Ορισμενες σκεψεις για το σχεδιο αναδιαρθρωσης κρατικων χρεων της Α. Μερκελ

του Κώστα Μελά & Νίκου Μπινιάρη

Των οικιών υμών επιμπραμένων αυτοί άδετε
(Από το λόγο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πριν την Άλωση).

Στα αυστηρά οικονομικά θέματα, τα οποία σήμερα είναι ενταγμένα μέσα στο «επιστημονικό» παράδειγμα, η αποστροφή του λόγου του τελευταίου Αυτοκράτορα θα ήταν μάλλον ατυχής. Δυστυχώς, η ρήση αυτή απευθύνεται όχι μόνον στην ντόπια πολιτική ελίτ και λαό αλλά και στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Είναι σε όλους γνωστή η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Έχει γίνει επίσης διαφανής η κατάσταση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Δεν θα επεκταθούμε στην Ισπανία, την Ιταλία, ακόμη και τη Γαλλία. Η κρίση του δημόσιου χρέους τείνει να εμφανιστεί για δεύτερη φορά, μετά τον Μάιο, με χειρότερη μορφή από τότε.
Έχει γίνει προφανές ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να προσαρμοστεί, είτε οργανωτικά, θεσμικά, είτε ποσοτικά στα συμφωνηθέντα στο Μνημόνιο. Η απίστευτη ελαφρότητα της ελληνικής κυβέρνησης μετά τον Οκτώβριο του 2009, στον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος, η οποία και συνεχίζεται, έχει φέρει τη χώρα σε ακόμη πιο δύσκολη θέση από ότι ήταν πριν. Γνωρίζουμε ότι το έλλειμμα είναι 15,4% και το ΔΧ προς ΑΕΠ 144%.
Οι μετρήσεις για τα αποτελέσματα αυτά είναι κατά το δοκούν της Eurostat, και θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες να είχαν μείνει στο 13,5% και στο 124%. Τώρα καλούμαστε να βγάλουμε τα κάστανα από μια μεγαλύτερη φωτιά.
Από τα προηγούμενα άρθρα μας έχει τονισθεί και πιστεύουμε ότι έχει αποδειχθεί ότι η Ελλάδα έχει πρόβλημα αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών της και όχι πρόβλημα προσωρινής ρευστότητας. Δυστυχώς, η σύμβαση του Μνημονίου υποδεικνύει ότι η ΕΕ έχει αντιληφθεί ή θέλει να εμφανίσει ότι η Ελλάδα έχει μόνον το δεύτερο πρόβλημα και ως εκ τούτου η σύμβαση αυτή δεν είναι απλώς λάθος αλλά δυσχεραίνει την λύση του προβλήματος
Η κυβέρνηση έχει αρχίσει να ψελλίζει την λέξη «αναδιάρθρωση» του χρέους, εννοώντας την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους των 110 δις ευρώ που έχει λάβει η χώρα από την ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Στην ομιλία του ο Πρωθυπουργός απέκλεισε την αναδιάρθρωση με ψαλίδισμα του χρέους ως καταστροφικό για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. Το ίδιο είπαν και πολλοί αναλυτές. Το ίδιο ειπώθηκε και στη σύνοδο του Eurogroup στις 16 Νοεμβρίου 2010.
Η καγκελάριος Α. Μέρκελ έχει προτείνει συγκεκριμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση των μελλοντικών κρίσεων χρέους χωρών της ευρωζώνης, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η λεγόμενη ελεγχόμενη πτώχευση. Στη γενικότητά του το σχέδιο είναι γνωστό. Το σημείο στο οποίο επικεντρώνεται το σύνολο των συζητήσεων και των αντιπαραθέσεων αφορά στη μετάθεση του βάρους του ψαλιδίσματος του χρέους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στους πιστωτές των χωρών υπό αναδιάρθρωση. Δηλαδή επιδιώκεται η ρητή διατύπωση ότι ο φέρων τον κίνδυνο επιβάλλοντας και εισπράττοντας ασφάλιστρα κινδύνου «ως οι χρηματοπιστωτικές αγορές» ορίζουν, θα πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί το αναλογούν κόστος στην περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του εκδότη του χρέους. Με απλά λόγια η διάσωση των χωρών που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης χρέους θα γίνεται πρωτίστως μέσω της αναδιάρθρωσης του χρέους και όχι μέσω της βοήθειας των άλλων χωρών.
