πρέπει να αναμιγνύεται
σε οτιδήποτε δεν αφορά αποκλειστικά την ασφάλεια [...]
Μιλά για την ουσιαστική
ισότητα των ιδιωτών πολιτών και βεβαίως δεν έχει ιδέα για τους τρόπους με τους
οποίους θα κατέληγε να ερμηνεύεται η έννοια «ιδιώτης» στην εποχή του σύγχρονου
καπιταλισμού. Δεν πρόβλεψε ότι η «δημοκρατία με το απόφθεγμά της περί ισότητας όλων των πολιτών έναντι του νόμου
και ο φιλελευθερισμός με το δικαίωμα του
ανθρώπου επί τον εαυτού τον [θα] τσακίζονταν μέσα στις
πραγματικότητες της καπιταλιστικής οικονομίας»15. Δεν πρόβλεψε ότι
σε μια αρπακτική καπιταλιστική οικονομία η κρατική παρέμβαση θα ήταν απόλυτα
αναγκαία για τη διατήρηση της ανθρώπινης ύπαρξης και την αποτροπή της
καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος — μιλώ αισιόδοξα. Αν μη τι άλλο, όπως είχε
επισημάνει ο Καρλ Πολάνιι, η αυτορρυθμιζόμενη αγορά «δεν θα μπορούσε να υπάρχει
ούτε λεπτό χωρίς την εξουδετέρωση της ανθρώπινης και φυσικής ουσίας της
κοινωνίας· θα κατέστρεφε βιολογικά τον άνθρωπο και θα μεταμόρφωνε το
περιβάλλον του σε αγριότοπο» . Ο Χούμπολτ δεν πρόβλεψε τις συνέπειες του
εμπορευματικού χαρακτήρα της εργασίας, του δόγματος (με τα λόγια του Πολάνιι)
ότι «δεν ανήκει στο εμπόρευμα η απόφαση πού θα πρέπει να πουληθεί, για ποιο
σκοπό να χρησιμοποιηθεί, με ποια τιμή να αλλάξει χέρια και με ποιο τρόπο να
καταναλωθεί ή να καταστραφεί». Το εμπόρευμα όμως, στην προκειμένη περίπτωση,
είναι η ανθρώπινη ζωή και άρα η κοινωνική προστασία ήταν στοιχειωδώς αναγκαία
για να περιοριστούν οι παράλογες και καταστροφικές λειτουργίες της κλασικής
ελεύθερης αγοράς. Ούτε κατανοούσε ο Χούμπολτ ότι οι καπιταλιστικές οικονομικές
σχέσεις διαιώνιζαν μια μορφή δουλείας η οποία, από το 1767 ήδη, είχε κηρυχθεί
από τον Σιμόν Λιγκέ ως χειρότερη ακόμη και από τη σκλαβιά:
Η έλλειψη δυνατότητας να
ζήσουν με άλλα μέσα αναγκάζει τους αγρεργάτες μας να καλλιεργούν γη της οποίας
τους καρπούς δεν θα φάνε και τους οικοδόμους μας να χτίζουν κτίρια στα οποία
δεν θα κατοικήσουν. Είναι η ανάγκη που τους σέρνει σε αυτές τις αγορές, όπου περιμένουν τα αφεντικά που θα έχουν την καλοσύνη να
τους αγοράσουν. Είναι η ανάγκη που τους αναγκάζει να πέφτουν στα γόνατα μπροστά
στον πλούσιο, για να του πάρουν την άδεια να τον κάνουν πλούσιο [...]. Ποιο ουσιαστικό κέρδος έχει φέρει η κατάργηση της δουλείας στο σκλάβο;
Λέτε πως είναι ελεύθερος. Α! Αυτό που του συμβαίνει είναι κακοτυχία. Ο σκλάβος
ήταν πολύτιμος στον αφέντη του λόγω των χρημάτων που του είχε κοστίσει. Ο
χειρώνακτας όμως δεν κοστίζει τίποτα στον πλούσιο αργόσχολο που τον απασχολεί
[„.]. Λέγεται πως αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν αφέντη — έχουν όμως έναν, τον πιο
τρομερό, τον πιο αυταρχικό από όλους τους αφεντάδες, την ανάγκη. Αυτή τους οδηγεί
στην πιο σκληρή εξάρτηση.
