O Γιάννης Ρίτσος γράφει για τον Κωνσταντίνο Καβάφη: "12 ποιήματα για τον Καβάφη"

Του Σίμου Ανδρονίδη 



Ο σπουδαίος ποιητής Γιάννης Ρίτσος «τίμησε» με τον δικό του έξοχο ποιητικό τρόπο τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Η συλλογή ποιημάτων με τίτλο "12 ποιήματα για τον Καβάφη" (1963) δείχνει ακριβώς την «έμμεση» ώσμωση του ποιητικού λόγου των δύο μεγάλων ποιητών που συναντώνται υπό το «φως» μίας έξοχης πνευματικής-ποιητικής διάδρασης. Ο Γιάννης Ρίτσος των υψηλών κοινωνικών νοημάτων, αλλά και του υπόκωφου πόνου «εγγίζει» με την δική του υψηλή ποιητική «ουσία» την αμφισημία και την «χαμηλόφωνη» ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη. 

Με «εργαλείο» την ποιητική γραφή τέμνει και ανατέμνει το Καβαφικό ποιητικό «σύμπαν», ενσταλάζοντας στο Καβαφικό «έργο» λέξεις, έννοιες και αξίες που αναδίδουν το «όλο» Καβαφικό ποιητικό παλίμψηστο, ένα παλίμψηστο που ακριβώς μέσω της ποιητικής γραφής «εμφυσύει» ζωή και «κίνηση» στον «παγωμένο» και «νεκρό» χρόνο. 

Πέρα και πάνω από όλα, ο Γιάννης Ρίτσος ενσταλάζει το δικό του προσίδιο ποιητικό ήθος, καρπό της πολύχρονης και επώδυνης άσκησης του στο πεδίο του ποιητικού λόγου και της ποιητικής γραφής. Με αυτόν τον τρόπο, το Καβαφικό ποιητικό έργο υπερβαίνει τα «χωροχρονικά» δεσμά της Αλεξάνδρειας, προσεγγίζοντας τον «χώρο» όπου η ποίηση της λυρικής εσωτερίκευσης «συναντά» την ποίηση που παράγει φως και «ζωή». 

«Το μαύρο σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια, η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα, έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του».[1] 

Ο Αλεξανδρινός ποιητής, «κεντά» και «στολίζει» με λέξεις και υψηλά νοήματα τα ποιήματα του. Έτσι ακριβώς, με αυτόν τον τρόπο, το σωματικώς «αόρατο» καθίσταται «ποιητικά ορατό» μέσω των λέξεων, μέσω της ίδιας της «φωτεινής» διαδικασίας της ποίησης που «μεταγγίζει» ζωή στο μικρό δωμάτιο, στο γραφείο του ποιητή. 

Το νήμα που συνδέει οργανικά τους δύο ποιητές είναι ο ποιητικός λόγος που νοείται ως διαμόρφωση του «ανοιχτού» πεδίου, ως διαμόρφωση ενός «νέου» κόσμου εντός του οποίου η διαδικασία της ποιητικής γραφής μετασχηματίζεται σε ζωή πέρα και πάνω από την αχλή του χρόνου, σε ζωή πέρα και πάνω από την φθορά, το γήρας και τον θάνατο. Οι λέξεις επικοινωνούν, «συναλλάσσονται» με τον «χώρο» και τον «χρόνο» μεταβαίνοντας στο πεδίο της μετουσίωσης της γραφής σε συγκεκριμένη νοηματοδότηση της ίδιας της ζωής. 

Κατά τον ίδιο θαυμαστό τρόπο, οι λέξεις που αποτυπώνει στο χαρτί ο σπουδαίος Ουρουγουανός συγγραφέας Eduardo Galeano ταξιδεύουν παραμένοντας αναλλοίωτες στο «χώρο» και στον «χρόνο». Έτσι, ο Γιάννης Ρίτσος, που με «εγγίζει» ζωή και «φως» την Καβαφική καθημερινότητα, μεταπλάθοντας και αναπλάθοντας τα προσίδια Καβαφικά ποιητικά νοήματα, «συναντά» τον Eduardo Galeano στη διαδικασία της δημιουργίας και της διαμόρφωσης μίας «νέας» ζωής. Εκεί που οι λέξεις «αγγίζουν» τις ημέρες ενός νέου κόσμου. «Και οι μέρες άρχισαν να περπατούν. Και μας δημιούργησαν. Και γεννηθήκαμε εμείς, τα παιδιά τους, είμαστε τα παιδιά των ημερών, που πορευόμαστε εξερευνώντας τη ζωή».[2] 

Οι ημέρες της «πεζής» καθημερινότητας στην Αλεξάνδρεια μαζί με τις «άχρονες» ποιητικές λέξεις διαμόρφωσαν το Καβαφικό ποιητικό παλίμψηστο ιδεών και νοημάτων. Και αυτό το ποιητικό παλίμψηστο έρχεται να νοηματοδοτήσει εκ νέου ο Γιάννης Ρίτσος, εμφυσώντας με «φως» και «λέξεις» το «μικρό σκαλιστό γραφείο», το φθαρμένο από τον χρόνο και την σιωπή. 