Τα επιχειρήματα κατά της λύσης Μέρκελ μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

Α. Οι αντιδράσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών για μελλοντικό δανεισμό της ευρωζώνης θα είναι αρνητικές, θα χρεώσουν μεγαλύτερο επιτόκιο λόγω του υψηλότερου ρίσκου. Το επιχείρημα αυτό ανέπτυξε πρώτος ο ίδιος ο Τρισέ και ακολούθησαν μεταξύ άλλων ο L. Smaghi της ΕΚΤ και ο Μ. Αnnounziata της Unicredit.
Η πρώτη κριτική για το σχέδιο αναδιάρθρωσης σχετικά με τις αγορές θεωρούμε ότι έχει κάποια οικονομική λογική στην παρούσα συγκυρία λόγω της έκρυθμης κατάστασης που υπάρχει σήμερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές αλλά και λόγω των ασφαλίστρων κινδύνου τα οποία επιτρέπουν παιγνίδι σε σχέση με τις πιθανότητες μιας χώρας να προβεί σε αθέτηση υποχρεώσεων. Όμως ας δούμε περισσότερο προσεκτικά πώς έχουν τα πράγματα.
Σύμφωνα με τη συνθήκη για τη δημιουργία της ΕΕ (Μάαστριχτ,Δεκέμβρης 1991), γίνεται αποδεκτή η θέση ότι οι κεφαλαιαγορές λειτουργούν αποτελεσματικά ακριβώς όπως υποθέτει το νεοκλασικό οικονομικό υπόδειγμα. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχουν διαφορετικά ασφάλιστρα κινδύνου στη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους των χωρών-μελών της ΕΕ αναλόγως της πιστοληπτικής ικανότητας που τους αποδίδουν οι ιδιωτικές εταιρείες αξιολόγησης. Οι τελευταίες είναι πλέον γνωστό ότι συνδέονται στενά, και τις πιο φορές οργανικά, με τους χρηματοπιστωτικούς ή τους θεσμικούς οργανισμούς που συμμετέχουν στις αγοραπωλησίες του χρέους των διαφόρων χωρών.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε χώρα είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για το ύψος του χρέους της, θα υπάρχουν διαφορετικά ασφάλιστρα κινδύνου και επομένως επιτόκια δανεισμού για κάθε χώρα προκειμένου να χρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος της.Συνεπώς δεν έχει νόημα να μιλάμε για το επιτόκιο της ΕΕ. Αν οι κεφαλαιαγορές είναι αποτελεσματικές, θα υπάρχουν διαφορετικά επιτόκια στην Ένωση, άρα και διαφορετική επιβάρυνση των χωρών-μελών. Τα ασφάλιστρα κινδύνου καταβάλλονται επομένως ως αντίτιμο του κινδύνου (πιστωτικού, ρευστότητας κ.ά.). Δηλαδή συνυπολογιζόταν και η περίπτωση αθέτησης πληρωμών. Επομένως γιατί να αυξηθούν τα επιτόκια όταν απλά ρητά αναφέρεται ότι πρέπει να ισχύσει κάτι που και στην προηγουμένη περίπτωση ίσχυε εξίσου; Ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμών από έναν εκδότη χρέους (κρατική οντότητα, φυσικό πρόσωπο ή εταιρεία) δεν αποτελεί καινούργιο κίνδυνο. Είναι ο βασικός κίνδυνος για τον οποίο ανέκαθεν πληρωνόταν το συγκεκριμένο ασφάλιστρο. Επομένως άλλο είναι το ζήτημα. Όμως πριν αναλύσουμε το αναδυθέν πρόβλημα ας δούμε κάτι άλλο προηγουμένως.