Εάν υπάρχει κάτι
εξευτελιστικό για την ανθρώπινη φύση στην ιδέα της δουλείας, τότε πρέπει να
αναμένεται μια νέα χειραφέτηση, «η τρίτη και τελευταία φάση χειραφέτησης στην
Ιστορία», όπως λέει ο Φουριέ, η οποία θα μεταμορφώσει το προλεταριάτο σε
ελεύθερους ανθρώπους, εξαλείφοντας τον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργασίας,
βάζοντας τέλος στη μισθωτή σκλαβιά και θέτοντας υπό δημοκρατικό έλεγχο τους
εμπορικούς, βιομηχανικούς και χρηματοπιστωτικούς θεσμούς.
Πιθανώς ο Χούμπολτ να
δεχόταν αυτά τα συμπεράσματα. Συμφωνεί πως η κρατική παρέμβαση στην κοινωνική
ζωή είναι θεμιτή εάν «η ελευθερία θα κατέστρεφε τις ίδιες τις συνθήκες χωρίς
τις οποίες όχι μόνο η ελευθερία αλλά και η ίδια η ύπαρξη θα ήταν αδιανόητη» —
τις συνθήκες ακριβώς που προκύπτουν μέσα σε μια αχαλίνωτη καπιταλιστική
οικονομία. Εν πάση περιπτώσει, η κριτική του προς τη γραφειοκρατία και το
αυταρχικό κράτος αποτελεί μια εύγλωττη προειδοποίηση για μερικές από τις πιο
θλιβερές πτυχές της σύγχρονης Ιστορίας και η βάση της κριτικής του εφαρμόζεται
σε ένα ευρύτερο φάσμα καταπιεστικών θεσμών απ’ αυτό που είχε φανταστεί.
Ωστόσο, εκφράζοντας το
κλασικό φιλελεύθερο δόγμα, ο Χούμπολτ δεν έχει το απλοϊκό ατομικιστικό ύφος
του Ρουσό. Ο Ρουσό εκθειάζει τον άγριο που «ζει μέσα στον εαυτό του»· βλέπει
ελάχιστη ωφέλεια στον «κοινωνικό άνθρωπο, που, όντας πάντα έξω από τον εαυτό
του, γνωρίζει πώς να ζει μόνο με τη γνώμη των άλλων [...] από την κρίση [των
οποίων] μόνο [...] αντλεί τη συναίσθηση της ύπαρξής του». Το όραμα
του Χούμπολτ είναι εντελώς διαφορετικό:
[...] το όλο πλαίσιο των ιδεών και των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται σ’ αυτό το δοκίμιο θα μπορούσε να αναχθεί κάλλι- στα στο εξής, ότι ενώ αυτοί θα έσπαγαν όλα τα δεσμά στην ανθρώπινη Ιστορία, θα επιχειρούσαν να βρουν όσο περισσότερους καινούργιους κοινωνικούς δεσμούς ήταν δυνατόν. Ο απομονωμένος άνθρωπος δεν είναι πλέον ικανός να αναπτυχθεί περισσότερο απ’ ό,τι ο υπόδουλος.
Έτσι, προσβλέπει σε μια
κοινωνία ελεύθερης συνεργασίας χωρίς τον καταναγκασμό του κράτους ή άλλων αυταρχικών
θεσμών, στην οποία ελεύθεροι άνθρωποι θα μπορούν να δημιουργούν, να διερευνούν
και να επιτυγχάνουν την ύψιστη ανάπτυξη των δυνάμεών τους. Πολύ πιο μπροστά από
την εποχή του, παρουσιάζει ένα αναρχικό όραμα που ταιριάζει πιθανώς στην
επόμενη κατάσταση της βιομηχανικής κοινωνίας. Ίσως μπορούμε και εμείς να
προσβλέπουμε σε μια εποχή κατά την οποία θα συνενωθούν αυτά τα ποικίλα ρεύματα
μέσα στο πλαίσιο του ελευθεριακού σοσιαλισμού, μιας κοινωνικής μορφής που
σήμερα μόλις και μετά βίας απαντά, αν και τα στοιχεία της μπορούν να γίνουν
αντιληπτά: στην ύψιστη εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων που έχουν επιτευχθεί —
αν και ακόμα είναι τραγικά ανεπαρκή — μέσα στις δυτικές δημοκρατίες· στα
ισραηλινά κιμπούτς- στα πειράματα με τα εργατικά συμβούλια στη Γιουγκοσλαβία·
στην προσπάθεια να αφυπνιστεί η λαϊκή συνείδηση και να συμμετάσχει και πάλι ο
λαός στην κοινωνική διαδικασία, κάτι που αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο των
επαναστάσεων στον Τρίτο Κόσμο, και συνυπάρχει, ανήσυχα, με αδικαιολόγητες
αυταρχικές πρακτικές.