«Όχι, δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο, την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το γυαλί της λάμπας να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή, αντιλαμβάνεται ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο- ο στεναγμός της ύλης. Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιο του τα χαράματα».[3] 

Η «καπνιά της λάμπας» είναι το ίδιο το ποιητικό φως που έχει «χαράξει» την ζωή του Αλεξανδρινού. Έτσι μπορεί και φυσά «κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο- ο στεναγμός της ύλης». Φυσά στο «αυτί της αιωνιότητας», όχι μία αλλά πολλές λέξεις που πλάθουν και μεταπλάθουν ένα ολόκληρο ποιητικό γίγνεσθαι «έμφορτο» νοημάτων και αξιών που «εγγίζουν» και προσεγγίζουν την «μουσική διάσταση» της αιωνιότητας. 

«Ο στεναγμός της ύλης, το ίδιο του χνώτο» στην ουσία, αφίσταται των ζωτικών αναγκών που άπτονται της ίδιας της «λειτουργίας» του ανθρώπινου σώματος, και μετασχηματίζεται σε προσίδια και «ζώσα» ποιητική «ύλη» που μετατοπίζεται προς το πεδίο της ζωής και της αιωνιότητας. Η ποίηση είναι μουσική μελωδία, και η μουσική μελωδία γίνεται ποιητικός λόγος «συνάντησης» δύο σπουδαίων ποιητών. Κάθε ποιητική λέξη ενσταλάζει και «χαράζει» ταυτόχρονα την πιο όμορφη μουσική μελωδία. 

«Αφουγκράζομαι, κι ακούω μουσικές που έρχονται από πολύ μακριά, από το παρελθόν, από άλλους καιρούς, από ώρες που έχουν πια φύγει και από ζωές που δεν υπάρχουν πια Ίσως οι ζωές μας να είναι φτιαγμένες από μουσική. Την ημέρα της ανάστασης, τα μάτια μου θα ανοίξουν πάλι στη Σεβίλλη».[4] 

Με έναν ποιητικό τρόπο, ο Γιάννης Ρίτσος, επικοινωνώντας υπόκωφα με τον τελευταίο βασιλιά της μουσουλμανικής Ισπανίας, «ακούει μουσικές από ζωές που δεν υπάρχουν πια». Και με τις δικές του ποιητικές λέξεις, με την δική του ποιητική γραφή, αναδίδει στην «επιφάνεια» τις μουσικές, την «εξαίσια μελωδία» της ποιητικής «κίνησης» του Καβάφη. Η ποιητικά πρόζα συστέλλει και υπερβαίνει τον «χωροχρόνο» της λήθης και της ακινησίας, αναγόμενη στο μείζον και υπερβατικό ποιητικό φως. Ο Γιάννης Ρίτσος αφουγκράζεται, σκέπτεται, ακούει και αποτυπώνει στο χαρτί, μία ποιητική-μουσική μελωδία αλλοτινών εποχών. 

«Κι εκείνος πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος, ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια, σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος, ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης και αγιοσύνης. «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, - ψιθύρισε μόνος του- τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».[5] 

Η ίδια η ποίηση που τέμνει και ανατέμνει συνάμα όχι μόνο το ποιητικό αλλά και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ποίηση που εκφράζει υψηλά νοήματα και αξίες, ανάγεται στο πεδίο του συμπαντικού «φωτός», ενώ, την ίδια στιγμή, «κεντάει» την κοινωνική αλλά και πολιτική κανονικότητα με λέξεις, με λέξεις που φθάνουν στην «καρδιά» της ίδιας της ζωής. 

Η αποκρυστάλλωση της ποιητικής γραφής γίνεται στο «πεδίο» της ζωής. Η ποίηση νοείται όχι απλώς ως «άφεση» αλλά ως υψηλή ενατένιση, ως μουσική που διεισδύει στα μύχια και μυστικά «πεδία» της ανθρώπινης ζωής. Και ο μεγάλος Αλεξανδρινός, ως ο «μέγας αναμάρτητος» στοχάζεται και ανατέμνει την αμφισημία της ανθρώπινης πράξης και φύσης. 

Η ποίηση υπερβαίνει τις νόρμες του πολιτικού κομφορμισμού και καθωσπρεπισμού, εγγράφοντας στα χαρακτηριστικά εκείνα που ορίζουν και προσδιορίζουν την «παρουσία» της την εγγενή αμφισβήτηση και αμφιβολία για τα «κακώς κείμενα» της πολιτικής πράξης και πρακτικής. Με αυτό τον τρόπο ανάγεται στο «υψηλό» συμπαντικό φως της λαϊκής αυτενέργειας και δράσης. 

Σημειώσεις: 
[1] Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ’12 ποιήματα για τον Καβάφη’, (1963). Ρίτσος Γιάννης, Ποιήματα, Θ΄, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 179. 
[2] Βλ. σχετικά, Galeano Eduardo, ‘Η Γένεση κατά τους Μάγια’, από την σειρά ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2012, σελ.13. 
[3] Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π., σελ.181. 
[4] Βλ. σχετικά, Galeano Eduardo, ‘Είμαστε από μουσική’, (του Μποαμπτνίλ, του τελευταίου βασιλιά της μουσουλμανικής Ισπανίας), από την σειρά ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2012, σελ. 396. 
[5] Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π, σελ.179.
O Γιάννης Ρίτσος γράφει για τον Κωνσταντίνο Καβάφη: "12 ποιήματα για τον Καβάφη" O Γιάννης Ρίτσος γράφει για τον Κωνσταντίνο Καβάφη: "12 ποιήματα για τον Καβάφη" Reviewed by Afterhistory on 8:49:00 μ.μ. Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.