Το ζήτημα είναι αν πράγματι οι κεφαλαιαγορές μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά. Θεωρητικά αλλά και πρωτίστως εμπειρικά υπάρχουν πλήθος επιχειρημάτων και στοιχείων που δείχνουν τη φενάκη της συγκεκριμένης αντίληψης. Όμως στο πλαίσιο της ΕΕ και της δεδομένης συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών υπάρχει ένας ακόμη λόγος που θέτει εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα των κεφαλαιαγορών: η αδυναμία έκλειψης κάθε δυνατότητας πολιτικής παρέμβασης εκ μέρους των υπολοίπων χωρών στην περίπτωση που διαφαίνεται η αδυναμία κάποιου μέλους της Ένωσης να αποπληρώσει τα χρέη του. Επειδή αυτό είναι πρακτικά αδύνατον, οι κεφαλαιαγορές δεν μπορούν ποτέ να είναι αποτελεσματικές. Η αποτίμηση του ασφαλίστρου κινδύνου υπόκειται πάντοτε στην αδυναμία ασφαλούς πρόγνωσης της συμπεριφοράς των υπολοίπων χωρών ή όσων διακρατούν αυτές ή οι επιχειρήσεις τους χρεόγραφα της χώρας που βρίσκεται σε αδυναμία αποπληρωμής.
Η μέτρηση της πιστοληπτικής ικανότητας του κάθε δανειζόμενου αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα του δανειστή και ως εκ τούτου αξιολογείται υποκειμενικά. Βεβαίως, η μόνη λύση που δίνεται στις περιπτώσεις που συνεχίζεται ο δανεισμός είναι η υπερτίμηση του ασφαλίστρου.
Η σαφής δήλωση εκ μέρους των χωρών-μελών της Ένωσης ότι ουδέποτε θα σπεύσουν για διάσωση των κυβερνήσεων των άλλων χωρών-μελών με παροχή οικονομικής βοήθειας δεν μπορεί ποτέ να γίνει αξιόπιστη. Μια τέτοια ρήτρα στην ουσία έχει ενσωματωθεί στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Όμως τα γεγονότα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έδειξαν ότι σε στιγμές κρίσεως η όλη λειτουργία του οικονομικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών ακολουθεί λογικές εντελώς άλλης κατεύθυνσης.
Η συναίσθηση ότι υπάρχει μια έμμεση εγγύηση για διάσωση των οικονομιών που βρίσκονται σε κίνδυνο ήταν διάχυτη όλη αυτή την περίοδο γεγονός που καθιστούσε αδύνατο τον ακριβή καθορισμό του ασφαλίστρου κινδύνου.
Αν δεχθούμε ότι με το νέο σχέδιο Μέρκελ ρητά αναφέρεται ότι ο κάθε συμμετέχων φέρει και το κόστος των δικών του επιλογών πάλι στον ίδιο παρανομαστή βρισκόμαστε. Διότι αν π.χ. κινδυνεύουν σειρά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων λόγω της έκθεσής τους σε χρέος που έχουν εκδώσει χώρες σε κατάσταση αθέτησης πληρωμών κανένας δεν μπορεί να στοιχηματίσει ότι δεν θα παρέμβουν οι κυβερνήσεις για διάσωση . Το μόνο που φαίνεται ότι επιδιώκει η Μέρκελ είναι να αποτρέψει τη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων προς διάσωση χωρών. Η Γερμανίδα καγκελάριος, δηλώνει πως οι φορολογούμενοι δεν μπορούν να στηρίζουν διασυνοριακές μεταφορές κεφαλαίων και να πληρώνουν τη στήριξη άλλων κρατών. Υπό την παρούσα νομική και πολιτική διάρθρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το επιχείρημα αυτό είναι αδιαμφισβήτητα αληθές.
Σε μία αποκεντρωμένη νομισματική ένωση ένα σύστημα διακρατικών μεταφορών κεφαλαίων στήριξης είναι πολιτικά ανέφικτο. Η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει δηλαδή να μην φέρει κανένα ειδικό και επιπρόσθετο βάρος στο πλαίσιο της ευροζώνης από αυτό που έχει εξ’ αρχής συμφωνηθεί με τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Κάτι τέτοιο φυσικά είναι δύσκολο με βάση την αρχιτεκτονική οικοδόμησης του ευρώ αν η Γερμανία επιθυμεί την ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος στη συνέχεια.

Β.Η δεύτερη αντίρρηση είναι θα μπορούσαμε να πούμε τεχνικής φύσεως και αναφέρεται στο ζήτημα αυτής καθαυτής της εύρυθμης αναχρηματοδότησης του χρέους στην περίπτωση που τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι τα αναμενόμενα. Πολιτικά μπορεί η διαδικασία να ακούγεται εύκολη και απλή αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύπλοκη και σύνθετη έως και αποτρεπτική.
Υπάρχει μια υψηλή αλληλεξάρτηση μεταξύ των στοιχείων του ενεργητικού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, του σκιώδους χρηματοπιστωτικού συστήματος, των επιχειρήσεων και των διαφόρων «θεσμικών επενδυτών» γεγονός που δυσκολεύει αφάνταστα την τεχνική πραγμάτωση της εύρυθμης αναδιάρθρωσης του χρέους. Το κύριο συνεπαγόμενο είναι η σχεδόν πλήρης αδυναμία να ελεγχθούν όλες οι πιθανές συνεπαγόμενες επιπτώσεις (παράπλευρες ή μη) από μια τέτοια διαδικασία. Παρότι αυτή η παρατήρηση εμπεριέχει δόση αληθείας δεν συνιστά αιτία ανασταλτική της πράξεως. Τούτο διότι αφενός η προσφυγή σε μια τέτοια ενέργεια σημαίνει ότι όλα τα προηγούμενα ληφθέντα μέτρα δεν είναι αποτελεσματικά και αφετέρου είναι σαφώς σωστότερη μια «ελεγχόμενη όσο το δυνατόν» αναδιάρθρωση από μια στάση πληρωμών «εν κενώ» δεδομένου ότι η χώρα θα συνεχίσει να υπάρχει. Στην πραγματικότητα η αντίρρηση όπως διατυπώνεται φαίνεται ότι δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της ότι έτσι και αλλιώς η χώρα θα συνεχίσει να υπάρχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και in ultima istanza θα τεθεί σε λειτουργία η διαδικασία της αυτοσυντήρησής της.
Ουσιαστικά στηρίζεται σε μια στενή έννοια της οικονομίας της αγοράς, η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να επιβάλλει όρους αλλά υποχρεούται αναγκαστικά να λαμβάνει υπ’ όψιν της την πολιτική (και το πολιτικόν στην παρούσα συγκυρία) η οποία επιβάλλει πάντοτε τους απαραίτητους όρους αναπαραγωγής του συστήματος αναπαραγωγής .
Πέραν αυτών των αντιπαραθέσεων για ένα σχέδιο σωτηρίας υπερχρεωμένων χωρών όπως η Ελλάδα, έχει τεθεί στο τραπέζι κατά περιόδους, ακόμη και πριν την κρίση η ιδέα της έκδοσης ενός ευρωπαϊκού ομολόγου ως μέσον φτηνότερου δανεισμού για την ευρωζώνη στο μέσον όρο, αλλά και ως ένα ουσιώδες βήμα για την νομισματική κοινή πολιτική της ΕΕ.
Υπάρχει η πρόταση του καθηγητή Guido Montani (Europe’s World, 20/10/10) ο οποίος προτείνει την έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων για τη χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού ο οποίος σήμερα χρηματοδοτείται κατά 10% από ίδιους πόρους και το 90% από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Ο καθηγητής προτείνει την έκδοση κοινών ομολόγων ώστε να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη της ΕΕ όπως οδικά δίκτυα, υποδομές, έρευνα και τεχνολογία. Η πρόταση αυτή έγινε από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Μπαρόσο στη Σύνοδο της ευρωπαϊκής Βουλής (8/9/2010) αλλά απορρίφθηκε μετά πολλών επαίνων. Τα επιχειρήματα ήταν ότι ενώ επιζητούμε μείωση των εξόδων της ΕΕ, θα πετύχουμε την αύξηση αλλά οι ενστάσεις προήλθαν από τη Μ. Βρετανία η οποία βλέπει πίσω από αυτό το σχέδιο τη συνωμοσία των φεντεραλιστών οι οποίοι συνωμοτούν για την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης. Στην ουσία δεν υπήρξαν οικονομικά αντεπιχειρήματα γιατί η πρόταση έχει ισχυρή οικονομική λογική αλλά μόνον πολιτικά και ιδεολογικά.
Πέραν αυτής της πρότασης το καίριο θέμα στην παρούσα κρίση είναι η χρηματοδότηση των προϋπολογισμών των κρατών του ευρώ σε καταστάσεις ανισορροπίας και ελλειμμάτων όπως βρίσκονται σήμερα.
Η έκδοση ενός κοινού ευρωπαϊκού ομολόγου έχει τρεις παραμέτρους προς διερεύνηση:
• Τις νομικές προϋποθέσεις σε σχέση πρώτον, με τη συνθήκη της Λισαβόνας και δεύτερον, με το γερμανικό Σύνταγμα το οποίο απαγορεύει τη συμμετοχή της Γερμανίας στη διάσωση ή χρηματοδότηση άλλων κρατών.
• Το θεσμό ή τους θεσμούς οι οποίοι θα αναλάβουν την έκδοση. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων προτείνεται ο ποιος κατάλληλος φορέας για να αναλάβει την έκδοση τέτοιων ομολόγων.
• Η σχέση των χωρών οι οποίες εκδίδουν ομόλογα με το ΑΕΠ τους.

Το θέμα αυτό έχει αναλυθεί από τον Sony Kapoor (Foundation of European Progressive Studies, 15/9/2010). Η πρότασή του περιέχει ένα διαχωρισμό ομολόγων σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη θα εκδίδονται ομόλογα με βάση το ΑΕΠ. Η πρόταση του Paul de Grauwe και Win Meusen του Πανεπιστημίου της Λουβέν, είναι η έκδοση ομολόγων κοινών με προϋποθέσεις. Οι διάφορες χώρες θα μετείχαν στις εκδόσεις με το ποσοστό τους στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η κάθε μία θα πλήρωνε κουπόνι επιτοκίου με βάση το μεσοσταθμικό επιτόκιο των δικών της ομολόγων. Έτσι θα αποφεύγανε το πρόβλημα του ελεύθερου καβαλάρη, δηλαδή μια χώρα σαν την Ελλάδα να πλήρωνε το επιτόκιο της Γερμανίας. Μια τρίτη πρόταση είναι του Eric Jones (IPSI Universita Pavia, Μάρτιος 2010) οι χώρες να μην εκδίδουν ομόλογα άνω του 3% του ΑΕΠ. Δανεισμός πέραν του ό,τι επιτρέπει το Μάαστριχτ θα γίνεται με διαφορετικό επιτόκιο.Από όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι οι προτάσεις με επιχειρήματα οικονομικά ή και πολιτικά είναι αρκετές. Το πρόβλημα είναι ότι βρίσκονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις και μάλιστα αντιφατικές. Στις Βρυξέλες τα πράγματα είναι συγκεχυμένα, με το ρίσκο να επεκταθεί η δημοσιονομική κρίση σε Ισπανία, και Ιταλία η οποία βρίσκεται σε πολιτική κρίση.
Είναι δεδομένο του οικονομικού οικοδομήματος ότι οι κρατικές οικονομικές οντότητες και οι τράπεζες είναι αλληλένδετες και η κρίση του ενός μεταφέρεται στον άλλον. Κάθε μία από αυτές τις λύσεις έχει επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα. Το σύστημα των κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων έχεις τις λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις στις τράπεζες. Ενέχει όμως το υψηλό πολιτικό ρίσκο της πρώτης φάσης μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδοποίησης, την υλοποίηση της δημοσιονομικής ενοποίησης. Η πολιτική βούληση μεσούσης μιας τέτοιας κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου τα θέματα εμπορίου, εξαγωγών και νομισμάτων είναι όλα ανοικτά, είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί. Η ΕΕ διαφωνεί, συσκέπτεται και αφήνει τα χρόνο να περνάει κάνοντας κινήσεις όπως αυτές προς την Ελλάδα και το Κεφάλαιο Στήριξης των 750δις αλλά όλα αυτά δεν έχουν καθησυχάσει τις αγορές.
Οι Ιρλανδοί προσθέτουν σε αυτήν την παραφωνία μια νέα νότα καθώς και οι Πορτογάλοι. Μια επιπρόσθετη παραφωνία, σε ένα σύνολο το οποίο βλέπει τις φλόγες και δεν αισθάνεται ακόμη τη φωτιά, εκτός από αυτούς οι οποίοι είναι ήδη άνεργοι και άλλους που ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν.


Πηγή:Monthly Review
Ορισμενες σκεψεις για το σχεδιο αναδιαρθρωσης κρατικων χρεων της Α. Μερκελ Ορισμενες σκεψεις για το σχεδιο αναδιαρθρωσης κρατικων χρεων της Α. Μερκελ Reviewed by Κοίτα τον Ουρανό on 7:14:00 μ.μ. Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.