Μια παρόμοια σύλληψη της
ανθρώπινης φύσης αποτελεί τη βάση του γλωσσολογικού έργου του Χούμπολτ. Η
γλώσσα είναι μια διαδικασία ελεύθερης δημιουργίας· οι κανόνες και οι αρχές της
είναι αμετάβλητες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι αρχές γένεσης
είναι ελεύθερος και ποικίλλει
απείρως. Ακόμη και η ερμηνεία και η χρήση των λέξεων συνεπάγεται μια
διαδικασία ελεύθερης δημιουργίας. Η κανονική χρήση της γλώσσας και η απόκτηση
της γλώσσας εξαρτώνται από αυτό που ο Χούμπολτ αποκαλεί αμετάβλητη μορφή της
γλώσσας, ένα σύστημα γενετικών διαδικασιών που έχει τη ρίζα του στην ανθρώπινη
διάνοια και περιορίζει αλλά δεν καθορίζει τα ελεύθερα δημιουργήματα της
φυσιολογικής ευφυΐας ή, σε υψηλότερο και πιο αυθεντικό επίπεδο, του μεγάλου
συγγραφέα ή διανοητή. Από τη μία, ο Χούμπολτ είναι ένας πλατωνικός που επιμένει
ότι η μάθηση είναι ένα είδος ανάμνησης όπου το μυαλό, διεγερμένο από την
εμπειρία, ανασύρει από εσωτερικούς πόρους και ακολουθεί ένα
αυτοπροσδιοριζόμενο μονοπάτι· και από
την άλλη, είναι ένας ρομαντικός, εξοικειωμένος με την πολιτισμική πολυμορφία
και τις άπειρες δυνατότητες πνευματικής συμβολής μιας δημιουργικής ευφυΐας. Δεν
υπάρχει αντίφαση σ’ αυτό, όχι περισσότερη από ό,τι στην επιμονή της αισθητικής
θεωρίας ότι οι ατομικές λειτουργίες της ευφυΐας περιορίζονται από αρχές και
κανόνες. Η φυσιολογική, δημιουργική χρήση της γλώσσας, η οποία σύμφωνα με τους
καρτεσιανούς ορθολογιστές είναι ο καλύτερος δείκτης ύπαρξης μιας άλλης
διάνοιας, προϋποθέτει ένα σύστημα
κανόνων και γενετικών αρχών του είδους το οποίο επιχείρησαν να προσδιορίσουν
και να καταστήσουν σαφές, με κάποια επιτυχία, οι ορθολογιστές γραμματικοί.
Πολλοί σύγχρονοι
επικριτές που εντοπίζουν ασυνέπεια στην άποψη ότι η ελεύθερη δημιουργία
συντελείται - στην πραγματικότητα, προϋποθέτει — μέσα σ’ ένα σύστημα
περιορισμών και ρυθμιστικών αρχών κάνουν μεγάλο λάθος· εκτός βεβαίως αν μιλούν
για «αντίφαση» με την ευρεία και μεταφορική έννοια του Σέλινγκ, ο οποίος γράφει
ότι «χωρίς την αντίφαση μεταξύ αναγκαιότητας και ελευθερίας όχι μόνο η
φιλοσοφία αλλά οποιαδήποτε ευγενέστερη πνευματική φιλοδοξία θα βυθιζόταν σ’
εκείνο το θάνατο που προσιδιάζει στις επιστήμες στις οποίες αυτή η αντίφαση δεν
υπηρετεί καμία λειτουργία». Χωρίς την ένταση ανάμεσα στην αναγκαιότητα και
στην ελευθερία, στον κανόνα και στην επιλογή, δεν μπορεί να υπάρξει καμία
δημιουργικότητα, επικοινωνία ή πράξεις με νόημα γενικά.
Εξέτασα αυτές τις
παραδοσιακές ιδέες εκτενώς όχι από αρχαιολογικό ενδιαφέρον, αλλά επειδή
πιστεύω ότι είναι πολύτιμες και ουσιαστικά ορθές και προτείνουν μια πορεία την
οποία μπορούμε να ακολουθήσουμε και από την οποία μπορούμε να ωφεληθούμε. Η κοινωνική
δράση πρέπει να εμψυχώνεται από ένα όραμα της μελλοντικής κοινωνίας και από
σαφείς αξιολογικές κρίσεις όσον αφορά το χαρακτήρα αυτής της μελλοντικής
κοινωνίας. Οι κρίσεις αυτές πρέπει να απορρέουν από κάποια αντίληψη της
ανθρώπινης φύσης και μπορεί κανείς να αναζητήσει εμπειρικά θεμέλια διερευνώντας
τη φύση του ανθρώπου όπως αποκαλύπτεται από τη συμπεριφορά και τα
δημιουργήματά του, υλικά, πνευματικά και κοινωνικά. Ίσως έχουμε φτάσει σε ένα
σημείο της Ιστορίας όπου είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε σοβαρά για μια κοινωνία
στην οποία οι ελεύθερα συγκροτημένοι κοινωνικοί δεσμοί θα αντικαθιστούν τα
δεσμά των αυταρχικών θεσμών, μάλλον με την έννοια που μεταφέρουν οι
παρατηρήσεις του Χούμπολτ τις οποίες παρέθεσα μόλις και οι οποίες αναπτύχθηκαν πληρέστερα
μέσα στην παράδοση του ελευθεριακού σοσιαλισμού τα επόμενα χρονιά.
Ο αρπακτικός
καπιταλισμός δημιούργησε ένα πολύπλοκο βιομηχανικό σύστημα και μια προηγμένη
τεχνολογία· αυτό επέτρεψε τη σημαντική εξάπλωση της δημοκρατικής πρακτικής και
καλλιέργησε ορισμένες φιλελεύθερες αξίες, αλλά εντός ορίων που σήμερα είναι
πιεστικά και πρέπει να ξεπεραστούν. Είναι ένα σύστημα ακατάλληλο για τα μέσα
του 20ού αιώνα. Είναι ανίκανο να ικανοποιήσει τις ανθρώπινες ανάγκες που
μπορούν να εκφραστούν μόνο με συλλογικούς όρους, και η αντίληψή του για έναν ανταγωνιστικό
άνθρωπο, που αποζητά μόνο να αυξήσει τον πλούτο και τη δύναμή του και υποτάσσει
τον εαυτό του στις σχέσεις της αγοράς, στην εκμετάλλευση και στην εξωτερική
εξουσία, είναι αντιανθρώπινη και απαράδεκτη με την πιο βαθιά έννοια. Και δεν
μπορεί κανείς να δεχτεί ως υποκατάστατο του συστήματος αυτού ένα αυταρχικό
κράτος· ούτε ο στρατιωτικοποιημένος κρατικός καπιταλισμός που αναπτύσσεται στις
ΗΠΑ ούτε το γραφειοκρατικό, συγκεντρωτικό κράτος πρόνοιας μπορούν να γίνουν
δεκτά ως στόχος της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μόνη δικαιολογία για καταπιεστικούς
θεσμούς είναι το υλικό και πολιτισμικό έλλειμμα. Οι θεσμοί αυτοί όμως, σε
ορισμένα στάδια της Ιστορίας, διαιωνίζουν και παράγουν αυτό το έλλειμμα, και
απειλούν ακόμη και την ανθρώπινη επιβίωση. Η σύγχρονη επιστήμη και η τεχνολογία
μπορούν να ανακουφίσουν τους ανθρώπους από την αναγκαιότητα της απόλυτα
εξειδικευμένης, βλακώδους εργασίας. Κατά γενική παραδοχή, μπορούν να παράσχουν
τη βάση για μια ορθολογική κοινωνική τάξη πραγμάτων, βασισμένη στην ελεύθερη
συνεργασία και στον δημοκρατικό έλεγχο, εάν βεβαίως έχουμε τη βούληση να τη δημιουργήσουμε.
Σημείωση: Το κείμενο παρουσιάστηκε ως διάλεξη στο Συμπόσιο για την Ακαδημαϊκή Ελευθερία και τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, στο Πανεπιστήμιο Λογιόλα, Σικάγο, 8-9 Ιανουαρίου 1970. Στα ελληνικά βρίσκεται στο βιβλίο "Περί αναρχισμού", εκδόσεις Κέδρος. Το δημοσιεύσαμε με αφορμή την επέτειο γέννησης του Νόαμ Τσόμσκι στις 7 Δεκεμβρίου 1928.
Νόαμ Τσόμσκι: Ελευθερία και γλώσσα
Reviewed by Afterhistory
on
7:16:00 μ.μ.
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου